Παρά τις προβλέψεις για ύφεση 9,7% του ΑΕΠ για φέτος από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η ηγεσία του υπ. Οικονομικών επιμένει να λέει ότι η κυβέρνηση παραμένει προσηλωμένη στην πολιτική της μείωσης φόρων που ανέστειλε η υγειονομική κρίση και προαναγγέλλει συνέχεια από το φθινόπωρο. Κάτι που έχει μέχρι τώρα παραγνωριστεί είναι ότι, παρά την κάθετη πτώση εσόδων για το 2020 και τις δυσκολίες που αναμένεται να υπάρξουν το 2021, ίσως και το 2022, κανείς δεν έχει ισχυριστεί ότι υπάρχει ενδεχόμενο αναστολής των μειώσεων φορολογίας για μισθωτούς και μη μισθωτούς που έχουν ψηφιστεί για τα εισοδήματα του 2020. Υπενθυμίζεται πως για τα φετινά εισοδήματα θα φορολογηθούν με αρχικό συντελεστή 9% ως τα πρώτα 10.000 ευρώ και όχι από το 22%, ενώ και οι υπόλοιποι συντελεστές μειώθηκαν κατά μία ποσοστιαία μονάδα.
«Μονιμοποίηση»
Επίσης, ο υπουργός Οικονομικών έχει αφήσει ανοιχτό το ενδεχόμενο κάποιες από τις μειώσεις ΦΠΑ που θεσμοθετήθηκαν πρόσφατα για την επανεκκίνηση του κλάδου της εστίασης, του τουρισμού και των μεταφορών να γίνουν μόνιμες. Υπενθυμίζεται ότι έχει μειωθεί ο συντελεστής ΦΠΑ από το 24% στο 13% στα σερβιζόμενα μη αλκοολούχα ποτά και στον καφέ, στα εισιτήρια αεροπλάνων – καραβιών – τρένων.
Εισφορές
Πέρα από αυτά, όμως, τόσο ο πρωθυπουργός κ. Κυριάκος Μητσοτάκης όσο και ο υπουργός Οικονομικών κ. Χρήστος Σταϊκούρας επιμένουν να λένε πως μετά την πρώτη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών κατά 0,9% που ισχύει από την 1η του μήνα έρχεται και νέα μείωση εισφορών για τα επόμενα χρόνια. Είναι ένα σχέδιο που προβλέπει συνολική μείωση εισφορών κατά 5% σε ορίζοντα τετραετίας (αναμένεται να ολοκληρωθεί το 2023), που απ’ ό,τι φαίνεται θα προχωρήσει ανεξάρτητα από την κρίση, με στόχο να μειωθεί το μη μισθολογικό κόστος και να καταπολεμηθεί ένα μεγάλο πρόβλημα που έχει αφήσει η 10ετής κρίση που προηγήθηκε του κορονοϊού: η υψηλή ανεργία.
Από κόσκινο
Σύμφωνα με πληροφορίες, στις προθέσεις της κυβέρνησης είναι να «ξεσκονίσει» όλο το πρόγραμμα των φοροελαφρύνσεων που έχει εξαγγελθεί από πέρσι και πάγωσε λόγω της πρόσφατης υγειονομικής κρίσης. Το πρόγραμμα αυτό προέβλεπε για φέτος:
* Την περαιτέρω μείωση του ΕΝΦΙΑ μεσοσταθμικά κατά 8%. Η μείωση αυτή θα συνοδευόταν και από την πλήρη προσαρμογή των αντικειμενικών τιμών στις εμπορικές, αλλά και την ένταξη στο σύστημα υπολογισμού των αντικειμενικών τιμών περίπου 3.500 «ακριβών» ζωνών σε όλη τη χώρα στις οποίες μέχρι σήμερα ο ΕΝΦΙΑ ήταν σχεδόν «συμβολικός». Ανάλογα με την πορεία της αγοράς ακινήτων, η οποία ήταν από τις πρώτες που χτυπήθηκαν από τη διακοπή των πτήσεων και την καραντίνα ανά τον κόσμο και το γενικότερο κλίμα αβεβαιότητας, μπορεί η μείωση του ΕΝΦΙΑ να προχωρήσει μέσα το 2021.
