Το 10ετές ομόλογο μετά το reopening που έκανε ο ΟΔΔΗΧ στις αρχές του μήνα που είχε πετύχει απόδοση 1,5% (έναντι επιτοκίου 3,9% της αρχικής έκδοσης τον περασμένο Μάρτιο) διαπραγματευόταν χθες σε αποδόσεις από 1,25% έως και 1,27% με τάση για περαιτέρω πτώση. Αντιστοίχως το ελληνικό πενταετές σπεύδει να συναντήσει μηδενικές αποδόσεις, αφού χθες διαπραγματευόταν με απόδοση 0,51% από 0,58% τη Δευτέρα.
Η πτώση είναι αποτέλεσμα της γενικότερης υποχώρησης των αποδόσεων των ομολόγων για όλους σχεδόν τους τίτλους της Ευρωζώνης αλλά ειδικά για την Ελλάδα έχει και ιδιαίτερα χαρακτηριστικά.
Μετά την πρώτη ώθηση που δόθηκε μετά την έξοδο της χώρας από το 3ο μνημόνιο οι αγορές ζητούσαν νέες καλές ειδήσεις για την Ελλάδα. Η αλλαγή οικονομικής πολιτικής και η έμφαση στην προώθηση επενδύσεων είχε ως αποτέλεσμα το ενδιαφέρον των ξένων επενδυτών που εκδηλώθηκε και κατά τις συναντήσεις της ελληνικής αποστολής υπό τον υπουργό Οικονομικών κ. Χρήστο Σταϊκούρα στην Ουάσιγκτον στο περιθώριο της φθινοπωρινής συνόδου του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας.
Το καλό χαρτί με το οποίο παρουσιάστηκε η ελληνική ομάδα ήταν το σχέδιο «Ηρακλής» με το οποίο το υπουργείο Οικονομικών φιλοδοξεί να μειώσει το βουνό των κόκκινων δανείων κατά περίπου 30 δισ. ευρώ. Με τον τρόπο αυτό η Ελλάδα έκανε μια επίσημη δήλωση στις διεθνείς αγορές ότι αντιμετωπίζει το πιο σοβαρό πρόβλημα μετά το τεράστιο δημόσιο χρέος, εξυγιαίνοντας τις τράπεζές της οι οποίες αναμένεται να είναι κερδοφόρες από το τέλος του 2019.
Μάλιστα απαντά και στη μόνιμη σχετική παρατήρηση των οίκων αξιολόγησης οι οποίοι διστάζουν να προχωρήσουν σε νέα αναβάθμιση του αξιόχρεου της οικονομίας παρά τη μεγάλη πτώση των αποδόσεων των κρατικών τίτλων.
Ωστόσο την Παρασκευή η S&P στη νέα αξιολόγησή της για την ελληνική οικονομία αναμένεται να ανοίξει έναν νέο κύκλο αναβαθμίσεων για την πιστοληπτική ικανότητα της χώρας. Αναλυτές εκτιμούν ότι θα αναβαθμίσει την Ελλάδα από το Β+ που μας έχει αξιολογήσει από τον Ιούλιο του 2018 τουλάχιστον στο ΒΒ- όπου μας έχει αναβαθμίσει από πέρσι τον Αύγουστο ο οίκος Fitch. Aν την αναβάθμιση της S&P ακολουθήσει και ο – μικρότερος – οίκος DBRS την 1η Νοεμβρίου τότε το κέρδος θα είναι μεγαλύτερο.
Τούτο διότι πλέον η Ελλάδα θα έχει κάνει ένα βήμα προς την κατάκτηση της ελάχιστης επενδυτικής θέσης (BBB-) την οποία κάνει αποδεκτή η ΕΚΤ για να εντάξει μια χώρα στην ποσοτική χαλάρωση μειώνοντας τα σκαλιά από τα 4 στα 3.
Αυτό γίνεται γιατί η πλειοψηφία των μεγαλύτερων οίκων αξιολόγησης θα έχει βαθμολογήσει την Ελλάδα με ΒΒ- με μόνη εξαίρεση τη Moody’s η οποία διατηρεί την Ελλάδα στη βαθμίδα Β1 από τον Μάρτιο του 2019 που κατ’ αντιστοιχία είναι μια βαθμίδα χαμηλότερα από τους άλλους οίκους αξιολόγησης.
Από το σημείο αυτό και πέρα η Ελλάδα θα πρέπει να επιταχύνει την ανάπτυξη και να ολοκληρώσει μεταρρυθμίσεις αν θέλει να πετύχει την επενδυτική βαθμίδα πριν το τέλος του 2020.
Από την έντυπη έκδοση