Η δημιουργία του νεοελληνικού ασθενικού κρατιδίου, πέρα από την εθνική ανάταση, δημιούργησε απρόσμενα προβλήματα σε πολλούς από τους οπλαρχηγούς του αγώνα, αφού από νικητές στα πεδία των μαχών, βρέθηκαν «ηττημένοι» από το ίδιο το κράτος που πάλεψαν να δημιουργηθεί.
Η βαυαρική αντιβασιλεία αντικαθιστά το ελληνικό στρατιωτικό σώμα με αδρά αμειβόμενους Βαυαρούς στρατιώτες, αφήνοντας εκτός στρατεύματος τους πρώην καπεταναίους και στρατιωτικούς. Κάποιοι από αυτούς δεν αποδέχονται το ρόλο τους στη νέα πραγματικότητα και επιστρέφουν απογοητευμένοι στα γνώριμα λημέρια τους, στα βουνά. Εκεί, αποκομμένοι από την Πολιτεία, «δημιουργούν» τους νέους αντιπάλους που έπρεπε να πολεμήσουν, και αυτοί δεν ήταν λίγοι: Αρχικά το ίδιο το νεοελληνικό κράτος που τους είχε απορρίψει, εν συνεχεία οι Βαυαροί και οι ξένοι που τους αντικατέστησαν στη στρατιωτική ιεραρχία και, τέλος, οι πλούσιοι της εποχής, τους οποίους θεωρούσαν απογόνους των κοτζαμπάσηδων, τους οποίους είχαν πολεμήσει κατά την Τουρκοκρατία.
Ετσι, πρώην πολεμιστές αλλά και άνθρωποι που ενεπλάκησαν σε βεντέτες και τοπικές έριδες στρέφονται στην παρανομία, κινούμενοι κυρίως στα σύνορα με την παραπαίουσα Οθωμανική Αυτοκρατορία, που τότε βρίσκονταν στη Λάρισα. Ζουν με ληστρικές επιθέσεις, απαγωγές πλουσίων, ξένων προσώπων ή και πολιτικών.
Ο τρόπος δράσης τους είναι απλός: Στήνουν καρτέρι σε στενά και μονοπάτια απομονωμένων περιοχών, όπου εμφανίζονται ξαφνικά με προτεταμένα τα όπλα, πολεμικές κραυγές και βρισιές, απέναντι σε διαβάτες ή ταξιδιώτες. Αρχικά αφαιρούν όλα τα τιμαλφή τα οποία δεν μοιράζονται σε όλη τη ληστρική ομάδα, αλλά μόνο σε όσους συμμετέχουν στην ενέργεια. Εν συνεχεία, οι απαχθέντες οδηγούνται στον αρχηγό της ομάδας, ο οποίος, αφού αξιολογεί τη «βαρύτητα» των ομήρων, ζητά τα αντίστοιχα λύτρα. Οι όμηροι θεωρούνται ιερά πρόσωπα για τους ληστές και, όταν τα λύτρα αποδίδονται, παραδίδονται σώοι και αβλαβείς στη συμφωνημένη περιοχή. Αν, όμως, η συμφωνία αθετηθεί ή εμφανιστεί η Χωροφυλακή, τότε η ζωή των ομήρων διατρέχει άμεσο κίνδυνο, αφού είτε εκτελούνται από τους ληστές είτε σκοτώνονται κατά τη σύγκρουση με τη Χωροφυλακή.
Πολλές φορές οι ενέργειές τους δημιουργούν διπλωματικά επεισόδια, με σοβαρότατες επιπτώσεις για τη χώρα, με γνωστότερη όλων τη σφαγή στο Δήλεσι, όπου η δολοφονία τεσσάρων ξένων περιηγητών από τη συμμορία Αρβανιτάκη, το 1870, οδηγεί στη διεθνή απαξίωση της Ελλάδας, αφού χαρακτηρίζεται από τον ευρωπαϊκό Τύπο ως «φωλέα ληστών και πειρατών», στην πτώση της κυβέρνησης Ζαΐμη, αλλά και σε ταπεινωτικές οικονομικές κυρώσεις εναντίον της.
Η υπολειτουργία του κράτους και η πολιτική διαφθορά οδηγούν όχι μόνο στην άνθηση της ληστοκρατίας κατά το 19ο αιώνα, αλλά και στη μυθοποίηση των ληστών στα μάτια των τοπικών πληθυσμών, ως άλλων «Ρομπέν των δασών», αφού ακόμα και η λέξη ληστής δεν είχε τη σημερινή της έννοια. Χτίζουν εκκλησίες, προσφέρουν χρήματα σε χήρες και ορφανά, ενώ άλλες φορές απονέμουν δικαιοσύνη στην περιοχή, παίζοντας το ρόλο του αντικειμενικού δικαστή στις τοπικές διενέξεις.
Φυσικά, με τα παραπάνω αυξάνουν τη δημοφιλία τους, αλλά και τις ζώνες επιρροής τους απέναντι σε ένα υποτυπώδες κράτος, που εμφανίζεται στους πολίτες του μόνο για την είσπραξη φόρων. Ετσι παρατηρείται το παράδοξο αντί η ληστοκρατία να υποχωρεί, η Πολιτεία να ρίχνει γέφυρες επικοινωνίας, προσφέροντας ανταλλάγματα. Συνήθως αμνηστία, παραγραφή των αδικημάτων και ρόλο κομματάρχη στην περιοχή.
Δείγμα της πολιτικής διαφθοράς αποτελεί ο προσεταιρισμός των ληστών από πολιτικούς ώστε να στραφούν κατά των αντιπάλους τους στην κυβέρνηση ή την αντιπολίτευση. Κάποιες φορές μάλιστα οι αρχιληστές κατεβαίνουν στην πρωτεύουσα για κατ’ ιδίαν συζητήσεις και διαπραγματεύσεις με πολιτικούς.
Ολα αυτά, βέβαια, παρασκηνιακά γιατί στο προσκήνιο οι κυβερνήσεις της εποχής προσπαθούσαν, με συνεχή νομοθέτηση και εκσυγχρονισμό των κατασταλτικών μηχανισμών (δημιουργία της Χωροφυλακής το 1833), να αντιμετωπίσουν το φαινόμενο που εξαπλωνόταν και δημιουργούσε ρίζες και ερείσματα στις τοπικές κοινωνίες.
Εκτός του συνεχούς κυνηγητού, υπήρχαν επικηρύξεις με τεράστια ποσά, ενώ σε περίπτωση σύλληψης και μη εκτέλεσης των ληστών την ώρα της συμπλοκής, οι ποινές ξεκινούσαν από πολυετή φυλάκιση και εξορία και κατέληγαν σε εκτέλεση με αποκεφαλισμό, τα δε κεφάλια τα περιέφεραν οι αρχές στην περιοχή δράσης των ληστών προς καθησυχασμό των ντόπιων, που δεν πίστευαν στη σύλληψη, αλλά και για τον παραδειγματισμό όσων θα αποζητούσαν να πάρουν τη θέση τους.
Παρότι η Πολιτεία τούς κήδευε χωρίς να τους ψάλλει παπάς, οι ίδιοι, παρά τα φρικτά εγκλήματα που διέπρατταν, είχαν συνήθως βαθιά θρησκευτική συνείδηση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού, η εμφάνιση του διαβόητου αρχιληστή του 19ου αιώνα Χρήστου Νταβέλη, κάποιο βράδυ στο εκκλησάκι του προφήτη Ελισαίου, στην πλαγιά του Λυκαβηττού. Ο Νταβέλης μπήκε στην εκκλησία αρματωμένος, έκλεισε και μαντάλωσε την πόρτα πίσω του, μπροστά στα έντρομα μάτια του παπα-Νικόλα που βρισκόταν εκείνη την ώρα μόνος του μέσα στο εκκλησάκι. Ομως, στη συνέχεια ο αρχιληστής, αφού ξεζώστηκε τα άρματά του, πλησίασε τον ιερέα και του είπε: «Παπα-Νικόλα, ήρθα να ξομολογηθώ να ξεκριματιστώ. Φόρεσε το πετραχήλι».
Γονάτισε και αφού εξομολογήθηκε τις δολοφονίες, απαγωγές, ληστείες και βιαιότητες που είχε διαπράξει, άκουσε τον ιερέα να του λέει: «Ολα αυτά θα σ’ τα συγχωρέσει ο θεός. Αν, όμως, η Πολιτεία σε συλλάβει με τους δικούς της νόμους, δεν ξέρω τι θα κάνει».
Αφού ο ιερέας τού διάβασε τη συγχωρητική ευχή, ο Νταβέλης προσευχήθηκε για τη συγχώρεσή του, φόρεσε ξανά τα άρματά του και έφυγε μέσα στη νύχτα.
Οι ληστρικές ομάδες, που ξεκινούσαν από ολιγομελείς και έφταναν τα εκατοντάδες άτομα, είχαν δικούς τους κώδικες τιμής. Ανάμεσά τους δεν υπήρχαν παντρεμένοι και γυναίκες, με την εξαίρεση της Αγγέλλως Σεϊτζάνη και της Ελένης του Ντελή.
Φυσικά δεν ήταν λίγες οι φορές που οι ληστές στρέφονταν εναντίον των ντόπιων και των αδυνάτων. Το 1839 συμμορία 200 ληστών με αρχηγούς τους Ζαμπέκο, Γεωργαράκο, Καλογρή, μπήκαν στο Γύθειο όπου το πλιάτσικο που έκαναν στον πληθυσμό οδήγησε σε λαϊκή εξέγερση που τους απομάκρυνε. Το 1847 ο Μερεντίτης κυρίεψε την πόλη της Πάτρας, έκλεψε από την Εθνική Τράπεζα 25.000 δρχ. ενώ αξίωσε τεράστια ποσά από τους κατοίκους της πόλης.
