Από τον πίνακα της έκθεσης προκύπτει ότι ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης προβλέπει ρυθμό ανάπτυξης 2,1% φέτος και 2% το 2020.
Ο ΟΟΣΑ τονίζει ότι η διασφάλιση της δημοσιονομικής αξιοπιστίας απαιτεί τη συνέχιση της επίτευξης των μεσοπρόθεσμων δημοσιονομικών στόχων: «Η συνέχιση της προόδου στη μείωση των υψηλών ανοιγμάτων των τραπεζών σε μη εξυπηρετούμενα δάνεια θα απαιτήσει πιο βαθειά μέτρα. Πρόσθετες μεταρρυθμίσεις χρειάζονται για την ενίσχυση της παραγωγικότητας και των επενδύσεων, τη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος και την αύξηση των δεξιοτήτων».
Ο ΟΟΣΑ αναφέρεται στην αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 11% στα 650 ευρώ τον μήνα και την κατάργηση του υποκατώτατου μισθού για τους νέους φέτος τον Φεβρουάριο, σημειώνοντας ότι με τις αυξήσεις αυτές, ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα σε σχέση με τον μέσο μισθό πλησιάζει τον μέσο όρο των χωρών του Οργανισμού: «Η αύξηση θα μειώσει τη φτώχεια των εργαζομένων, αλλά ενέχει τον κίνδυνο να συμβάλει στην άτυπη εργασία και την επιβράδυνση των κερδών στον αριθμό των θέσεων εργασίας, δεδομένης της ασθενούς παραγωγικότητας».
Όσον αφορά στα δημοσιονομικά, η έκθεση αναφέρει ότι το πρωτογενές πλεόνασμα του προϋπολογισμού ανήλθε στο 4,2% του ΑΕΠ το 2018. Τα ισχυρά έσοδα – όπως αυτά του ΦΠΑ από τις δαπάνες των τουριστών – και οι χαμηλότερες από τις προγραμματισμένες δημόσιες επενδύσεις συνέβαλαν στην υπεραπόδοση, σημειώνει.
Για τον προϋπολογισμό του 2019 σημειώνει ότι διατηρείται ο στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ, αλλά «υπάρχουν κίνδυνοι στη διαχείριση των δαπανών λόγω των ληξιπρόθεσμων πληρωμών και τις πιέσεις στις δαπάνες μισθοδοσίας του Δημοσίου που προκύπτουν κυρίως από δικαστικές αποφάσεις».
Για τα πρόσφατα δημοσιονομικά μέτρα, ο ΟΟΣΑ σημειώνει ότι θα μειώσουν τα φορολογικά έσοδα, κυρίως με τη μείωση ορισμένων συντελεστών ΦΠΑ και την αύξηση των δαπανών, κυρίως για τις συντάξεις, από το 2019. «Τα μελλοντικά δημοσιονομικά μέτρα πρέπει να έχουν ως προτεραιότητα τις επενδύσεις στις υποδομές και τις δεξιότητες, την καταπολέμηση της φτώχειας και τη βελτίωση της αποτελεσματικότητα των δημόσιων δαπανών και των ελέγχων. Τα μέτρα αυτά, μαζί με τη μεγαλύτερη πρόοδο στις μεταρρυθμίσεις για την ενίσχυση της δημόσιας διοίκηση, την ανάπτυξη της εξωδικαστικής μεσολάβησης και την ιδιωτικοποίηση κρατικών ενεργειακών περιουσιακών στοιχείων θα βελτιώσουν την ανταγωνιστικότητα και θα μειώσουν τα εμπόδια στην ανάπτυξη των επιχειρήσεων, ενώ θα στηρίξουν τους μεσοπρόθεσμους δημοσιονομικούς στόχους», τονίζει η έκθεση.
Η έκθεση καταλήγει, σημειώνοντας: «Αποκλίσεις από την τρέχουσα μεσοπρόθεσμη δημοσιονομική στρατηγική θα υπονόμευε τα κέρδη στη δημοσιονομική αξιοπιστία. Οι καθυστερήσεις στις μεταρρυθμίσεις για τη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, της ανταγωνιστικότητας και της υγείας των τραπεζών θα δημιουργούσαν καθοδικούς κινδύνους στην προβλεπόμενη ανάκαμψη των επενδύσεων. Μία πτώση του τουρισμού ως αποτέλεσμα ενός άτακτου Brexit θα μπορούσε να οδηγήσει σε μία μεγαλύτερη επιβράδυνση των εξαγωγών. Τα πρόσφατα μέτρα που ελήφθησαν για την αντιμετώπιση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε ταχύτερα από το αναμενόμενο αποτελέσματα, ενισχύοντας την εμπιστοσύνης και βελτιώνοντας περαιτέρω τις επενδυτικές προοπτικές».
Αναλυτικά η ανάλυση του ΟΟΣΑ για την Ελλάδα στη σημερινή έκθεσή του έχει ως εξής:
«Η οικονομική ανάκαμψη προβλέπεται να διατηρήσει τον πρόσφατο ρυθμό της, με το ΑΕΠ να αυξάνεται στο 2% ή ελάχιστα υψηλότερα τόσο το 2019 όσο και το 2020. Η εγχώρια ζήτηση θα συμβάλει περισσότερο στην ανάπτυξη σε σύγκριση με το πρόσφατο παρελθόν, ισοσταθμίζοντας τη μετριαζόμενη αύξηση των εξαγωγών. Οι επενδύσεις αναμένεται να αρχίσουν να ανακάμπτουν, καθώς βελτιώνονται οι χρηματοδοτικές συνθήκες. Τα υψηλότερα εισοδήματα των νοικοκυριών, λόγω της πρόσφατης αύξησης του κατώτατου μισθού και της αύξησης της απασχόλησης, θα στηρίξουν την κατανάλωση των νοικοκυριών.
Το πρωτογενές πλεόνασμα συνεχίζει να ξεπερνά τους μεσοπρόθεσμους στόχους, η πρόσβαση στις διεθνείς αγορές ομολόγων βελτιώνεται και τα μαξιλάρια διαθεσίμων είναι σημαντικά. Η διατήρηση της δημοσιονομικής αξιοπιστίας προϋποθέτει ότι θα συνεχιστεί η επίτευξη των μεσοπρόθεσμων δημοσιονομικών στόχων. Θα χρειαστούν βαθύτερα μέτρα, ώστε να συνεχιστεί η πρόοδος στο πεδίο της μείωσης των μη εξυπηρετουμένων δανείων. Επιπλέον μεταρρυθμίσεις είναι αναγκαίες για να στηριχθούν η παραγωγικότητα και οι επενδύσεις, να βελτιωθεί το επιχειρηματικό περιβάλλον και να αυξηθούν οι δεξιότητες.
Η ανάκαμψη διατηρεί τη δυναμική της
Η ελληνική οικονομία αναπτύχθηκε το 2018 κατά 1,9%, τον υψηλότερο ρυθμό ανάπτυξης από την αρχή της κρίσης. Οδηγοί για την ανάκαμψη ήταν η ισχυρή, ευρείας βάσεως ανάπτυξη των εξαγωγών και η ιδιωτική κατανάλωση. Μερικοί από τους τομείς που κατέγραψαν τις μεγαλύτερες απώλειες, όπως η οικοδομή και η αγορά ακινήτων, ανακάμπτουν επιτέλους, καθώς το ρεκόρ στις τουριστικές αφίξεις οδηγεί σε νέες εξελίξεις στη διαμονή.
Οι επενδύσεις παρέμειναν σταθερές, αλλά στο χαμηλό επίπεδο του 11,6% του ΑΕΠ το 2018. Ο τραπεζικός δανεισμός αυξάνεται σε ορισμένους τομείς και η ζήτηση για δανεισμό για μεγάλα έργα αυξάνεται, ενώ τα επιτόκια δανεισμού των επιχειρηματικών δανείων μειώνονται. Η ρευστότητα των τραπεζών βελτιώνεται, καθώς οι καταθέσεις συνεχίζουν να αυξάνονται και οι τράπεζες έχουν αποπληρώσει πλήρως τη χρηματοδότηση έκτακτης ανάγκης από την κεντρική τράπεζα. Ξένοι επενδυτές έχουν ανακοινώσει ορισμένα μεγαλύτερα projects, αλλά οι επενδυτικές εισροές δεν έχουν αυξηθεί ακόμα. Οι ιδιωτικοποιήσεις, που μπορούν να προσελκύσουν νέα χρηματοδότηση, προχωρούν πιο αργά απ’ ό,τι αναμενόταν.
Προτεραιότητες η μείωση των «κόκκινων» δανείων και η βελτίωση της δημιουργίας θέσεων εργασίας
Οι τράπεζες σημειώνουν πρόοδο στα υψηλά επίπεδα μη εξυπηρετούμενων δανείων, τα οποία μειώθηκαν στο 44,7% των δανείων τον Δεκέμβριο του 2018. Οι ηλεκτρονικοί πλειστηριασμοί γίνονται πιο συχνοί, ενώ έχουν αυξηθεί και οι κατασχέσεις. Η κυβέρνηση εισάγει πιο αποδοτικά μέτρα για τα μη εξυπηρετούμενα στεγαστικά δάνεια και τα δάνεια μικρών επιχειρήσεων με ενέχυρο πρώτης κατοικίας με σχετικά γενναιόδωρα εισοδηματικά, περιουσιακά και δανειακά κριτήρια.
