Η ελληνική πλευρά, όπως είναι φυσικό, διαπραγματεύεται την ψήφιση όσο το δυνατόν λιγότερων μέτρων από τώρα, αν όμως έχει σαφή δέσμευση για την ελάφρυνση του χρέους. Η λύση που θα δοθεί από την Ευρώπη θα είναι τόσο σαφής, ώστε το ΔΝΤ να γνωμοδοτήσει θετικά για τη βιωσιμότητά του και η Ελλάδα να ενταχθεί στις 9 Μαρτίου στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης.
Οπως φαίνεται όμως τόσο η Γερμανία όσο και οι υπόλοιπες χώρες του Βορρά δεν προτίθενται να δώσουν κάτι παραπάνω από όσα έχουν δώσει μέχρι τώρα για την ελάφρυνση του χρέους. Προσφέρουν μόνο την επανάληψη της δέσμευσης για συνολική λύση για το χρέος και την έναρξη διαλόγου μετά τις γερμανικές εκλογές.
Οι Ευρωπαίοι και το ΔΝΤ επικεντρώνονται στα μέτρα που θα πρέπει να ψηφίσει εκ των προτέρων η Ελλάδα για να συνεχιστεί το πρόγραμμα. Η ελληνική ομάδα έχει ζητήσει η μείωση του αφορολόγητου ορίου στις 6.000 ευρώ να ισχύσει από το 2019 και όχι από το 2018, όπως ζητούν οι δύο βασικοί δανειστές. Σε μια τέτοια περίπτωση όμως, σύμφωνα με τους δανειστές, ο λογαριασμός του ΔΝΤ δεν «βγαίνει» και θα πρέπει να μπουν στο τραπέζι και οι περικοπές των συντάξεων όχι ως προληπτικό μέτρο στο πλαίσιο του «κόφτη», αλλά ως μέτρο άμεσης εφαρμογής, αφού μένει ένα κενό περίπου 1,5 δισ. ευρώ που θα πρέπει να καλυφθεί.
Στο δεύτερο καυτό πεδίο, τα εργασιακά, φαίνεται ότι οι αλλαγές θα έρθουν κατά κύματα. Στην παρούσα φάση η Ε.Ε. ζητά την άμεση αλλαγή του πλαισίου των ομαδικών απολύσεων ως αντάλλαγμα στις συλλογικές διαπραγματεύσεις. Το ΔΝΤ δεν συμμετέχει ενεργά στο θέμα. Αν όλα πάνε καλά, θα έχει τον καιρό να ζητήσει και νέες βαθύτερες αλλαγές όταν θα γίνει η διμερής διαπραγμάτευση με την Ελλάδα για το δικό του πρόγραμμα.
Ενα δεύτερο μεγάλο κεφάλαιο της διαπραγμάτευσης είναι τα μέτρα της δεύτερης αξιολόγησης που έχουν καθυστερήσει – και δεν είναι λίγα ούτε απλά. Ο καταμερισμός σε τρία τρίτα (αυτών που έκλεισαν, αυτών που μπορούν να κλείσουν σε λίγο καιρό και αυτών που θα μεταφερθούν για αργότερα), που είχε το ενημερωτικό σημείωμα του υπουργού Οικονομικών κ. Τσακαλώτου προς το Eurogroup της προπερασμένης Πέμπτης, έχει μια τελείως ελληνική λογική. Οι δανειστές έχουν τη λογική των μέτρων που έκλεισαν (πολλά από τα οποία ήταν εκ μεταφοράς από την πρώτη αξιολόγηση) και αυτών που πρέπει να κλείσουν από εδώ και πέρα. Η αναβολή κάποιων μέτρων, όπως τονίζουν πηγές που βρίσκονται κοντά στη διαπραγμάτευση, είναι αντικείμενο απόφασης όλων των συμμετεχόντων αλλά υπάρχουν κάποια βασικά που θα πρέπει να ολοκληρωθούν οπωσδήποτε για να κλείσει η δεύτερη αξιολόγηση.
Οι θεσμοί πιέζουν για την αποκρατικοποίηση του 17% της ΔΕΗ.
Στα μέτρα που μπορούν, σύμφωνα με τον υπουργό Οικονομικών, να κλείσουν μέσα σε 10 ημέρες με την ολοκλήρωση της αξιολόγησης περιλαμβάνονται ίσως τα πιο «βαριά» και δύσκολα από τα θέματα της δεύτερης αξιολόγησης.
Συγκεκριμένα:
– Το εργασιακό, όπου υπάρχουν μεγάλες διαφορές με τους θεσμούς, οι οποίοι ζητούν επιμόνως αλλαγές στις ομαδικές απολύσεις, με αύξηση του ορίου των απολύσεων και κατάργηση της έγκρισης από τον εκάστοτε υπουργό Εργασίας, αλλαγές στο συνδικαλιστικό νόμο και επαναφορά της ανταπεργίας. Το υπουργείο Εργασίας συνεχίζει να θέτει ως μοναδικό θέμα διαπραγμάτευσης την επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων σε κλαδικό επίπεδο.
– Το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα Δημοσιονομικής Στρατηγικής (ΜΠΔΣ) 2017-2020, το οποίο θα έπρεπε να έχει ολοκληρωθεί από τον Ιούνιο του 2016. Καθυστέρησε όμως λόγω της προσπάθειας για τη μείωση των δημοσιονομικών στόχων για τα πρωτογενή πλεονάσματα, η οποία, όπως φαίνεται, απέτυχε. Με το κλείσιμο της αξιολόγησης θα συνταχθεί κανονικά, με στόχο για πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ τουλάχιστον μέχρι και το 2020.
Τάσος Δασόπουλος
Διαβάστε περισσότερα στην έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής