Εκατομμύρια νοικοκυριά που ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας στερούνται κάθε χρόνο κοινωνικών παροχών, κοινωνικών επιδομάτων και φορολογικών απαλλαγών, ενώ ταυτόχρονα υποχρεώνονται να καταβάλουν υπέρογκα ποσά φόρων εισοδήματος μόνο και μόνο επειδή, με την εφαρμογή των τεκμηρίων διαβίωσης -κυρίως για τα σπίτια στα οποία διαμένουν και τα Ι.Χ. αυτοκίνητα τα οποία κατέχουν-, εμφανίζονται με τεκμαρτά ετήσια εισοδήματα υψηλότερα αυτών που έχουν αποκτήσει στην πραγματικότητα.
Οι πλέον χαρακτηριστικές στρεβλώσεις που προκαλούνται από τα τεκμήρια διαβίωσης είναι οι ακόλουθες πέντε:
1) Επιπλέον φορολόγηση χαμηλόμισθων, χαμηλοσυνταξιούχων καθώς και μικρομεσαίων επαγγελματιών κι αγροτών με πολύ χαμηλά πραγματικά εισοδήματα ή με ζημιές: Λόγω της σημαντικής συρρίκνωσης των πραγματικών εισοδημάτων, την οποία έχει προκαλέσει η πολυετής οικονομική κρίση, πολλά φυσικά πρόσωπα φορολογούνται κάθε χρόνο όχι με βάση τα πολύ χαμηλά εισοδήματα που απέκτησαν το εκάστοτε προηγούμενο έτος, αλλά με βάση τα πολύ πιο υψηλά ποσά τεκμαρτών εισοδημάτων που προκύπτουν με το σύστημα των τεκμηρίων διαβίωσης. Σε πολλές περιπτώσεις, οι διαφορές μεταξύ των πολύ χαμηλών πραγματικών εισοδημάτων και των πολύ υψηλών τεκμαρτών που προκύπτουν με βάση τα τεκμήρια διαβίωσης είναι αδύνατο να καλυφθούν με περισσεύματα εισοδημάτων ή εσόδων από παρελθόντα έτη, καθώς τα ποσά αυτά έχουν χρησιμοποιηθεί ήδη σχεδόν στο σύνολό τους για την κάλυψη τεκμηρίων στα προηγούμενα χρόνια.
Ας δούμε όμως ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα εργαζομένου με χαμηλό εισόδημα που επιβαρύνεται με επιπλέον φόρο εισοδήματος λόγω της εφαρμογής των τεκμηρίων διαβίωσης:
Εγγαμος φορολογούμενος με 2 ανήλικα παιδιά εργάζεται ως μισθωτός στον ιδιωτικό τομέα και λαμβάνει μηνιαίως 800 ευρώ. Διαμένει σε ιδιόκτητη μονοκατοικία 90 τ.μ. και κατέχει κι ένα Ι.Χ. αυτοκίνητο 1.750 κυβ. εκατοστών 9ετίας. Το εισόδημα που θα δηλώσει φέτος στην εφορία για το έτος 2018 θα ανέλθει σε 11.200 ευρώ (800 ευρώ x 14 = 11.200 ευρώ). Το τεκμαρτό εισόδημα που θα του προσδιορίσει η εφορία με την εφαρμογή των τεκμηρίων διαβίωσης θα προκύψει ως εξής: 2.500 ευρώ το ελάχιστο τεκμήριο διαβίωσης για τον έγγαμο + 4.620 ευρώ το τεκμήριο για τη χρήση της μονοκατοικίας των 90 τ.μ. {[(40 ευρώ ανά τ.μ. x 80 τ.μ.) + (65 ευρώ ανά τ.μ. Χ 10 τ.μ.)] x 1,2 = 4.620 ευρώ} + 5.320 ευρώ το τεκμήριο για τη χρήση του Ι.Χ. αυτοκινήτου = 12.940 ευρώ. Για τον υπολογισμό του φόρου εισοδήματος, στην περίπτωση του συγκεκριμένου φορολογούμενου, θα ληφθεί υπόψη το τεκμαρτό εισόδημα των 12.940 ευρώ, επειδή αυτό είναι μεγαλύτερο από το δηλωθέν των 11.200 ευρώ. Ως εκ τούτου, ο συγκεκριμένος φορολογούμενος θα φορολογηθεί για «εισόδημα» μεγαλύτερο κατά 1.740 ευρώ, από αυτό που απέκτησε στην πραγματικότητα. Στο ετήσιο τεκμαρτό εισόδημα των 12.940 ευρώ αντιστοιχεί φόρος εισοδήματος 846,80 ευρώ, ο οποίος υπολογίζεται λαμβανομένου υπόψη αφορολόγητου ορίου 9.090,91 ευρώ και με συντελεστή φόρου 22%, στο πέραν του ορίου αυτού ποσό. Αν λαμβανόταν υπόψη το δηλωθέν εισόδημα των 11.200 ευρώ, ο εν λόγω φορολογούμενος θα πλήρωνε μόλις 464 ευρώ.
