Είναι προφανές ότι την κυβέρνηση δεν την ενδιαφέρει τίποτα άλλο πέρα από το να μειώσει την απόσταση που υπάρχει στις δημοσκοπήσεις με τη Ν.Δ., ώστε να μετατρέψει την αναμενόμενη συντριβή σε ήττα. Στο πλαίσιο αυτό προσπαθεί να αποφύγει οτιδήποτε θα μπορούσε να προκαλέσει το παραμικρό πολιτικό κόστος, καθυστερώντας την εφαρμογή ή μη εφαρμόζοντας σωστά αυτά που η ίδια συμφώνησε με τους δανειστές.
Μπορεί ο επίτροπος Πιερ Μοσκοβισί να επιχείρησε να «στρογγυλέψει» την κατάσταση βλέποντας το ποτήρι μισογεμάτο, προφανώς για να βοηθήσει τη χώρα να βγει στις αγορές, ωστόσο η έκθεση που είναι και ο καθρέφτης της οικονομίας αποδίδει τη σκληρή πραγματικότητα. Δηλαδή, ότι η κυβέρνηση καθυστερεί βασικές μεταρρυθμίσεις που εμποδίζουν τη βιώσιμη ανάπτυξη της οικονομίας.
Σε σχέση με τα προαπαιτούμενα, πολλές είναι οι εκκρεμότητες με κορυφαίες το νέο καθεστώς για την προστασία της πρώτης κατοικίας, που θα διαδεχθεί το νόμο Κατσέλη, την εξεύρεση λύσης για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, την πώληση των δύο λιγνιτικών εργοστασίων της ΔΕΗ, καθώς και τη μείωση των ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου.
Η Κομισιόν και οι εταίροι περιμένουν από την κυβέρνηση να κάνει συγκεκριμένες κινήσεις στα παραπάνω θέματα ώστε στη συνεδρίαση του Εurogroup, στις 11 Μαρτίου, να εγκρίνουν την εκταμίευση των 970 εκατ. ευρώ, προϊόν των μέτρων ελάφρυνσης του χρέους. Στην ουσία, στη διάρκεια της συνεδρίασης του ΕWG την Παρασκευή, οι εταίροι έδωσαν στην κυβέρνηση 10 μέρες διορία να εκπληρώσει όλα τα προαπαιτούμενα, διαφορετικά η απόφαση θα αναβληθεί για τον Απρίλιο ή και αργότερα.
Στα άλλα ζητήματα, που έχουν να κάνουν με τη γενικότερη πορεία της οικονομίας και στα οποία αναφέρεται η έκθεση με πολύ αρνητικό τρόπο, η Κομισιόν και οι εταίροι δεν μπορούν να κάνουν πολλά πράγματα, απλώς πρέπει να φύγει αυτή η κυβέρνηση για να αλλάξει η κατάσταση.
Σε σχέση με το πρωτογενές πλεόνασμα, η έκθεση αδειάζει στην κυριολεξία την κυβέρνηση υπογραμμίζοντας τα εξής:
«Τα τελευταία χρόνια, η Ελλάδα υπερέβαινε συστηματικά τους δημοσιονομικούς της στόχους και ειδικότερα το στόχο για ονομαστικό πρωτογενές πλεόνασμα της τάξης του 3,5% του ΑΕΠ. Οι στόχοι για το πρωτογενές πλεόνασμα υπερκαλύφθηκαν, και μάλιστα με σημαντικό περιθώριο, κυρίως λόγω της υποεκτέλεσης των δαπανών σε σύγκριση με τα αρχικά ανώτατα όρια του προϋπολογισμού, ιδίως όσον αφορά τις επενδύσεις», τονίζει η έκθεση.
Κατά μέσο όρο, την περίοδο 2012-2017 δαπανήθηκε μόνο το 83% των ανώτατων κονδυλίων προϋπολογισμού που διατέθηκαν στα υπουργεία για δημόσιες επενδύσεις, αναφέρει η έκθεση. Δηλαδή «ψαλίδιζαν» το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων μειώνοντας τις κρατικές δαπάνες, ώστε να εμφανίσουν μεγαλύτερο πρωτογενές πλεόνασμα, φυσικά σε βάρος της ανάπτυξης.
Και όλα αυτά τη στιγμή που η ίδια έκθεση υπογραμμίζει ότι οι επενδυτικές ανάγκες της χώρας εξακολουθούν να είναι μεγάλες και οι επενδύσεις σε τομείς όπως αυτός της Υγείας εξακολουθούν να υπολείπονται σημαντικά από το μέσο όρο της ζώνης του ευρώ (Ελλάδα: 0,05% του ΑΕΠ, ζώνη του ευρώ: 0,18% του ΑΕΠ το 2016).
Σύμφωνα με την Κομισιόν, οι μη δαπανηθέντες πόροι θα μπορούσαν να είχαν διοχετευτεί σε άλλους χρήσιμους σκοπούς, εάν η υποεκτέλεση των δαπανών είχε εντοπιστεί έγκαιρα εντός του έτους.
Δεύτερη μεγάλη ένσταση των δανειστών είναι η υψηλή φορολογία στην Ελλάδα τόσο των νοικοκυριών όσο και των επιχειρήσεων.
Το μερίδιο των φόρων και των κοινωνικών εισφορών στο ΑΕΠ στην Ελλάδα ανήλθε σε 41,6% το 2017, σημείωσε δηλαδή σημαντική αύξηση σε σχέση με το προ της κρίσης ποσοστό του 32,8% το 2009. Αποτυπώνοντας εν μέρει αυτή την αύξηση της φορολογίας, έρευνες σχετικά με τις επενδύσεις δείχνουν ότι η φορολογική αστάθεια αποτελεί αρνητικό παράγοντα για τις επενδύσεις.
Σύμφωνα με την Επιτροπή, τα ακαθάριστα περιουσιακά στοιχεία του τομέα των νοικοκυριών εξαντλούνται. Το αρνητικό ποσοστό αποταμίευσης σε συνδυασμό με τις αρνητικές ροές πιστώσεων λιανικής υποδηλώνει ότι τα νοικοκυριά χρησιμοποιούν τα περιουσιακά τους στοιχεία για να χρηματοδοτήσουν μέρος των δαπανών τους.
Επιπλέον, τα θεμελιώδη μεγέθη της οικονομίας, μεταξύ των οποίων η υψηλή ανεργία, η χαμηλή αναμενόμενη αύξηση του εισοδήματος, το υψηλό δημόσιο χρέος και η προβλεπόμενη αύξηση του λόγου ηλικιακής εξάρτησης δείχνουν ότι η ικανότητα εξυπηρέτησης χρέους του ιδιωτικού τομέα είναι χαμηλή.
Με άλλα λόγια οι Ελληνες τρώνε από τα έτοιμα, τα οποία εξαντλούνται.
Σε υψηλότερα επίπεδα από τα άλλα κράτη-μέλη κινούνται τόσο ο συντελεστής φορολογίας εταιρειών (29%) όσο και ο ανώτατος συντελεστής φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων (55%).
Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι λόγω της υψηλής φορολογίας στις επιχειρήσεις, η καθαρή διεθνής επενδυτική θέση της Ελλάδας παραμένει άκρως αρνητική. Ο δείκτης επενδύσεων προς το ΑΕΠ εξακολουθεί να είναι πολύ χαμηλός, ιδίως λόγω της χαμηλής επενδυτικής διάθεσης του ιδιωτικού τομέα, αναφέρει η έκθεση, προσθέτοντας ότι οι επενδύσεις αντιπροσώπευαν συνήθως άνω του 25% του ΑΕΠ κατά τα έτη πριν από την κρίση, ενώ το 2018 αντιπροσωπεύουν ποσοστό χαμηλότερο του 15% του ΑΕΠ.
Στο στόχαστρο της έκθεσης βρέθηκαν και οι προεκλογικές προσλήψεις μόνιμου και έκτακτου προσωπικού στο Δημόσιο. Η Επιτροπή εκφράζει ανησυχίες για τις πρόσφατες ανακοινώσεις της κυβέρνησης για νέες προσλήψεις μόνιμου προσωπικού το 2019 και για τη σημαντική αύξηση του έκτακτου προσωπικού το 2018, υπογραμμίζοντας ότι πρέπει να αποφευχθεί η επιστροφή στον υπερβολικό αριθμό δημοσίων υπαλλήλων στα προ κρίσης επίπεδα, αλλά και η αντίστοιχη πίεση στους δημοσιονομικούς στόχους.
Aπό την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής