Το γεγονός αυτό έχει προβληματίσει έντονα μικρές, μεσαίες, αλλά και μεγάλες ελληνικές επιχειρήσεις σχετικά με το μέλλον τους στη γείτονα, καθώς η διολίσθηση του τουρκικού νομίσματος αφενός επηρεάζει την καταναλωτική ζήτηση και αφετέρου δημιουργεί προβλήματα στις εταιρίες που έχουν δανεισμό σε ξένο νόμισμα.
Με ανακοίνωσή του το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Πειραιώς (ΕΒΕΠ) αναφέρεται στα οικονομικά στοιχεία των διμερών συναλλαγών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας και εκφράζει τις εκτιμήσεις του για τους κραδασμούς και τις επιπτώσεις που θα έχει η οικονομική κρίση της γειτονικής χώρας στην ελληνική οικονομία.
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της περυσινής χρονιάς, οι οικονομικές σχέσεις Ελλάδας-Τουρκίας ενισχύθηκαν, το διμερές εμπόριο αυξήθηκε σταθερά, ελληνικές επιχειρήσεις επένδυσαν στη γειτονική χώρα, ενώ τουρκικά κεφάλαια τοποθετήθηκαν αντίστοιχα στην Ελλάδα, με έμφαση στον τουριστικό τομέα, τις μαρίνες, τα ξενοδοχεία και άλλα ακίνητα. «Συγκριτικά πάντως με το μεγάλο μέγεθος της τουρκικής αγοράς, αλλά και της γειτνίασης, ο όγκος των εμπορικών σχέσεων είναι σχετικά περιορισμένος, αλλά με σημαντικές προοπτικές ανάπτυξης, εφόσον βέβαια επιλυθούν τα χρονίζοντα εθνικά θέματα», σημειώνει το ΕΒΕΠ.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛ.ΣΤΑΤ., που αφορούν στο 2017, έτος κατά το οποίο άρχισε να οξύνεται η ένταση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, το διμερές εμπόριο είχε ανοδική πορεία. Αναλυτικά, ο όγκος του διμερούς εμπορίου των δύο χωρών το 2017 αυξήθηκε κατά 24,2%, από τα 2,73 δισ. ευρώ το 2016 στα 3,39 δισ. ευρώ το 2017. Η διεύρυνση των εμπορικών ανταλλαγών αποδίδεται κυρίως στη μεγάλη άνοδο των ελληνικών εξαγωγών κατά το περασμένο έτος, με αποτέλεσμα το εμπορικό ισοζύγιο, από ελλειμματικό το 2016, να έχει μετατραπεί σε πλεονασματικό για την Ελλάδα το 2017.
Η αξία των ελληνικών εξαγωγών το 2016 ανήλθε σε 1,35 δισ. ευρώ και οι εισαγωγές από την Τουρκία ανήλθαν σε 1,38 δισ. ευρώ, με το ισοζύγιο να είναι ελλειμματικό σε βάρος της Ελλάδας κατά 23,2 εκατ. ευρώ. Η κατάσταση όμως άλλαξε ριζικά το 2017, καθώς η αξία των ελληνικών εξαγωγών προς την Τουρκία εκτινάχθηκε στο ποσό των 1,95 δισ. ευρώ, καταγράφοντας αύξηση 44,4%. Μάλιστα, πέρυσι η Τουρκία αποτέλεσε τον τρίτο μεγαλύτερο προορισμό για την Ελλάδα -μετά την Ιταλία και τη Γερμανία- καθώς απορρόφησε το 6,9% του συνόλου των εξαγωγών μας έναντι 5,4% το 2016.
«Είναι σαφές ότι η επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης της Τουρκίας θα επηρεάσει αισθητά τις ελληνικές εξαγωγές φέτος, παρά το γεγονός ότι δεν υπάρχουν ακόμα διαθέσιμα συγκριτικά στοιχεία για το πρώτο εξάμηνο του 2018. Το αντίστοιχο ποσοστό για την Τουρκία, δηλαδή η αναλογία των εξαγωγών προς την Ελλάδα επί του συνόλου των τουρκικών εξαγωγών, είναι ελάχιστη. Οι εισαγωγές από την Τουρκία το 2017 ανήλθαν στο ποσό των 1,43 δισ. ευρώ καταγράφοντας αύξηση κατά 4,4%. Ωστόσο, το εμπορικό ισοζύγιο το 2017 ήταν πλεονασματικό υπέρ της Ελλάδας κατά 517,2 εκατ. ευρώ, ενώ το 2016 ήταν πλεονασματικό για την Τουρκία κατά 23,2 εκατ. ευρώ», επισημαίνει ο ΕΒΕΠ στην ανακοίνωσή του.
Ως προς το «καλάθι» των εξαγωγών, τα βασικότερα εξαγωγικά προϊόντα από την Ελλάδα, μετά τα πετρελαιοειδή, που απορροφά η Τουρκία είναι το βαμβάκι (πρώτη ύλη για την τουρκική κλωστοϋφαντουργία), τα βιομηχανικά προϊόντα πλαστικών και αλουμινίου, οι χαλκοσωλήνες, καθώς και μηχανολογικός και ηλεκτρολογικός εξοπλισμός. Αντίθετα, τα κυριότερα εισαγόμενα προϊόντα περιλαμβάνουν χάλυβα, πλαστικά, οχήματα, έτοιμα ενδύματα, έπιπλα και ψάρια ιχθυοκαλλιέργειας, ενώ γενικά μικρή είναι η συμμετοχή των τροφίμων με περίπου 7% στο σύνολο των εξαγωγών.
Επενδύσεις
Οπως δείχνουν τα στοιχεία από την επίσημη ιστοσελίδα του υπουργείου Οικονομικών της Τουρκίας και τα οποία παρουσιάζει το Ελληνοτουρκικό Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο, το σύνολο των ελληνικών επιχειρήσεων που έχουν επενδύσει στην Τουρκία μέχρι τον Δεκέμβριο του 2017 έφτασαν τις 754, καταγράφοντας αύξηση κατά 45% στο χρονικό διάστημα μεταξύ 2016-2017. Το ποσοστό αυτό αντιστοιχεί σε 250 εταιρίες επιπλέον μέσα σε ένα μόλις χρόνο. Οπως αναφέρει, δε, το Επιμελητήριο, «οι Ελληνες επιχειρηματίες, βλέποντας την ασφυκτική οικονομική πολιτική που ασκείται στην Ελλάδα, παίρνουν ρίσκα πηγαίνοντας προς το εξωτερικό και κυρίως προς τη γειτονική Τουρκία».
Η πλειονότητα των ελληνικών επιχειρήσεων στη γείτονα δραστηριοποιείται στους κλάδους του λιανεμπορίου, των μεταφορών, των τροφίμων, του τουρισμού, του real estate, της ενέργειας, της τεχνολογίας, των πλαστικών και της τσιμεντοβιομηχανίας. Οι σημαντικότερες ελληνικές εταιρίες που έχουν επενδύσει στην τουρκική αγορά, σύμφωνα με το γραφείο οικονομικών & εμπορικών υποθέσεων της Ελλάδας στην Κωνσταντινούπολη, είναι η Τιτάν στην παραγωγή τσιμέντου, η Chipita στην παραγωγή τροφίμων, οι Ελληνικοί Λευκόλιθοι Α.Ε. στην παραγωγή βιομηχανικών ορυκτών, καθώς και η Fourlis, τα Πλαστικά Κρήτης, η Αλουμίλ, η Isomat, η Palaplast, η Eurodrp, η Kleemann, η Καρέλιας, η Intrakom, η Intralot και η Intell Solutons. Το ύψος των ελληνικών επενδύσεων στην Τουρκία έχει πάντως περιοριστεί σημαντικά μετά την πώληση της Finansbank (έναντι 2,7 δισ.) από την Εθνική Τράπεζα το 2015. Πλέον, το συνολικό απόθεμα εκτιμάται από τις αρμόδιες διευθύνσεις του ΥΠΕΞ και την κεντρική τράπεζα της Τουρκίας στα 150 εκατ. στα τέλη του 2017, από 114 εκατ. το 2016 και 4,9 δισ. το 2015.
Η Αθηναϊκή Ριβιέρα απογειώνεται: Τα υδροπλάνα επιστρέφουν μετά από 50 χρόνια!
Αντίστοιχα όμως και μεγάλοι τουρκικοί όμιλοι έχουν σημαντική παρουσία στην Ελλάδα. Ενδεικτικά, η Dogus συμμετέχει με 30% στην κοινοπραξία του Αστέρα Βουλιαγμένης, με 50% στο Hilton και με 50% στη μαρίνα του Φλοίσβου. Παράλληλα, κατέχει το 99% της Κ&G Διαχείριση Μαρινών Μεσογείου Α.Ε. που ελέγχει τη μαρίνα Ζέας στον Πειραιά, μαρίνες στην Κέρκυρα, τη Λευκάδα και τη Μυτιλήνη. Ο τουρκικός όμιλος Koc έχει αγοράσει το 80% της Olympic Commercial & Tourism Enterprises SA, που ελέγχει το Avis Budget Group στην Ελλάδα. Αλλες τουρκικές επιχειρήσεις με παρουσία στην Ελλάδα είναι οι όμιλοι Eren Holding, Pak Holdings στη χαρτοποιία, η Polisan στη βιομηχανία χημικών και η κρατική τράπεζα Ziraat.
ΟΜΙΛΟΣ FOURLIS
«Οι επιπτώσεις δεν έχουν ουσιώδη επίδραση στα οικονομικά μεγέθη μας»
Με το βλέμμα στραμμένο στην Τουρκία είναι προς το παρόν τουλάχιστον οι ελληνικές επιχειρήσεις προκειμένου να προβούν, όταν χρειαστεί, στις απαραίτητες ενέργειες για να ελαχιστοποιήσουν τις αρνητικές επιπτώσεις από τη χρηματοοικονομική κρίση.
Ο όμιλος Fourlis, που δραστηριοποιείται στην αγορά λιανικής αθλητικών ειδών της γειτονικής χώρας μέσω της Intersport (φωτό) και των καταστημάτων The Athlete’s Foots, σε ανακοίνωσή του εμφανίζεται καθησυχαστικός, καθώς, όπως αναφέρει, «οι επιπτώσεις από τη συνεχιζόμενη διολίσθηση της τουρκικής λίρας δεν έχουν ουσιώδη επίδραση στα αποτελέσματα και τα οικονομικά μεγέθη του», προσθέτοντας μάλιστα ότι, μεσοπρόθεσμα, η αγορά της Τουρκίας παρουσιάζει πολλές ευκαιρίες.
Σύμφωνα με την ανακοίνωση, οι πωλήσεις του ομίλου το 2017 ανήλθαν σε 17,8 εκατ. ευρώ, που αντιπροσωπεύουν μόλις το 4,1% του συνολικού τζίρου του ομίλου. Το EBITDA ήταν αρνητικό, διαμορφούμενο στα 0,64 εκατ. ευρώ σε σύνολο EBITDA 41,8 εκατ. ευρώ σε ενοποιημένο επίπεδο. Παράλληλα, επισημαίνει ότι ο ρυθμός αύξησης των πωλήσεων σε τοπικό νόμισμα μέχρι και σήμερα είναι διψήφιος σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του 2017 και τείνει βελτιούμενος. Θετικό είναι το γεγονός ότι ο δανεισμός της εταιρίας είναι αποκλειστικά σε τοπικό νόμισμα και αφορά χρηματοδότηση κεφαλαίου κίνησης που δεν ξεπερνά το 1,5 εκατ. ευρώ, ενώ όλες οι επενδύσεις έχουν γίνει με ίδια κεφάλαια. «Μεσοπρόθεσμα, η αγορά της Τουρκίας παρουσιάζει πολλές ευκαιρίες για την INTERSPORT, λόγω του μεγέθους της, των δημογραφικών χαρακτηριστικών της και της δομής του ανταγωνισμού», καταλήγει η ανακοίνωση του ομίλου Fourlis.
ΠΛΗΓΜΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΤΟΥΡΙΣΜΟ ΜΑΣ
Πιο φθηνός προορισμός, πλέον, η Τουρκία
Εκτός όμως από τις εξαγωγές και τις επενδύσεις, σημαντικό πλήγμα αναμένεται να δεχθεί και ο ελληνικός τουρισμός, καθώς η πτώση του τουρκικού νομίσματος καθιστά την Τουρκία πολύ φθηνότερο προορισμό. Ηδη χώρες που οι τουρίστες τους επέλεγαν παραδοσιακά την Ελλάδα για τις διακοπές τους έχουν αρχίσει να στρέφονται προς τη γειτονική χώρα. Σύμφωνα με τα στοιχεία τουρκικού στατιστικού ινστιτούτου, το 2017 οι τουριστικές αφίξεις αυξήθηκαν κατά 23,1% και ανήλθαν σε 38,6 εκατ. επισκέπτες από 31,3 εκατ. το 2016, ενώ τα έσοδα αυξήθηκαν κατά 18,9%, αγγίζοντας τα 26,3 δισ. δολάρια από 22,61 δισ. δολάρια ένα χρόνο πριν.
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής
[dynamic-sidebar id=”post-area-diabaste”]