Προς «υπεράσπιση» αυτής της θέσης παρέθεσε στοιχεία από την Credit Suisse (Νοέμβριος 2016). Βάσει αυτών, η καθαρή -μετά την αφαίρεση των δανείων- περιουσία των Ελλήνων αποτιμάται σε 856 δισ. ευρώ, έναντι 1.023 δισ. ευρώ λίγο πριν από το ξέσπασμα της ελληνικής κρίσης χρέους το 2009, και 683 δισ. ευρώ λίγο πριν η χώρα γίνει μέλος της ευρωζώνης στις αρχές της δεκαετίας του 2000. Μάλιστα το 2009 η καθαρή περιουσία ανά ενήλικα είχε αυξηθεί στην Ελλάδα σε 114 χιλ. ευρώ, ενώ στην υπόλοιπη Ευρώπη διαμορφωνόταν σε 93 χιλ. ευρώ.
Λάθος πολιτική
Κατά τον ΣΕΒ, «το είδος του αναπτυξιακού προτύπου που ακολούθησε η χώρα μας στην περίοδο πριν από την κρίση διευκόλυνε τη συσσώρευση περιουσίας μέσω του υπερδανεισμού του Δημοσίου και της μεγάλης παραοικονομίας και φοροδιαφυγής». Με άλλα λόγια, υποστηρίζει πως «η παραγωγή εισοδήματος στηρίχθηκε εν πολλοίς σε μεγάλα δημοσιονομικά (καταναλωτικά) ελλείμματα που χρηματοδοτήθηκαν από το εξωτερικό (από ξένες αποταμιεύσεις, δηλαδή) και έφτασε η στιγμή που το εξωτερικό χρέος έπρεπε να εξυπηρετηθεί. Τα χρήματα όμως πήγαιναν με πελατειακή λογική στην κατανάλωση και την αναίτια μεγέθυνση του κράτους και όχι στις επενδύσεις και δεν υπήρχαν πλεονάσματα για να εξυπηρετηθούν τα χρέη».
Με αυτά τα δεδομένα, ο Σύνδεσμος τονίζει πως ήταν «απαραίτητο να μειωθούν οι ανισορροπίες και η αύξηση των εισοδημάτων να στηρίζεται σε δικές μας αποταμιεύσεις». Προσθέτοντας: «Σήμερα πληρώνουμε το στρεβλό αναπτυξιακό πρότυπο του παρελθόντος. Αυτό που δεν φαίνεται στα στοιχεία της περιουσιακής κατάστασης των Ελλήνων και δεν προβάλλεται επαρκώς είναι τα τεράστια ελλείμματα του ασφαλιστικού συστήματος που θα συνεχίσουν να απορροφούν σημαντικούς πόρους και στο μέλλον, θέτοντας περιορισμούς στην αναπτυξιακή πορεία της χώρας, εάν δεν αντιμετωπισθούν».
Ιωάννα Φεντούρη
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου