Η Μελίνα Μερκούρη ήταν η πιο αντισυμβατική, η πιο αντιστάρ και το κενό που έχει αφήσει η γυναίκα που έγραψε τη δική της ιστορία εντός και εκτός συνόρων, παραμένει ακάλυπτο. Ήταν η «ηρωίδα» που με την στεντόρεια φωνή της ηχεί διεκδικούσε με θάρρος και τσαμπουκά τα Γλυπτά του Παρθενώνα.
Μελίνα Μερκούρη: Σήμερα, συμπληρώνονται 30 χρόνια χωρίς τη δυνατή φωνή της.
Η επαναστατική ιδιοσυγκρασία της δεν ήταν απλώς μιας γυναίκας που ήθελε να ασχοληθεί με το θέατρο αλλά ήθελε να τα βάζει με όλους και με όλα έχοντας ως όπλα το θάρρος ή το τσιγάρο που αποτελούσε προέκταση του χεριού της, άλλωστε εκείνη την εποχή το να κρατάει μία γυναίκα τσιγάρο σήμαινε ότι δεν χωρούσε σε καλούπια, εκείνη την εποχή.
View this post on Instagram
Πώς ξεκίνησε μια λαμπερή διαδρομή
Η Μαρία-Αμαλία Μερκούρη (την φώναζαν από μωρό Μελίνα) γεννήθηκε στις 18 Οκτωβρίου του 1920 στην Αθήνα, από οικογένεια πολιτικών. Όντας κόρη του στρατιωτικού και πολιτικού Σταμάτη Μερκούρη αλλά και εγγονή του γιατρού και πολιτικού αλλά και μακροβιότερου δήμαρχου Αθηναίων Σπύρου Μερκούρη, δεν μπορούσε να μείνει ανεπηρέαστη.
Ντεγκρέτσια: Η αμηχανία ενός επώνυμου με ονομασία προέλευσης... - Η μακρά ιστορία από την αρχή
Μόλις στα πέντε της χρόνια φανέρωσε το υποκριτικό της ταλέντο, όταν δάκρυσε μπροστά στους γονείς της για να τους πείσει να της αγοράσουν κάτι που ήθελε, όμως την πρώτη της αυτοσχέδια “παράσταση” την έδωσε στα δέκα της, σε ένα καφενείο στις Σπέτσες, όπου εκτός από το ενθουσιώδες χειροκρότημα του κοινού, εισέπραξε και ένα χαστούκι από τη μητέρα της, η οποία έσπευσε να διακόψει το “ντεμπούτο”, μόλις πληροφορήθηκε τα καθέκαστα! Στο σχολείο ήταν από τις χειρότερες μαθήτριες, η φαντασία της κάλπαζε σε οτιδήποτε άλλο εκτός των μαθημάτων.
Ήταν 19 ετών όταν ο παππούς της πέθανε (1939), αφήνοντας βαθύ τραύμα μέσα της.
Παρά ταύτα, σε ηλικία 23 χρόνων το 1943 αποφάσισε να ακολουθήσει καριέρα ηθοποιού και έγινε δεκτή στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου απαγγέλοντας ένα ποίημα του Κώστα Καρυωτάκη, με τον Αιμίλιο Βεάκη να βρίσκεται απέναντί της. Από εκείνη τη στιγμή άνοιξε μπροστά της μια λαμπρή καριέρα.
Το 1939, γνώρισε και ερωτεύτηκε τον κατά περίπου δεκαπέντε χρόνια μεγαλύτερό της, Πάνο Χαροκόπο, απόφοιτο του Κέμπριτζ, πάμπλουτο κτηματία και εξαιρετικά καλλιεργημένο και προοδευτικό άνθρωπο, ο οποίος της ζήτησε να παντρευτούν.
Η Μελίνα έθεσε ως μοναδικό όρο να της επιτρέψει να ασχοληθεί με το θέατρο και εκείνος δέχτηκε με χαρά, προτείνοντάς της μάλιστα, αν ήθελε, να ζήσουν στο εξωτερικό (είτε στο Λονδίνο, είτε στο Παρίσι), για να κάνει διεθνή καριέρα. Ο γάμος έγινε κρυφά τον χειμώνα του 1939 σε ένα χωριό της Μεσσηνίας και οι οικογένειες του γαμπρού και της νύφης ενημερώθηκαν με τηλεγράφημα μετά την τέλεση του μυστηρίου.
Το 1944 έκανε το ντεμπούτο της στη σκηνή με το έργο του Αλέξη Σολομού «Το μονοπάτι της λευτεριάς», που κατέβηκε γρήγορα λόγω των «Δεκεμβριανών». Τα επόμενα χρόνια συνεργάστηκε με το Εθνικό Θέατρο και τους θιάσους Κατερίνας και της Μαρίκας Κοτοπούλη.
Ως πρωταγωνίστρια καθιερώθηκε το 1949 με το έργο του Τένεσι Ουίλιαμς «Λεωφορείον ο Πόθος», που ανέβηκε στο Θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν και είχε το προνόμιο να γίνει η πρώτη ελληνίδα ηθοποιός που ερμήνευσε τον απαιτητικό ρόλο της Μπλανς Ντιμπουά. Στο Θέατρο Τέχνης παρέμεινε μέχρι το 1950.
Το 1950 πήρε μέρος στην ιστορική παράσταση “Η Άννα των χιλίων ημερών”, σε σκηνοθεσία του Δημήτρη Μυράτ, δίπλα στους Χρήστο Τσαγανέα, Νίτσα Τσαγανέα, Τίτο Βανδή, Ειρήνη Παππά, Άννα Συνοδινού, Ντίνο Ηλιόπουλο, Μίμη Φωτόπουλο και Βούλα Ζουμπουλάκη, ενώ την επόμενη χρονιά (1951) βρέθηκε στο Παρίσι, όπου γνώρισε τον Γάλλο θεατρικό συγγραφέα, Μαρσέλ Ασάρ.
Ξεκίνησε έτσι μια περίοδος, κατά την οποία η Μελίνα είχε παρουσία τόσο στην αθηναϊκή, όσο και την παριζιάνικη σκηνή. Στη γαλλική πρωτεύουσα εμφανίστηκε σε μπουλβάρ των Ζακ Ντεβάλ και Μαρσέλ Ασάρ, ενώ ήρθε σε επαφή με προσωπικότητες όπως ο Ζαν Κοκτώ, ο Ζαν Πολ Σαρτρ, η Κολέτ και η Φρανσουάζ Σαγκάν.
Οι Κάννες και υποψηφιότητα για Όσκαρ
Στον κινηματογράφο πρωτοεμφανίστηκε το 1955 με την θρυλική ταινία του Μιχάλη Κακογιάννη «Στέλλα». Η παρουσία της στις Κάννες γοήτευσε τον αμερικανό σκηνοθέτη Ζιλ Ντασέν και από τις ακτές της γαλλικής Ριβιέρας ξεκίνησε η καλλιτεχνική και προσωπική τους σχέση, η οποία ολοκληρώθηκε με γάμο το 1966. Με τον Ντασέν γύρισε τις ταινίες «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται (1957), από το ομώνυμο μυθιστόρημα του Νίκου Καζαντζάκη, «Ο νόμος» (1958), «Ποτέ την Κυριακή» (1960), «Φαίδρα» (1962) και «Τοπκαπί» (1964).
Ο Ζυλ Ντασέν και ο γάμος
Το 1964, η Μελίνα Μερκούρη και ο Ζυλ Ντασέν ανήγγειλαν την πρόθεσή τους να δεσμευτούν. Η Παρί Ζουρ δημοσίευσε την είδηση για τη Μελίνα και τον Ντασέν, από τη Λωζάνη όπου αναπαύονταν μετά τα γυρίσματα του Τοπ Καπί (Topkap, 1964), ως εξής: «Η Μελίνα Μερκούρη, 38 ετών, είναι η χαρά της ζωής, η ελευθερία, το απρόοπτο.
Ο Ντασσέν 52 ετών είναι η διακριτική διάνοια, το ταλέντο, ο μη κραυγαλέος αντικομφορμισμός». «Αν στην ηλικία μου δεν γνωρίζω τι είναι σημαντικό εις την ζωήν δεν θα το μάθω ποτέ», ομολογεί η Μελίνα. «Ζω με τον Ντασσέν, τον αγαπώ, είναι καλύτερός μου. Και θα ήθελα αυτό να μην τελειώσει ποτέ».
Οι δύο τους παντρεύτηκαν στις 18 Μαΐου του 1966 στο δημαρχείο Λωζάνης. Ο Νίκος Κούρκουλος ήταν ο μόνος Έλληνας μάρτυρας στο γάμο. Ο άλλος μάρτυρας ήταν ο Ελβετός δικηγόρος του Ζυλ Ντασέν.
Μελίνα Μερκούρη: «Γεννήθηκα Ελληνίδα»
Τα μεσάνυχτα της 21ης Απριλίου 1967, ο Μάνος Χατζιδάκις ενημέρωσε τηλεφωνικά τη Μελίνα και τον Ντασέν για το στρατιωτικό πραξικόπημα στην Ελλάδα.
Η Μελίνα έκανε δηλώσεις στις τηλεοπτικές κάμερες των αμερικανικών ΜΜΕ, καταλήγοντας με δάκρυα στα μάτια: “Σας παρακαλώ, μην πάτε στη χώρα μου”. Στις 12 Ιουλίου του ίδιου χρόνου, η χούντα της αφαίρεσε την ελληνική ιθαγένεια. Η απάντησή της παραμένει ιστορική: “Γεννήθηκα Ελληνίδα και θα πεθάνω Ελληνίδα.
Ήταν το ξεκίνημα μιας ασυμβίβαστης αντιδικτατορικής δράσης. Μαζί με τον Ζυλ Ντασέν, τον Μίκη Θεοδωράκη και πολλούς ακόμα εξόριστους Έλληνες του εξωτερικού, η Μελίνα εξελίχθηκε σε εφιάλτη της χούντας.
Η πολιτική και οι αγώνες για την επιστροφή των Μαρμάρων
Δυναμική και μάχιμη, διετέλεσε υπουργός Πολιτισμού τα έτη 1981—89 και 1993—94 σε όλες τις κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ, οπότε και όπως τόνισε και ο Ανδρέας Παπανδρέου «άντεξε» και στους 16 ανασχηματισμούς κυβέρνησης που πραγματοποίησε.
Η Μελίνα Μερκούρη χρησιμοποιώντας την δική της ακτινοβολία και λάμψη κατόρθωσε να διοχετεύσει τον Πολιτισμό στην καθημερινή ζωή του Έλληνα, να τον κάνει θέμα στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων και των μέσων μαζικής ενημέρωσης.
Στην διάρκεια της υπουργίας της ήγειρε το θέμα της επιστροφής των Μαρμάρων του Παρθενώνα από το Βρετανικό Μουσείο στο Μουσείο της Ακρόπολης. «Τα Μάρμαρα του Παρθενώνα είναι τα αριστουργήματα, που έκλεψε ο λόρδος Ελγιν ακρωτηριάζοντας το σημαντικότερο μνημείο της ελληνικής αρχαιότητα», έλεγε.
Στόχος της σε αυτή τη δεύτερη θητεία, ήταν να υλοποιήσει τα προγράμματα “Αιγαίο-Αρχιπέλαγος” και “Εκπαίδευση και Πολιτισμός”.
Όμως ο καρκίνος την πρόλαβε, κόβοντας το νήμα της ζωής της στις 6 Μαρτίου του 1994 στο νοσοκομείο Memorial της Νέας Υόρκης. Η σορός της έφτασε στην Ελλάδα δυο μέρες μετά και εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι τη συνόδευσαν στην τελευταία της κατοικία, στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών. Ήταν η πρώτη Ελληνίδα που κηδεύτηκε με τιμές εν ενεργεία πρωθυπουργού.
Η συγκίνηση για τον θάνατό της ήταν παγκόσμια. Είναι χαρακτηριστικό ότι την ώρα της κηδείας της, τα θέατρα και τα καταστήματα στο Μπρόντγουεϊ παρέμειναν κλειστά, ενώ έσβησαν τα φώτα για ένα λεπτό σε ένδειξη πένθους, συνηθισμένη πρακτική για τους Αμερικανούς ηθοποιούς που πρωταγωνίστησαν στις θεατρικές σκηνές της Νέας Υόρκης.
Ήταν η “γυναίκα-φλόγα”, η προσωποποίηση του πάθους και της αφοσίωσης στην τέχνη και τον πολιτισμό
Λίνα Μενδώνη για τη Μελίνα Μερκούρη: Κανείς δεν θα μπορούσε να θέσει το ζήτημα των Γλυπτών όπως εκείνη
«Όλοι θέτουν, θέτουμε το θέμα, ο καθένας με τον δικό του τρόπο. Κανένας όμως δε φτάνει σε αυτόν τον τραγικό, με τη θεατρική και αρχαία σημασία του όρου, τον τραγικό τρόπο, όπως το έθεσε εκείνη. Ποιος θα μπορούσε, άλλος υπουργός Πολιτισμού να πει, Θέλω πίσω τα μάρμαρα μου, το μνημείο είναι αυτό που τα ζητάει, το ξεριζώσατε. Είναι ο τρόπος ο οποίος έλεγε τα πράγματα». Με τα λόγια αυτά, η υπουργός Πολιτισμού, Λίνα Μενδώνη, περιέγραψε, στο Πρώτο Πρόγραμμα 91,6 και 105,8, της ΕΡΤ, και στην εκπομπή «Πρωινή Παρέα» με την Κατερίνα Σερέτη και τον Διονύση Χατζημιχάλη, την μοναδική, χαρισματική προσωπικότητα της Μελίνας Μερκούρη, ενός μύθου, όπως τη χαρακτήρισε, 30 χρόνια από την ημέρα του θανάτου της.
«Η Μελίνα είναι μύθος. Ήταν μια χαρισματική προσωπικότητα, η οποία πραγματικά ακτινοβολούσε, τραβούσε τον κόσμο. Έκανε τον συνομιλητή της να αισθάνεται ότι τον έχει ξεχωρίσει για πολύ σημαντικούς λόγους. Είχε αυτό το ατέλειωτο χάρισμα στην επικοινωνία, την ατέλειωτη ικανότητα να ζει στην πραγματικότητα τον δικό της μύθο και αυτόν να τον προβάλλει. Και αισθανόσουν ότι μπαίνεις σε μια άλλη σφαίρα. Αυτή ήταν η τρομακτική της ικανότητα, όταν σε κοιτούσε, όταν απευθυνόταν σε σένα» είπε χαρακτηριστικά.
Σχετικά με τη γνωριμία της με την Μελίνα, η σημερινή υπουργός, ανέφερε πως ήταν τότε 22 ετών και δεν συνεργάστηκε ποτέ μαζί της. «Την είδα αρκετές φορές. Μπορώ να σας πω ότι τη γνώριζα, δεν την ήξερα. Αλλά νομίζω ότι όλοι όσοι είχαν πραγματικά την τύχη να συνεργαστούν μαζί της, όσοι τη γνωρίσαμε υπό κάποιες περιστάσεις, δεν μπορούμε να ξεχάσουμε ούτε το βλέμμα της, ούτε τη φωνή της, ούτε τον τρόπο με τον οποίο περιέβαλλε τον συνομιλητή της. Αυτή η γυναίκα, η οποία ήταν ηθοποιός, πάρα πολλές φορές μου έδινε την εντύπωση όσες φορές την έβλεπα ότι παίζει, ότι είναι ένας ρόλος, χωρίς αυτό να σημαίνει όμως, προσοχή εδώ, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ήταν ψεύτικο αυτό που έκανε, δεν ήταν ψεύτικο, δεν ήταν προσποιητό. Κάθε άλλο».
Η Μελίνα Μερκούρη καθόρισε πάρα πολλά πράγματα στην πολιτική του πολιτισμού, επισήμανε η κ. Μενδώνη, τα οποία συνέχισαν και συνεχίζουν όλες οι κυβερνήσεις και τα υιοθετούν.
«Να πάρουμε την περίπτωση των Γλυπτών του Παρθενώνα. Έθεσε το 1982 στη μεγάλη αυτή Συνδιάσκεψη της ΟΥΝΕΣΚΟ στο Μεξικό, για πρώτη φορά, ένα ζήτημα το οποίο η Ελλάδα το είχε στη θεματική της προς τα έξω σχεδόν από τη σύσταση του νέου ελληνικού κράτους. Λίγα χρόνια μετά, το 1830, η Ελλάδα άρχισε να διεκδικεί, να ζητά πίσω την επιστροφή των Γλυπτών. Όμως η Μελίνα ήταν αυτή η οποία το καθιέρωσε, το συστηματοποίησε, το διεθνοποσε. Από τότε λοιπόν, από το 1982, άλλος με περισσότερη έμφαση, άλλος λιγότερη, σήμερα η κυβέρνηση τουλάχιστον του Κυριάκου Μητσοτάκη και ο ίδιος προσωπικά, ασχολείται με πολύ συστηματικό και μεθοδικό τρόπο με το θέμα αυτό, όμως όλοι ακολούθησαν αυτή την πορεία. Η πρώτη, η οποία έθεσε το θέμα της ανάπτυξης της πολιτιστικής ανάπτυξης της περιφέρειας, ήταν η Μελίνα, τότε που δημιούργησε τους θεσμούς με πιο χαρακτηριστικό τον θεσμό των ΔΗΠΕΘΕ. Η Πολιτιστική Πρωτεύουσα είναι αυτή που μέχρι σήμερα ενώνει, ενώνει τους λαούς της πόλης, τα κράτη της Ευρώπης. Είναι ένας από τους βασικούς θεσμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αυτός δημιουργείται τότε. Είναι πολλά. Η ενοποίηση των αρχαιολογικών χώρων της Αθήνας. Πλέον μιλάμε για ενοποίηση των αρχαιολογικών χώρων όχι μόνο στην Αθήνα, αλλά σε πολλές πόλεις της ελληνικής επικράτειας, σε πόλεις οι οποίες έχουν αναπτυχθεί στην ίδια θέση που υπήρχαν και οι αντίστοιχες της αρχαιότητας. Η ιδέα αυτή της ενοποίησης των αρχαιολογικών χώρων για την Αθήνα ειδικά, ξεκίνησε τότε, δουλεύτηκε τότε από τη Μελίνα. Επομένως, είναι πάρα πολλά αυτά τα οποία ξεκινούν από τότε» ανέφερε η υπουργός.
Ειδήσεις σήμερα
Σοκαριστική η εικόνα της 32χρονής από το Άργος – Εμφανίστηκε OnAir με μώλωπες στο πρόσωπο [Βίντεο]
ΣΥΡΙΖΑ: Δικαιοσύνη καλεί Κασσελάκη – Τι απαντά για την εταιρεία στο Μαϊάμι [βίντεο]
Τέμπη: Έτσι έγινε το «μπάζωμα» στον τόπο του δυστυχήματος – Ποιοι «μπαίνουν» στο στόχαστρο