Χαρακτηριστικά ανέφερε, μιλώντας στην Επιτροπή Απολογισμού και Ισολογισμού του Κράτους, βασιζόμενος στην τελευταία Έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής, ότι θα περάσουν χρόνια μέχρι να αποκατασταθεί η ευημερία και το εισόδημα στα προ κρίσης χρόνια.
«Θα περάσουν χρόνια μέχρι να αποκατασταθεί σε ένα συνολικό επίπεδο η ευημερία και το εισόδημα. Θα ήθελα να μετριάσω τις υπερβολικές αισιοδοξίες που ακούγονται. Δεν υπάρχουν μαγικές λύσεις ούτε μπορεί η χώρα σε 1-2 χρόνια να αποκαταστήσει τη ζημιά που υπέστη σε 8- 9 χρόνια. Θα πάρει καιρό. Σίγουρα θα είμαστε για καιρό κάτω από το επίπεδο που ήμασταν το 2010. Έχουμε ένα τεράστιο στοκ δημόσιου χρέους, κόκκινα δάνεια, τεράστια ληξιπρόθεσμα χρέη ιδιωτών, μειωμένο κεφαλαιακό απόθεμα, έχει μειωθεί δραματικά το απόθεμα κεφαλαίου που έχει αυτή η χώρα για να παράγει, δηλαδή οι επενδύσεις. Το εργατικό δυναμικό έχει συρρικνωθεί και λόγω της μετανάστευσης στο εξωτερικό και ποιοτικά γιατί έχει γίνει στα πιο μορφωμένα κομμάτια του εργατικού δυναμικού.
Αυτά είναι προβλήματα που θα μείνουν για κάποια χρόνια. Το θέμα είναι αν η διαχείριση αυτή των προβλημάτων γίνονται με τρόπο που να οδηγεί σε σωστή κατεύθυνση ή όχι. Είναι προβλήματα που δεν θα λυθούν γρήγορα».
Συγκρατημένος εμφανίστηκε ο κ. Κουτεντάκης και για το θέμα του κατώτατου μισθού λέγοντας πως αν υπάρξει μείωση του αφορολόγητου ένα μεγάλο κομμάτι από την αύξηση ή και ολόκληρη μπορεί να χαθεί. Εντύπωση μάλιστα προκάλεσε η φράση του ότι όσα υπάρχουν μέσα στην έκθεση του γραφείου προϋπολογισμού της Βουλής για το κατώτατο μισθό είναι εικασίες και οχι ποσοτικές εκτιμήσεις που μπορεί να επιδειχθούν.
«Με την μείωση του αφορολόγητου ένα κομμάτι ή ολόκληρη η αύξηση μπορεί να χαθεί. Υπάρχουν περιπτώσεις που η αύξηση του κατώτατου μισθού μπορεί να αυξήσει την απασχόληση άλλες που μπορεί να μειώσει την απασχόληση. Δε γνωρίζουμε μέχρι τώρα πιο είναι το κριτήριο σε ποιες περιπτώσεις θα την αυξήσει και σε ποιες θα την μειώσει. Δεν είναι απλή υπόθεση να προβλέψει κανείς το τι θα γίνει γι’ αυτό κι εμείς καταγράφουμε την άγνοια που υπάρχει γενικώς.
Η επίπτωση στην απασχόληση εξαρτάται από το πως θα το αντιληφθεί η επιχείρηση. Το 2012 όταν μειώθηκε ο κατώτατος μισθός δεν υπήρξε αύξηση της απασχόλησης αλλά μείωση της απασχόλησης γιατί η οικονομία βρισκόταν σε σοβαρή ύφεση.
Σήμερα αν η οικονομία συνεχίσει να πηγαίνει καλά αυτή η πίεση μπορεί να λειτουργήσει θετικά για την απασχόληση ακόμα και με αύξηση του μισθολογικού κόστους. Όλα αυτά όμως είναι εικασίες και όχι ποσοτικές εκτιμήσεις που μπορώ να αποδείξω».
Όσον αφορά το θέμα της ολοκλήρωσης των προαπαιτούμενων προκειμένου να εκταμιευθεί η δόση του 1 δισεκατομμυρίου στο Eurogroup της 11 Μαρτίου ο κ. Κουτεντάκης ήταν σαφής
«Μία αστοχία στην εκταμίευση έχει τρία προβλήματα: το πρώτο είναι πως στερούνται ποσά από τα ταμεία, το δεύτερο ότι θα σταλεί κακό μήνυμα για την πορεία της χώρας , ενώ το τρίτο είναι πως κάποια από τα προαπαιτούμενα είναι ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις του κράτους π.χ. επιλογές γ.γ. μέσω ΑΣΕΠ»
Για τα ληξιπρόθεσμα χρέη του Δημοσίου σε ιδιώτες ο κ. Κουτεντάκης απέδωσε τις καθυστερήσεις στην γραφειοκρατία και στην αδυναμία καλής λειτουργίας των κρατικών υπηρεσιών.
«Έχουμε μείωση. Υπήρχε πρόβλεψη να τελειώσουν το 2018 αλλά αυτο δεν έγινε. Οι υπηρεσίες έχουν χρήματα να πληρώσουν αλλά δεν πληρώνουν γιατί οι οικονομικές υπηρεσίες δεν μπορούν να ολοκληρώσουν τις διαδικασίες πληρωμών. Μπορεί να υπάρχει μια δικαστική εκκρεμότητα. Υπάρχουν και οργανωτικές και τεχνικές αδυναμίες ή διαδικαστικού λόγοι που δεν μπορεί να κάνει την πληρωμή η υπηρεσία. Κρίσιμο είναι να μπορούν οι οικονομικές υπηρεσίες να εκτελούν τις πληρωμές τους στην ώρα τους, ούτε να συσσωρεύουν απλήρωτα τιμολόγια, ούτε να αφήνουν τους όποιους προμηθευτές απλήρωτους, ούτε να υπάρχει μία συνεχής υποχρέωση του ελληνικού Δημοσίου απέναντι στους ιδιώτες. Το κύριο είναι η τεχνογνωσία των οικονομικών υπηρεσιών».
Σαφώς αρνητική θέση πήρε ο κ. Κουγεντάκης και για τις τροπολογίες που έρχονται συχνά στη Βουλή με τις οποίες νομιμοποιούνται δαπάνες του Δημοσίου.
«Είναι μια πρακτική δεκαετιών του ελληνικού κράτους και είναι πρόβλημα γιατί σημαίνει ότι κάτι δε λειτουργεί καλά ή ότι κάποιος δεν μπορεί να εφαρμόσει καλά το πλαίσιο και έρχεται ο νομοθέτης να πει ότι αλλάζω ειδικά το νόμο για αυτή την περίπτωση για να πληρωθεί κατά παρέκκλιση των διατάξεων. Λύνεται το πρόβλημα με ένα τρόπο που δεν είναι ο ενδεδειγμένος».
Αίσθηση προκάλεσε νωρίτερα η τοποθέτηση του βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Δημήτρη Μάρδα για τις δικαστικές αποφάσεις που κρίνουν αντισυνταγματικές μνημονιακές περικοπές. Ο κ. Μάρδας άφησε να εννοηθεί ότι πάνω από τις δικαστικές αποφάσεις βρίσκονται οι ευρωπαϊκές συνθήκες και συμφωνίες που υπερτερούν ακόμη και του Συντάγματος. « Η αίσθηση μου είναι ότι οι ευρωπαϊκές συνθήκες και συμφωνίες είναι πιο ισχυρές από το Σύνταγμα. Οταν ήρθα στη χώρα για κύρωση όσα άρχισαν το 1992 με την βοήθεια των οποίων δομήθηκε η νομισματική πολιτική δεν είδαμε όπως είδαμε σε άλλες χώρες την οποία προσφυγή στα δικαστήρια ώστε να πούμε πως όσα έρχονταν είναι αντισυνταγματικά. Αρα τότε όλα έγιναν αποδεκτά.»