Ωστόσο, τα μέτρα για το χρέος δεν το καθιστούν βιώσιμο μακροπρόθεσμα, που σημαίνει ότι τις επόμενες δεκαετίες η τύχη μας θα συνεχίσει να εξαρτάται από τη βούληση των Ευρωπαίων εταίρων.
Αυτό είναι το ένα μέρος, το σχετικά θετικό του «λογαριασμού» του Εurogroup της Πέμπτης, γιατί υπάρχει και η άλλη πλευρά της απόφασης -που είναι ακατανόητη- και αφορά στη δέσμευση της κυβέρνησης σε εξωπραγματικές δημοσιονομικές επιδόσεις τα επόμενα 42 χρόνια.
Για να πάρει τα μεσοπρόθεσμα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους, η κυβέρνηση υποθήκευσε τη δημοσιονομική πολιτική των επόμενων 10 ελληνικών κυβερνήσεων, αποδεχόμενη από το 2023 μέχρι το 2060 την επίτευξη ετήσιων πρωτογενών πλεονασμάτων 2,2% του ΑΕΠ.
Καμία ευρωπαϊκή χώρα στην οικονομική ιστορία δεν έχει πετύχει τέτοια μακροχρόνια επίδοση, ακόμη και μεταξύ των πιο πλούσιων, όπως η Ελβετία και η Νορβηγία. Πρέπει να είσαι χώρα ή οντότητα «καζίνο», όπως το Μονακό, για να ελπίζεις σε τέτοιες επιδόσεις.
Με τα σημερινά δεδομένα, δηλαδή το τρέχον ΑΕΠ, η Ελλάδα πρέπει να εμφανίζει ετήσιο πρωτογενές πλεόνασμα από το 2023 μέχρι το 2060 της τάξης των περίπου 4 δισ. ευρώ. Εάν δεν το επιτυγχάνει, τότε θα υποχρεούται να λαμβάνει μέτρα, δηλαδή περικοπές δαπανών ή αύξηση των φόρων. Μέχρι το 2022, η κυβέρνηση έχει συμφωνήσει εδώ και καιρό σε πλεονάσματα της τάξης του 3,5%. Ακόμη κι αν τα επόμενα χρόνια οι στόχοι επιτυγχάνονται λόγω κεκτημένης ταχύτητας μιας οικονομίας που ήταν στον «πάγο» όλα αυτά τα χρόνια, κάποια στιγμή αυτό θα είναι αδύνατο και θα οδηγηθούμε στη λήψη μέτρων.
Οσο κι αν είναι ακατανόητο, η κυβέρνηση δέχθηκε μεγαλύτερο πρωτογενές πλεόνασμα από εκείνο που έλεγε η προηγούμενη απόφαση του Εurogroup, η οποία καθόριζε το πλεόνασμα στο 3,5% μέχρι το 2022 και για την περίοδο 2023-2060 ανέφερε ότι θα πρέπει να καθοριστεί στο 2% του ΑΕΠ και πάνω. Η κυβέρνηση -«γενναιόδωρη»- αποδέχθηκε προχθές 2,2% του ΑΕΠ. Δεν την ενδιέφερε, προφανώς γιατί οι επόμενες κυβερνήσεις θα βρεθούν με το πρόβλημα και θα «τρέχουν» να παρακαλούν τους Ευρωπαίους να μειώσουν τον παραπάνω στόχο.
Δημοσκοπικό σοκ στον ΣΥΡΙΖΑ
Στο ερώτημα γιατί οι Ευρωπαίοι επέβαλαν ένα τόσο υψηλό πλεόνασμα για τόσα πολλά χρόνια, η απάντηση θα πρέπει να αναζητηθεί στο εσωτερικό κάθε χώρας. Οι κυβερνήσεις της Γερμανίας και της Ολλανδίας, για να αιτιολογήσουν την ελάφρυνση του χρέους, θα πουν στα κοινοβούλιά τους, όπου υπάρχουν και οι αντιδράσεις, ότι επέβαλαν στην Ελλάδα την επίτευξη πολύ υψηλών πλεονασμάτων για τις επόμενες δεκαετίες και έτσι δεν θα υπάρξει πρόβλημα στο μέλλον με τη χώρα αυτή. Και όμως, η ελάφρυνση του χρέους δεν έχει κόστος για τον Ευρωπαίο φορολογούμενο ή κι αν έχει είναι ελάχιστο, γιατί απλώς το ταμείο διάσωσης της ευρωζώνης που μας δάνεισε παίζει τον ενδιάμεσο, δανείστηκε από τις αγορές όλα αυτά τα χρόνια με επιτόκια 0,70% έως 1,5% και στη συνέχεια μας έδωσε τα χρήματα. Η δε σταθεροποίηση των επιτοκίων για τα επόμενα χρόνια θα γίνει μέσω παραγώγων προϊόντων που θα πληρώσουμε εμείς. Είναι αλήθεια ότι μας βοήθησαν γιατί είχαμε αποκλειστεί από τις αγορές, αλλά είναι επίσης αλήθεια ότι αυτό γίνεται χωρίς ιδιαίτερο κόστος για τους Ευρωπαίους.
Από εκεί και πέρα, η κυβέρνηση αποδέχθηκε επίσης μια αυστηρή επιτήρηση μέχρι το 2023. Ωστόσο, δεν είχε περιθώρια να την αποφύγει γιατί οι Ευρωπαίοι δεν ξέχασαν ποτέ το πρώτο εξάμηνο του 2015 και θέλουν να «δέσουν» την κυβέρνηση ότι δεν θα χαλαρώνει όσο πλησιάζουν οι εκλογές.
Τριμηνιαία επιτήρηση
Η επιτήρηση θα είναι τριμηνιαία και θα ελέγχονται από τους θεσμούς η πορεία των δημοσιονομικών και των μεταρρυθμίσεων, αυτών που ήδη έχουν συμφωνηθεί και πρέπει να υλοποιηθούν και εκείνων που εμφανίζει η κυβέρνηση ως δήθεν δικές της στη λεγόμενη στρατηγική για την ανάπτυξη, αλλά στην ουσία όλα τα επέβαλαν οι εταίροι. Περιθώρια αποκλίσεων δεν υπάρχουν γιατί η τήρηση των δεσμεύσεων έχει συνδεθεί με μέτρα ελάφρυνσης του χρέους. Συνεπώς, η συνέχιση της ίδιας πολιτικής είναι μονόδρομος, ενώ όλα τα μέτρα (μείωση συντάξεων και αφορολόγητου) θα υλοποιηθούν όπως συμφωνήθηκαν και χωρίς εκπτώσεις.
ΝΙΚΟΣ ΜΠΕΛΛΟΣ
ΒΡΥΞΕΛΛΕΣ
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής
[dynamic-sidebar id=”post-area-diabaste”]