Αυτό την ώρα που τα επιτόκια καταθέσεων στις τράπεζες της Ευρώπης είχαν ήδη φτάσει κοντά στο 0,9%. Δεδομένο με τη δική του αξία, καθώς το κόστος για τις τράπεζες δεν είναι μεγάλο, ενδεικτικά το τρίτο τρίμηνο δεν ξεπέρασε τα 12 εκατ. ευρώ. Οι μεγάλοι καταθέτες είναι συγκεντρωμένοι στις προθεσμιακές καταθέσεις, οπότε η μάχη των επιτοκίων θα δοθεί εκεί.
Μπαράζ ανακοινώσεων
Στο ταμιευτήριο, αν και συνολικά βρίσκονται τα περισσότερα χρήματα, οι καταθέσεις ανά πελάτη είναι μικρές και οι μικροδιακυμάνσεις στα επιτόκια δεν φέρνουν ουσιαστικές μεταβολές, τουλάχιστον όχι τέτοιες που να κάνουν τη διαφορά για τους περισσότερους καταθέτες. Σε αυτό το πλαίσιο συνεχίζεται το μπαράζ των ανακοινώσεων, με τις τράπεζες να ανακοινώνουν αυξήσεις στις προθεσμιακές. Αυτή η πρώτη φάση αυξήσεων θα έχει ολοκληρωθεί μέχρι το τέλος του έτους. Εμπειρα στελέχη της αγοράς τοποθετούν μία δεύτερη φάση μετά τα μέσα του 2023, όμως επισημαίνουν ότι οι μεταβλητές είναι πολλές και πολλά θα κριθούν από τις κινήσεις της ΕΚΤ κατά το πρώτο εξάμηνο του επόμενου έτους.
Μειώσεις χρεώσεων στις συναλλαγές
Στα θετικά ότι μέσα στο έτος οι τέσσερις μεγαλύτερες τράπεζες έχουν προχωρήσει σε μειώσεις προμηθειών, ύστερα από πιέσεις που άσκησε η κυβέρνηση. Αυτό ίσως έχει και το μεγαλύτερο αποτύπωμα στην καθημερινότητα του συναλλακτικού κοινού, καθώς αφορά μειώσεις σε μεταφορές ποσών, εμβάσματα και πληρωμές προς ΔΕΚΟ. Μείωση χρεώσεων έγινε και στις συνδρομές πιστωτικών καρτών, στην ανάληψη από ΑΤΜ άλλης τράπεζας και στο πάγιο κόστος αξιολόγησης αιτημάτων δανείων.
Ακριβότερα τα δάνεια
Το 2022 οι τράπεζες προχώρησαν σε ρεκόρ πιστωτικής επέκτασης, κάτι το οποίο όχι μόνο έφτασε, αλλά ξεπέρασε και τους στόχους τους. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΤτΕ, η επιτάχυνση προήλθε κυρίως από τα δάνεια προς τις μεγάλες επιχειρήσεις, όμως οι χορηγήσεις αυξήθηκαν σχεδόν σε όλα τα επίπεδα. Ειδικότερα, η μηνιαία ακαθάριστη ροή δανείων προς τις μεγάλες επιχειρήσεις ήταν κατά μέσο όρο το διάστημα Ιανουαρίου-Οκτωβρίου 2022 1,1 δισ. ευρώ, αυξημένη κατά 63% έναντι του 2021, ενώ η αντίστοιχη ροή δανείων προς τις μικρομεσαίες ήταν 352 εκατ. ευρώ από 280 εκατ. ευρώ το προηγούμενο έτος.
Για τα νοικοκυριά, ο ετήσιος ρυθμός συρρίκνωσης περιορίστηκε τον Οκτώβριο του 2022 σε -2,3% από -2,4% τον Δεκέμβριο του 2021 και αντικατοπτρίζει τη μεταστροφή (τον Μάρτιο) και τη διατήρηση του ρυθμού μεταβολής των καταναλωτικών δανείων σε θετικές τιμές (για πρώτη φορά μετά το 2010), καθώς ο αντίστοιχος ρυθμός των στεγαστικών παρέμεινε κατ’ ουσίαν αμετάβλητος. Το δεκάμηνο του 2022 η ακαθάριστη ροή στεγαστικών δανείων με καθορισμένη διάρκεια, σε μέση μηνιαία βάση, αυξήθηκε κατά 15,4% έναντι του 2021 και εκείνη των καταναλωτικών δανείων επίσης κατέγραψε άνοδο κατά 16,5%.
Στεγαστικά
Το κόστος τραπεζικού δανεισμού των νοικοκυριών επιδεινώθηκε το 2022, καθώς, σε συνέχεια των αυξήσεων που είχαν σημειωθεί στα επιτόκια καταναλωτικής πίστης, τα πιστωτικά ιδρύματα προέβησαν σε αυξήσεις επιτοκίου στα στεγαστικά δάνεια. Ειδικότερα, το μεσοσταθμικό επιτόκιο των στεγαστικών δανείων διαμορφώθηκε φέτος σε 3,1%, επίπεδο κατά 28 μονάδες βάσης (μ.β.) υψηλότερο έναντι της μέσης τιμής του 2021. Το αντίστοιχο επιτόκιο καταναλωτικών δανείων καθορισμένης διάρκειας σταθεροποιήθηκε το τρέχον έτος σε 10,5%, επίπεδο κατά 50 μ.β. υψηλότερο έναντι της μέσης τιμής του 2021.
Η εν λόγω αύξηση είναι μεγαλύτερη σε σύγκριση με αυξήσεις που είχαν σημειωθεί τα προηγούμενα έτη και εν μέρει οφείλεται στη μείωση του μεριδίου των καταναλωτικών δανείων καθορισμένης διάρκειας με παροχή εξασφαλίσεων. Παρά το μεγαλύτερο κόστος, τα καταναλωτικά δάνεια ήταν το 50% των νέων δανείων προς τα νοικοκυριά. Αξίζει να αναφερθεί ότι το μεσοσταθμικό επιτόκιο στα δάνεια μη καθορισμένης διάρκειας (πιστωτικές κάρτες, ανοικτά δάνεια και υπεραναλήψεις) μειώθηκε κατά 13 μ.β., σε 14,4%.
Κόστος
Το βασικό εργαλείο της ΕΚΤ για να μειώσει τον πληθωρισμό είναι η αύξηση των επιτοκίων, κάτι που θα συνεχιστεί το 2023 και θα έχει ως άμεση επίπτωση την αύξηση του κόστους δανεισμού για επιχειρήσεις και νοικοκυριά. Σύμφωνα με την ΤτΕ, η αναμενόμενη επιβράδυνση του ρυθμού ανόδου της οικονομικής δραστηριότητας θα επιδεινώσει τη χρηματοοικονομική κατάσταση των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών, αυξάνοντας τον πιστωτικό κίνδυνο. Η πιστωτική επέκταση προς τις επιχειρήσεις αναμένεται να επιβραδυνθεί, αλλά να διατηρήσει υψηλούς ετήσιους ρυθμούς σε σχέση με τον μακροχρόνιο μέσο όρο 20ετίας χάρη στα ευρωπαϊκά προγράμματα χρηματοδότησης.