* Τη μείωση της παράλληλης φορολογίας, που ακούει στο όνομα ειδική εισφορά αλληλεγγύης, κατά 30%-35%, που θα έδινε μια ανάσα κυρίως στα μεσαία εισοδήματα μισθωτών και μη μισθωτών.
«Σπίτι μου ΙΙ» & «Αναβαθμίζω το Σπίτι μου»: Αναρτήθηκαν οι προκηρύξεις για τα νέα προγράμματα
* Τη σταδιακή μείωση μέχρι και μηδενισμό του μη αναλογικού φόρου επιτηδεύματος που κυμαίνεται από 650 ευρώ έως και 1.000 ευρώ.
Επιπλέον μέτρα
Το ίδιο πρόγραμμα, χωρίς όμως χρονικό προσδιορισμό σε ό,τι αφορά την εφαρμογή τους, περιλάμβανε μέτρα όπως:
* Τη δεύτερη δόση μείωσης του φορολογικού συντελεστή για τις επιχειρήσεις από το 24% στο 20%.
* Τη σταδιακή μείωση της προκαταβολής φόρου για τις επιχειρήσεις από το 100% που είναι σήμερα. Ενα πρώτο βήμα θα γίνει φέτος και οι πληροφορίες μιλούν για μείωση έως και 50%. Ωστόσο, η κίνηση είναι δημοσιονομικά ουδέτερη. Τούτο διότι, αν δεν γίνει η μείωση της προκαταβολής φόρου φέτος με δεδομένη τη μείωση των φορολογικών συντελεστών για τα εισοδήματα του 2020, όσες επιχειρήσεις θα έχουν θετικά αποτελέσματα στο τέλος του χρόνου θα πάρουν τον επιπλέον φόρο που θα πληρώσουν ως προκαταβολή φέτος ως επιστροφή το 2021.
* Τη μείωση του βασικού συντελεστή ΦΠΑ από το 24% στο 22% και του μειωμένου από το 13% στο 11% σε ορίζοντα χρόνου.
Προτεραιότητες
Η λογική που υπάρχει στο οικονομικό επιτελείο είναι: Αν και όποτε μπορεί να δημιουργηθεί δημοσιονομικός χώρος ο οποίος θα μπορεί να έχει μια διατηρησιμότητα και τα επόμενα χρόνια, το πρόγραμμα των μειώσεων φόρων να προχωρήσει έστω και με την κρίση παρούσα. Προτεραιότητα θα έχουν τα μέτρα που θα βοηθούν τις επιχειρήσεις να ανακάμψουν από τις διαδοχικές κρίσεις και να δημιουργήσουν νέες θέσεις εργασίας ώστε η μείωση ενός φόρου να έχει και έντονο κοινωνικό «αποτύπωμα». Δεδομένο είναι ότι τέτοιου είδους μειώσεις φόρων επικροτούνται και από τους θεσμούς, καθώς θεωρούνται διαρθρωτικές αλλαγές και όχι απλώς ενισχύσεις εισοδημάτων.
Μια δεύτερη προτεραιότητα είναι να εξαλειφθούν το ταχύτερο δυνατόν οι φόροι οι οποίοι γεννήθηκαν ως ανάγκη για την αύξηση των εσόδων κατά την περίοδο των Μνημονίων και βαραίνουν τα εισοδήματα επιχειρήσεων και νοικοκυριών. Με αυτά τα δεδομένα, η πρώτη προσπάθεια μείωσης φόρων θα βάλει ξανά στο τραπέζι τη μείωση της εισφοράς αλληλεγγύης, του τέλους επιτηδεύματος, του συντελεστή των επιχειρήσεων από το 24% στο 20% και του ΕΝΦΙΑ.
Οι μειώσεις ΦΠΑ, παρότι η Ελλάδα έχει υψηλούς συντελεστές, μεταφέρονται αργότερα, αφού μια τέτοια μείωση έχει μεγάλο κόστος (περίπου 800 εκατ. ευρώ για οριζόντια μείωση ενός συντελεστή), ενώ το αποτέλεσμα στις τιμές και στα εισοδήματα είναι αμφίβολο. Μια πιθανότητα είναι, αν χρειαστεί, να γίνουν στοχευμένες παρεμβάσεις σε συγκεκριμένους κλάδους, όπως ήδη έγινε για τον τουρισμό.