2) Απρόσμενη επιπλέον φορολόγηση μισθωτών, συνταξιούχων, αγροτών και περιστασιακά απασχολουμένων και μέσω της μη κάλυψης του απαιτούμενου ποσού δαπανών για την κατοχύρωση του αφορολογήτου:
Χριστούγεννα 2024: Συναγερμός από την VISA για τις αγορές σας - 10 συμβουλές για να αποφύγετε τους απατεώνες
Οπως είναι γνωστό, κάθε μισθωτός, συνταξιούχος και κατ’ επάγγελμα αγρότης, για να δικαιούται έκπτωσης φόρου έως 1.900-2.100 ευρώ, η οποία ισοδυναμεί με αφορολόγητο όριο εισοδήματος έως 8.636-9.545 ευρώ, πρέπει κατά τη διάρκεια του προηγούμενου έτους να έχει εξοφλήσει με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής (με πιστωτικές ή χρεωστικές κάρτες ή μέσω e-banking) -ή με μετρητά αν είναι ηλικίας 70 ετών και άνω- δαπάνες για αγορές αγαθών ή παροχή υπηρεσιών συνολικού ύψους ίσου με ποσοστό:
– 10% του ετησίου εισοδήματός του, πραγματικού ή τεκμαρτού, εφόσον το εισόδημα αυτό ανέρχεται έως 10.000 ευρώ,
– 10% επί των πρώτων 10.000 ευρώ και 15% επί του υπερβάλλοντος ποσού, εφόσον το ετήσιο -πραγματικό ή τεκμαρτό- ατομικό του εισόδημα ανέρχεται σε 10.001 έως και 30.000 ευρώ και
– 10% επί των πρώτων 10.000 ευρώ, 15% επί των επόμενων 20.000 ευρώ και 20% επί του υπερβάλλοντος ποσού, εφόσον το ετήσιο -πραγματικό ή τεκμαρτό- εισόδημά του ξεπερνά τις 30.000 ευρώ.
Σε κάθε περίπτωση κατά την οποία το τεκμαρτό εισόδημα, δηλαδή αυτό που προκύπτει από την εφαρμογή των τεκμηρίων διαβίωσης, είναι μεγαλύτερο του δηλωθέντος και η επιπλέον διαφορά δεν καλύπτεται από τον φορολογούμενο, το ύψος των ετησίων δαπανών για αγορές αγαθών και λήψη υπηρεσιών που πρέπει να έχουν πραγματοποιηθεί για να κατοχυρωθεί το αφορολόγητο προσδιορίζεται ως ποσοστό επί του (υψηλότερου) τεκμαρτού κι όχι επί του (χαμηλότερου) δηλωθέντος εισοδήματος. Αν ο φορολογούμενος, νομίζοντας ότι λαμβάνεται υπόψη το πραγματικό δηλωθέν εισόδημα, έχει αρκεστεί κατά τη διάρκεια του 2018 να πραγματοποιήσει -με «πλαστικό χρήμα» ή μέσω e-banking ή με μετρητά αν εξαιρείται από τους υπόχρεους πληρωμής με ηλεκτρονικά μέσα- δαπάνες που αντιστοιχούν σε ποσοστό επί του δηλωθέντος κι όχι επί του τεκμαρτού εισοδήματος, τότε θα βρεθεί προ δυσάρεστης έκπληξης, καθώς θα διαπιστώσει ότι έχει αφήσει «ακάλυπτο» το ποσό της απαιτούμενης δαπάνης για την κατοχύρωση της έκπτωσης φόρου και θα υποχρεωθεί να καταβάλει φόρο 22% επί του «ακάλυπτου» αυτού ποσού.
Π.χ., εάν το συνολικό πραγματικό εισόδημα έτους 2018 ενός μισθωτού φορολογούμενου είναι 10.000 ευρώ και το τεκμαρτό είναι 15.000 ευρώ, τότε το συνολικό ποσό των δαπανών που πρέπει να έχει εξοφλήσει με «πλαστικό χρήμα» ή μέσω e-banking δεν ανέρχεται σε 1.000 ευρώ (10% x 10.000 ευρώ), αλλά σε 1.750 ευρώ {(10% x 10.000 ευρώ) + (15% x 5.000 ευρώ)}. Αν ο μισθωτός, νομίζοντας ότι λαμβάνεται υπόψη το πραγματικό δηλωθέν εισόδημα, έχει αρκεστεί κατά τη διάρκεια του 2018 να εξοφλήσει με «πλαστικό χρήμα» ή μέσω e-banking δαπάνες μόνο 1.000 ευρώ, αντί για 1.750 ευρώ, τότε για τα 750 ευρώ που θα μείνουν «ακάλυπτα» θα κληθεί να καταβάλει φόρο 22%, δηλαδή θα επιβαρυνθεί με επιπλέον φόρο 198 ευρώ (750 ευρώ x 22% = 165 ευρώ).
Παρόμοιο πρόβλημα θα αντιμετωπίσουν και χιλιάδες κατά κύριο επάγγελμα αγρότες, οι οποίοι κατά τη διάρκεια του 2018 απέκτησαν πολύ χαμηλά πραγματικά εισοδήματα ή είχαν ζημιές από την άσκηση των δραστηριοτήτων τους, αλλά τα τεκμήρια εκτοξεύουν στα ύψη τα τελικά φορολογητέα εισοδήματά τους.
Διαβάστε ολόκληρο το ρεπορτάζ στην έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου