Σε συνέντευξή του στη «Wall Street Journal» και απατώντας σε ερώτηση αναφορικά με το ποια είναι η γνώμη του για την ικανότητα της Ελλάδας να επιτύχει πρωτογενές πλεόνασμα στο 3,5% του ΑΕΠ για πέντε ή 10 χρόνια μετά το 2018, ο κ. Παπαδημητρίου δεν διστάζει να υποστηρίξει ότι «πρόκειται για μία πρόταση που δεν θα πρέπει να δεχθεί η ελληνική κυβέρνηση».
Σύμφωνα με τον υπουργό Οικονομίας «είμαι υπέρ της εκτίμησης του ΔΝΤ για πρωτογενές πλεόνασμα 1,5% του ΑΕΠ. Θεωρώ ότι τα υψηλότερα πλεονάσματα δεν είναι απαραίτητα. Μόλις ολοκληρωθεί η αναδιάρθρωση του χρέους, θα δούμε σε ποιο ακριβώς ύψος θα πρέπει να διαμορφωθεί το πρωτογενές πλεόνασμα. Αυτό που λέει το ΔΝΤ (σ.σ.: και με το οποίο φέρεται να συμφωνεί ο κ. Παπαδημητρίου), δια στόματος της κυρίας Λαγκάρντ, είναι ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να «αναλάβει» επιπλέον λιτότητα και ως εκ τούτου το πρωτογενές της πλεόνασμα δεν μπορεί να είναι υψηλότερο από το 1,5%».
Πάντως εμφανίζεται πλήρως αντίθετος με την «επιμονή» του ΔΝΤ για προληπτική νομοθέτηση μέτρων τα οποία δεν θα εφαρμοστούν εάν η Ελλάδα επιτύχει τους στόχους που έχουν τεθεί στο πρόγραμμα, ενώ προσθέτει ότι η ελληνική κυβέρνηση δεν πρέπει να «υποκύψει σε παράλογες πιέσεις».
Αναφορικά με την αξιολόγηση ο κ. Παπαδημητρίου εκφράζει την ελπίδα ότι οι διαπραγματεύσεις θα έχουν ολοκληρωθεί, με επιτυχή τρόπο, έως το Eurogroup της 20ης Φεβρουαρίου. Μία τέτοια εξέλιξη θα επιτρέψει στην χώρα όχι μόνο να ενταχθεί στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ αλλά θα ανοίξει και τον δρόμο προκειμένου να «βγει» στις αγορές έως τα τέλη του τρέχοντος έτους.
Ο κ. Παπαδημητρίου χαρακτηρίζει ως υψηλής σημασίας την ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωτράπεζας, καθώς με αυτόν τον τρόπο «θα υπάρξει μείωση του κόστους δανεισμού όχι μόνο για το κράτος, για τις δημοπρασίες εντόκων γραμματίων που πραγματοποιεί, αλλά και για τις τράπεζες αλλά και άλλες ελληνικές επιχειρήσεις».