Η ληστοκρατία κράτησε σχεδόν έναν αιώνα, από τη δημιουργία του ελληνικού κράτους μέχρι την έναρξη του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου. Ηδη με την είσοδο του 20ού αιώνα οι κρατικές δομές είναι πλέον ισχυρότερες, με αποτέλεσμα την εξασθένηση του φαινομένου, που εμφάνισε την τελευταία του έξαρση τη δεκαετία του ’20, αμέσως μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή.
Οι ληστές γίνονται ήρωες σε εφημερίδες και βιβλία
Το φαινόμενο της ληστοκρατίας απασχόλησε τον έντυπο λόγο σε όλη την εκατονταετία της ύπαρξής του. Τα πρώτα βιβλία που ασχολούνταν με τη δράση των ληστών ξεκίνησαν από τα μέσα του 19ου αιώνα και τα έγραφαν πρώην θύματα, άλλοτε αποτελούσαν αφηγήσεις από υπαγορεύσεις των ίδιων των ληστών, ενώ τα περισσότερα ήταν μυθοπλασίες.
Σημαντικότερο έργο της περιόδου αποτελεί το μυθιστόρημα «Ο βασιλιάς των ορέων» του διάσημου συγγραφέα που έζησε στην Ελλάδα του 19ου αιώνα, Εντμοντ Αμπού, που αναφέρεται στη δράση ενός ληστή στην Αττική της εποχής. Η επιτυχία αυτών των βιβλίων οδήγησε στη δημιουργία λαϊκών αναγνωσμάτων στα οποία υπάρχει «ηρωοποίηση» της ληστοκρατίας. Σημαντικότεροι εκπρόσωποι του είδους αυτού των λαϊκών ληστρικών μυθιστορημάτων είναι οι Α. Κυριάκος, Γιώργος Τσουκαλάς, Ηλίας Οικονομόπουλος, Παύλος Αργυρός και άλλοι.
Φυσικά ούτε ο Τύπος μπορούσε να μείνει απαθής στο φαινόμενο. Το αντίθετο, μάλιστα. Για πολλά χρόνια οι ληστρικές επιδρομές, οι απαγωγές για τα λύτρα, των Νταβέλη, Γιαγκούλα, Ρεντζέων, Αρβανιτάκη και δεκάδων άλλων, γέμιζαν τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων και αύξαναν κατακόρυφα την κυκλοφορία τους. Οταν δεν υπήρχε ληστρική δραστηριότητα, ο Τύπος παρουσίαζε αναγνώσματα σε συνέχειες («Η ζωή με τους ληστές», «Πώς έγινα λήσταρχος») κρατώντας αμείωτο το ενδιαφέρον του κοινού που διψούσε για την ελληνική εκδοχή του Φαρ Ουέστ…
Οταν μάλιστα το φαινόμενο άρχισε να εξασθενεί, οι δημοσιογράφοι της εποχής ήταν ειρωνικοί στους νέους ληστές, αποζητώντας τα «καλά χρόνια» της ληστοκρατίας: «Αν είναι δυνατόν από το στόμα χασισοπότου να εξέλθει ο συριγμός του ληστού. Αν είναι δυνατόν ο παλιανθρωπάκος, ο ύψους δύο πιθαμών και τριών δακτύλων να αναχθεί εις την περιωπήν ενός ληστού, αφού έτυχε τέλος πάντων και η ληστεία να έχει το μεγαλείον της», θα γράψει εφημερίδα του 1905.
Οταν, μάλιστα, συνελήφθη κάποιος ληστής που το παρουσιαστικό του δεν θύμιζε λήσταρχο της εποχής της φουστανέλας, όλοι κατάλαβαν πλέον ότι η αναγνώριση των ληστών στη νέα εποχή θα ήταν πολύ δυσκολότερη: «Δηλαδή ο Τύπος τού απέδωσε την ιδιότητα και τα προσόντα του τέλειου ληστού, του χυδαίου, του άξεστου, του αιμοχαρούς, του βρομιάρη, του πίνοντος αίμα εντός ανθρωπίνων κρανίων, του περιβεβλημένου με σκούφον την κεφαλήν και τσαρούχια τους πόδας, ενώ αυτός απετέλει έναν τύπον ιδιαίτερον παραδόξου τζέντλεμαν, με κάποιαν ευγένειαν, με μειλιχιότητα, με ανάπτυξιν, ίσως και με αποτροπιασμόν προς την αιματοχυσίαν, με υψηλόν πίλον, τέλος και με λουστρίνια παπούτσια».
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΠΟΡΔΟΚΑΣ
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου