Αντί να αναζητηθούν τα πραγματικά αίτια της οικονομικής και της κοινωνικής κατάρρευσης, ο λαός αναζητά απαντήσεις στη θρησκεία, πιστεύοντας ότι ο Θεός τιμωρεί την Ελλάδα λόγω της έκλυσης των ηθών και των νεωτερισμών που αλλοιώνουν τη θρησκευτική συνείδησή του.
Την ίδια περίοδο, η ανάγκη δημιουργίας ενιαίας εθνικής γλώσσας που θα ενοποιεί τη γλωσσική Βαβυλωνία της μετα-επαναστατικής Ελλάδας και η τεράστια αντίθεση ανάμεσα στη γραπτή αττικίζουσα και την κοινή ομιλουμένη οξύνουν τις αντιθέσεις ανάμεσα στους θεσμικούς «καθαρολόγους» και στο κίνημα των δημοτικιστών.
Λύση στον «γόρδιο δεσμό» επιζητεί να δώσει η θρησκόληπτη βασίλισσα Ολγα, υποστηρίζοντας ότι η μετάφραση των ευαγγελικών κειμένων από τη δυσνόητη αρχαΐζουσα στην καθομιλουμένη δημοτική θα έστρεφε τον λαό στον δρόμο του Θεού, καταπραΰνοντας έτσι τη θεϊκή οργή κατά της χώρας…
Παρά την αρχική παγωμάρα και τη διπλή άρνηση της Ιεράς Συνόδου να συναινέσει, η βασίλισσα Ολγα προχωρά, το 1899, στην έκδοση του μεταφρασμένου Ευαγγελίου σε 1.000 αντίτυπα, διανέμοντάς το, κυρίως, σε σχολεία και νοσοκομεία.
Λόγω, προφανώς, της βασιλικής ιδιότητας, υπάρχουν ελάχιστες αντιδράσεις, με αποτέλεσμα, μάλιστα, έναν χρόνο μετά να υπάρξει και δεύτερη έκδοση.
Το εγχείρημα θα παρέμενε στο επίπεδο του βασιλικού καπρίτσιου, αν τον Σεπτέμβριο του 1901 η εφημερίδα «Ακρόπολις» δεν ξεκινούσε τη δημοσίευση του Ευαγγελίου, με μετάφραση του δημοτικιστή Αλέξανδρου Πάλλη, σε συνέχειες. Η ακραία εκδοχή μετάφρασης του Πάλλη (π.χ. ο Μυστικός Δείπνος αναφέρεται ως «κρυφό τσιμπούσι», το Ορος των Ελαιών ως «λιοβούνι» κ.λπ.) αποτελεί τη σπίθα για την υποβόσκουσα έκρηξη κλήρου και συντηρητικών.
Γρήγορα η σύγκρουση ξεφεύγει από τους λόγιους και εκτραχύνεται σε πολιτικοκοινωνική κρίση, με την αρχαΐζουσα γλώσσα να ταυτίζεται με την εθνική και τη θρησκευτική συνείδηση του Ελληνισμού και τη δημοτική να… εξοστρακίζεται στη σφαίρα της εθνικής προδοσίας.
Πρωτοπόροι στις αντιδράσεις κατά της μετάφρασης είναι οι «γλωσσαμύντορες» αντιδημοτικιστές ακαδημαϊκοί Κόντος, Βάσης και Μιστριώτης, που με φλογερές διακηρύξεις κατά των «μαλλιαρών» συμπαρασύρουν το φοιτητικό κίνημα της εποχής. Οι δημοτικιστές κατηγορούνται ως «Δούρειος Ιππος» ξένων δυνάμεων, που με επικεφαλής τη, ρωσικής καταγωγής, Ολγα, προωθούν τον πανσλαβισμό και τη «γλωσσική απονεύρωση» της χώρας από το αρχαϊκό παρελθόν της.
Καθοριστικό παράγοντα όξυνσης των παθών αποτελεί ο χωρισμένος σε δύο στρατόπεδα Τύπος: «Ακρόπολις» και «Αστυ» υποστηρίζουν τους δημοτικιστές, ενώ «Καιροί», «Εμπρός» και «Σκριπ» τούς αντιμάχονται.
Το εμπρηστικό άρθρο της «Ακρόπολις», στις 5 Νοεμβρίου 1901, κατά των «κουτόσοφων καθηγητών της Θεολογικής Σχολής» αποτελεί το έναυσμα των μεγάλων ταραχών που ξεσπούν το απόγευμα της ίδιας ημέρας.
Οι διαμαρτυρόμενοι φοιτητές πολιορκούν τα γραφεία των «μαλλιαρών» εφημερίδων κρατώντας μαγκούρες και φωνάζοντας συνθήματα, όπως: «Κάτω η μετάφρασις του Ευαγγελίου!», «Κάτω οι βεβηλωταί!», «Ζήτω το Ευαγγέλιο!», «Ζήτω η Ορθοδοξία!», «Θέλουμε να παύση αμέσως η μετάφρασις!», «Κάτω οι Σλαύοι!», «Οι παπάδες μέσα!», «Κάτω ο Πάλλης ο μπακάλης!» και «Κάτω οι μαλλιαροί!».
Στην προσπάθειά του να εξομαλύνει τα πράγματα, ο διευθυντής της Αστυνομίας, Βούλτσος, διαβεβαιώνει τους συγκεντρωμένους ότι θα τερματιστούν οι επίμαχες δημοσιεύσεις, κάτι που όμως δεν επιβεβαιώνεται την επόμενη ημέρα.
Η κλιμάκωση είναι αναπόφευκτη και ο ρυθμός της σύγκρουσης δίνεται πάλι από τις εφημερίδες.
Οι «Καιροί» στο κύριο άρθρο τους ζητούν από τον λαό να «…καύση τας παλαιοφυλλάδας αυτάς» και συνεχίζουν με ανατριχιαστικές παροτρύνσεις: «Πυρπολήσατε, καταστρέψατε, ποδοπατήσατε, φάτε με τα δόντια σας, σκίσατε με τα νύχια σας σαν νήματα αράχνης την σλαυικήν μετάφρασιν.
Αυτό είναι το ζήτημα που πρέπει να αγωνισθήτε. Ακόμη και έως τρόμου. Ακόμη και έως εσχάτων».
Στη νέα συγκέντρωση της 8ης Νοεμβρίου, οι διαδηλωτές δεν αρκούνται στο κάψιμο εφημερίδων και στις ζημιές στα γραφεία τους, αλλά αυτήν τη φορά στις τάξεις τους υπάρχουν κάποιοι που οπλοφορούν.
Η κυβέρνηση Γεωργίου Θεοτόκη παρακολουθεί αμήχανη τις εξελίξεις και, όταν επεμβαίνει, το κάνει με λάθος τρόπο, απειλώντας με απαγόρευση του συλλαλητηρίου, ακόμα και με τη βία.
Οι αιματηρές συγκρούσεις ξεκινούν όταν οι διαδηλωτές, προσπαθώντας να επιστρέψουν στο Πανεπιστήμιο, όπου βρίσκονταν οπλισμένοι φοιτητές, ώστε να αποτρέψουν την κατάληψή του από τον Στρατό, συγκρούονται με δυνάμεις του Ιππικού και του Ναυτικού.
Ακολουθεί σφαγή, με τους πυροβολισμούς από την Αστυνομία και τις πέτρες από τους διαδηλωτές να δημιουργούν χάος, που, όταν τελειώνει, αποκαλύπτεται η φρίκη: Οκτώ νεκροί, δεκάδες τραυματίες και μια τραυματισμένη κοινωνία αποτελούν τον τραγικό απολογισμό των γεγονότων.
Η εκτόνωση έρχεται με τις παραιτήσεις του μητροπολίτη Προκοπίου και του πρωθυπουργού Θεοτόκη και με την -έστω και καθυστερημένη- επικράτηση των ψυχραιμότερων. Δύο ακριβώς χρόνια μετά, το γλωσσικό ζήτημα αποτελεί εκ νέου πεδίο αιματηρών συγκρούσεως με τα «Ορεστιακά».
Η «νύχτα Αγίου Βαρθολομαίου» στην Αθήνα
Ο εμπρηστικός ρόλος του Τύπου, και των δύο πλευρών, αρχικά στην κλιμάκωση και εν συνεχεία στην όξυνση της έντασης με άκρως επιθετικά κείμενα σίγουρα δεν τιμά διόλου το δημοσιογραφικό λειτούργημα.
Χαρακτηριστικό είναι το απόσπασμα του κύριου άρθρου της εφημερίδας «Εμπρός» της 7ης Νοεμβρίου 1901, που με τον ξεκάθαρο τίτλο «Διά ροπάλου» ζητά από τους διαδηλωτές να προκαλέσουν «νύχτα Αγίου Βαρθολομαίου» στην Αθήνα. Οπως και γίνεται…
«Είτε εξέγερσις υπέρ της πίστεως είτε αγανάκτησις κατά της αποτολμηθείσης βεβηλώσεως του Ευαγγελίου η χθεσινή και η προχθεσινή εκδήλωσις των φοιτητών αποτελούσιν ενθαρρυντικόν φαινόμενον διά την συνείδησιν και την φιλοτιμίαν του Εθνους.
Διότι ο χείμαρρος εκείνος, ο παρασύρων εις την οδόν Πανεπιστημίου και Σοφοκλέους ίππους και ιππείς, χωροφύλακας και κλητήρας, ο μη οπισθοδρομών προ των ξιφών και των ρεβόλβερ της εξουσίας, ο κραυγάζων, κάτω οι βεβηλωταί του Ευαγγελίου, φέρει εν εαυτώ την εθνικήν ψυχήν, εμπνευσμένην από τα εντιμότερα αισθήματα.
Εκείνον το οποίον δεν εξήγειρε την Κυβέρνησιν και δεν εξύπνησε τον Αγιον Μητροπολίτην, τους μόνους αρμοδίους να θέσουν προ καιρού τέρμα εις την ελεεινήν ταύτην κωμωδίαν, το αναλαμβάνουσιν οι φοιτηταί του Πανεπιστημίου με τας ράβδους των και τας χείρας των και τους γρόνθους των.
Αλλά δυνάμεθα να κηρύξωμεν τώρα και εις τας Αθήνας μιαν νύχτα ή και ημέραν Αγίου Βαρθολομαίου και αντί των κεφαλών να κόψωμεν τα μαλλιά όλων εκείνων των μαλλιαρών, οίτινες καταισχύνουσι την γλώσσαν και εις την αίρεσιν των οποίων ανήκει και ο μεταφραστής του Ευαγγελίου, λύοντας ούτω δύο ζητήματα.
Δεν θα υπάρχει πλέον φόβος ότι ζώσιν Ελληνες μη εννοούντες το Ευαγγέλιον εν Ελλάδι».
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, ανά πάσα στιγμή στο EleftherosTypos.gr