Ο κατώτατος μισθός αυξήθηκε κατά 11% στα 650 ευρώ τον μήνα και ο υποκατώτατος μισθός για τους νέους καταργήθηκε τον Φεβρουάριο. Οι αυξήσεις οδηγούν τον κατώτατο μισθό της Ελλάδας σε συνάρτηση με τον μέσο μισθό κοντά στο μέσο των χωρών του ΟΟΣΑ. Η αύξηση θα μειώσει τη φτώχεια των απασχολούμενων, αλλά υπάρχει κίνδυνος να ενθαρρύνει την αδήλωτη εργασία και να επιβραδύνει τα οφέλη στην απασχόληση, με δεδομένη την αδύναμη παραγωγικότητα.
Το πρωτογενές πλεόνασμα εξακολούθησε να ξεπερνά τους μεσοπρόθεσμους στόχους, φθάνοντας το 4,2% του ΑΕΠ το 2018. Η δύναμη των εσόδων, όπως η ώθηση στα έσοδα από τον ΦΠΑ των τουριστικών δαπανών, και η υποεκτέλεση δαπανών για επενδύσεις συνέβαλαν στην υπεραπόδοση. Ο προϋπολογισμός του 2019 διατηρεί στο 3,5% του ΑΕΠ τον στόχο του πρωτογενούς πλεονάσματος. Ωστόσο, υπάρχουν κίνδυνοι στη διαχείριση των δαπανών, εξαιτίας ληξιπρόθεσμων οφειλών και πιέσεων για μισθολογικές δαπάνες του Δημοσίου κυρίως λόγω δικαστικών αποφάσεων. Πρόσφατες ανακοινώσεις θα περιορίσουν τα φορολογικά έσοδα, κυρίως μειώνοντας επιλεγμένους συντελεστές ΦΠΑ και αυξάνοντας τις δαπάνες, κυρίως για συντάξεις, από το 2019. Εκτός από τα μέτρα αυτά, η κυβέρνηση ανακοίνωσε την επιθυμία της να συζητήσει με τους Ευρωπαίους εταίρους τη δυνατότητα μείωσης του στόχου για τα πρωτογενή πλεονάσματα από το 3,5% του ΑΕΠ στο 2,5% το 2020 και να χρησιμοποιήσει τα μεγάλα συσσωρευμένα μαξιλάρια διαθεσίμων, για να καλύψει τη διαφορά.
Τα μελλοντικά δημοσιονομικά μέτρα πρέπει να δώσουν προτεραιότητα στις επενδύσεις στις υποδομές και τις δεξιότητες, στην καταπολέμηση της φτώχειας και τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας και των ελέγχων των δημοσίων δαπανών. Τα μέτρα αυτά, μαζί με μεγαλύτερη πρόοδο στις μεταρρυθμίσεις για να ενισχυθεί η Δημόσια Διοίκηση, να αναπτυχθεί ο εξωδικαστικός συμβιβασμός και να ιδιωτικοποιηθούν κρατικά περιουσιακά στοιχεία του τομέα της ενέργειας, θα βελτίωναν την ανταγωνιστικότητα και θα μείωναν τα εμπόδια στην ανάπτυξη, στηρίζοντας παράλληλα τους μεσοπρόθεσμους δημοσιονομικούς στόχους.
Η αναζωογόνηση των επενδύσεων κομβική για να διατηρηθεί η ανάκαμψη
Η ανάπτυξη προβλέπεται να παραμείνει κοντά στο 2% το 2019-20. Η αύξηση των εξαγωγών προβλέπεται να μετριαστεί με πιο ήπια εξωτερική ζήτηση και ανανεωμένο ανταγωνισμό από άλλες τουριστικές αγορές. Η αναμενόμενη τόνωση των επενδύσεων ακολουθεί την αναμενόμενη πρόοδο στη μείωση των επιπέδων έκθεσης των τραπεζών σε «κόκκινα» δάνεια, στις ιδιωτικοποιήσεις και στην υλοποίηση ξένων επενδυτικών έργων.
Το μεγάλο συνεχιζόμενο παραγωγικό κενό και το κενό απασχόλησης θα περιορίσουν τις αυξήσεις μισθών και τη μετακύλισή τους στις τιμές.
Αποκλίσεις από την τρέχουσα μεσοπρόθεσμη δημοσιονομική στρατηγική θα ναρκοθετούσαν τα οφέλη στη δημοσιονομική αξιοπιστία. Καθυστερήσεις στις μεταρρυθμίσεις για τη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, της ανταγωνιστικότητας και της υγείας των τραπεζών θα δημιουργούσαν καθοδικά ρίσκα για την προβλεπόμενη ανάκαμψη των επενδύσεων. Πτώση του τουρισμού που σχετίζεται με άτακτο Brexit θα μπορούσε να οδηγήσει σε πιο απότομη επιβράδυνση στις εξαγωγές. Τα μέτρα που ελήφθησαν πρόσφατα για την αντιμετώπιση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων θα μπορούσαν να φέρουν αποτέλεσμα γρηγορότερα απ’ ό,τι αναμένεται, ενισχύοντας την εμπιστοσύνη και βελτιώνοντας περαιτέρω την επενδυτική προοπτική».