Οι παράγοντες που θα «ξεκλειδώσουν» τις φοροελαφρύνσεις
Το πότε, πώς και με ποια ταχύτητα θα προχωρήσει και θα ολοκληρωθεί το πρόγραμμα των μειώσεων φόρων θα εξαρτηθεί από παράγοντες:
* Ο πρώτος και προφανής θα είναι η πορεία της κρίσης. Αν δηλαδή υπάρξει αναζωπύρωση της υγειονομικής κρίσης μέσα στο χρόνο ή τους χειμερινούς μήνες, η προτεραιότητα θα δοθεί να στηριχθούν και πάλι επιχειρήσεις και εργαζόμενοι που θα μπουν σε ένα νέο κύκλο αναστολών και περιορισμών.
* Ο δεύτερος είναι ο διαθέσιμος δημοσιονομικός χώρος, που θα είναι αποτέλεσμα δύο επιμέρους στοιχείων: από τον καθορισμό των δημοσιονομικών στόχων για τα έτη από το 2021 και μετά. Χθες ο υπουργός Οικονομικών κ. Χρήστος Σταϊκούρας μιλώντας στο CNBC άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο αναστολής των όποιων στόχων για κάθε χώρα. Η διαπραγμάτευση για πολύ χαμηλούς στόχους και το 2021 θα γίνει στο Eurogroup. Σημειώνεται ότι κάθε 1% του ΑΕΠ χαμηλότερος στόχος από το 3,5% του ΑΕΠ που ίσχυε πριν από την κρίση για την Ελλάδα απελευθερώνει δημοσιονομικό χώρο 1,85 δισ. ευρώ για ελαφρύνσεις. Το δεύτερο στοιχείο είναι η οριστικοποίηση του πακέτου των 32 δισ. ευρώ προς την Ελλάδα, η περιοδικότητα και οι δόσεις που θα εκταμιεύονται προς τη χώρα μας. Οι πόροι που θα έρχονται από την Ευρώπη θα αντικαθιστούν δαπάνες οι οποίες, διαφορετικά, θα γίνονταν από ίδιους πόρους, αδειάζοντας τα κρατικά ταμεία. Οι τελικές αποφάσεις για το Ταμείο Ανάκαμψης θα οριστικοποιήσουν και τα κονδύλια για κάθε χώρα, τις προϋποθέσεις, τα ορόσημα, τα ετήσια ποσά και τους ρυθμούς εκταμίευσης των δόσεων.
* Ο τρίτος παράγοντας, που θα είναι εξίσου καθοριστικός, είναι η ανάκαμψη της οικονομίας. Για φέτος κανείς δεν αρνείται ότι η οικονομία θα βρεθεί σε βαθιά ύφεση. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προβλέπει από τώρα συρρίκνωση 9,7% για το ΑΕΠ, ενώ οι εκτιμήσεις του ΥΠΟΙΚ κυμαίνονται από το 4,7% στο βασικό σενάριο μέχρι και 8,9% του ΑΕΠ με βάση το δυσμενές σενάριο, το οποίο περιλαμβάνει μια δεύτερη κρίση κορονοϊού εντός του έτους. Το μεγάλο ζητούμενο είναι η ανάπτυξη για το 2021 και τα επόμενα χρόνια. Το σενάριο του υπουργείου Οικονομικών είναι ότι μετά την ύφεση κατά 4,7% για φέτος θα ακολουθήσει ανάπτυξη 5,1% για το 2021, που θα αντισταθμίσει στο σύνολό της τη φετινή ύφεση. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, με τη σειρά της, προβλέπει ανάπτυξη 7,9% του ΑΕΠ τον επόμενο χρόνο. Κάθε μονάδα ανάπτυξης για τον επόμενο χρόνο θα αυξάνει ανάλογα και τα δημόσια έσοδα, αλλά και τη δυνατότητα του οικονομικού επιτελείου να προχωρήσει σε παρεμβάσεις στο επίπεδο των φόρων.
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου