Τη «λύση» έδωσαν οι χοροεσπερίδες που κυριάρχησαν εκείνη την περίοδο, λειτουργώντας περισσότερο ως αφορμές γνωριμίας της νέας μεγαλοαστικής τάξης που έβγαινε στην επιφάνεια, παρά ως τρόπος διασκέδασης. Οι χώροι όπου διοργανώνονταν ήταν τα παλαιά αρχοντικά της πόλης, τα νέα κτίρια που δημιουργούσε η συνεχής ανοικοδόμηση και οι πρεσβείες. Ο νεαρός… εκπαιδευόμενος ακόμα βασιλιάς Οθων χρησιμοποιούσε αρχικά ως προσωρινή βασιλική κατοικία την οικία Κοντοσταύλου, όπου βρίσκεται σήμερα η Παλαιά Βουλή. Το σπίτι αυτό, παρότι ήταν εξαιρετικά όμορφο, αρκετά μεγάλο και το περιέβαλλε ένας περιποιημένος κήπος, δεν επαρκούσε για τις κοινωνικές πολυπληθείς εκδηλώσεις, αντίστοιχες του ενοίκου του, με αποτέλεσμα το 1835 να προστεθεί σε αυτό μια ξύλινη οκταγωνική αίθουσα χορού.
Ομως, όπως όλοι γνωρίζουμε, οι χοροεσπερίδες και οι κάθε είδους συνάξεις αποκτούν άλλο χρώμα όταν παρεμβαίνει σε αυτές γυναικείο χέρι. Ετσι και στη δική μας περίπτωση, ουσιαστικά η πρώτη μεγάλη χοροεσπερίδα στην Αθήνα δίνεται τέτοιες ημέρες πριν από 180 χρόνια, όταν ο νεαρός βασιλιάς επέστρεψε παντρεμένος από τη Βαυαρία, έχοντας μαζί του τη βασίλισσα Αμαλία που θα παρουσιαζόταν για πρώτη φορά στο ελληνικό κοινό. Ηδη η νέα -προσωρινή και αυτή- βασιλική κατοικία είχε μεταφερθεί στην οικία Δεκόζη Βούρου -υπάρχει ακόμη και σήμερα στην πλατεία Κλαυθμώνος- που συνδεόταν με την προηγούμενη κατοικία με κήπο.
Οπως είναι κατανοητό, η πρώτη επίσημη εμφάνιση της βασίλισσας αποτέλεσε το κορυφαίο κοσμικό γεγονός της χρονιάς, με ό,τι συνεπαγόταν αυτό για τις προετοιμασίες. Αρχικά επικράτησε πανικός για το ποιος θα λάβει την επίσημη πρόσκληση για τη λαμπερή βραδιά. Σε αυτήν είχαν κληθεί οι κορυφαίοι αγωνιστές της Επανάστασης, πολιτικοί, επιχειρηματίες και ξένοι αντιπρόσωποι, αλλά, όπως γίνεται πάντα σε αυτές οι περιπτώσεις, αυτοί που δεν έλαβαν πρόσκληση ήταν περισσότεροι και έκαναν… πολλή φασαρία. Αλλά και με όσους είχαν λάβει το «μαγικό χαρτάκι» προέκυπταν επιπλέον προβλήματα. Αρχικά τα ρούχα με τα οποία θα εμφανίζονταν, αφού μη έχοντας παράδοση τέτοιων επίσημων εκδηλώσεων και μετά από αιώνες τουρκοκρατίας, άνδρες και γυναίκες δεν γνώριζαν αν το ντύσιμο έπρεπε να ακολουθήσει την τοπική παράδοση ή θα αντέγραφε τα ευρωπαϊκά πρότυπα. Αλλο πρακτικό πρόβλημα ήταν το ποιοι θα χόρευαν τους ευρωπαϊκούς χορούς που θα παίζονταν από την ορχήστρα, αφού ελάχιστοι Ελληνες είχαν ταξιδέψει στο εξωτερικό και από αυτούς ακόμα λιγότεροι γνώριζαν να χορεύουν. Το ζήτημα προσπάθησε να «μπαλώσει» το Αυλαρχείο, που ζήτησε από τις δημόσιες υπηρεσίες κατάλογο των υπαλλήλων που γνώριζαν ευρωπαϊκούς χορούς, ώστε να τους σταλεί πρόσκληση…
Επί της υποδοχής ήταν η παιδαγωγός και κυρία της Τιμής της Αμαλίας, Ιουλία Νόρντενφλιχτ, η οποία, χωρίς να γνωρίζει λέξη ελληνικά, προσπαθούσε να καθοδηγήσει τους προσκεκλημένους που δεν γνώριζαν λέξη γερμανικά με χειρονομίες, αμήχανα χαμόγελα και κάποια «καλησπέρα» με προφορά που προκαλούσε γέλιο στους Ελληνες καλεσμένους. Τη σύγχυση επιβάρυνε το βασιλικό πρωτόκολλο που προσπαθούσαν να τηρήσουν οι μεν και να κατανοήσουν οι δε. Παράλληλα, επικρατούσε τεράστιος συνωστισμός, αφού μέσα σε ελάχιστη ώρα σχεδόν πεντακόσια άτομα κατέκλυσαν κάθε γωνιά της βασιλικής οικίας, μη αφήνοντας ελεύθερο χώρο στους επίδοξους χορευτές. Η λύση δόθηκε όταν οι περισσότεροι από αυτούς αποσύρθηκαν σε άλλες αίθουσες του προσωρινού ανακτόρου, αδειάζοντας λίγο την κεντρική σάλα του χορού.
Παρά τον αρχικό πανικό, οι καλεσμένοι απολάμβαναν την πολυτέλεια και την εξαιρετική διακόσμηση του χώρου. Η μεγάλη σάλα του χορού ήταν στολισμένη καλαίσθητα με κόκκινες μεταξωτές ταινίες, ενώ στην οροφή υπήρχε κόκκινο ύφασμα που σχημάτιζε ένα άστρο. Τα παράθυρα και οι πόρτες έκλειναν με βαρύτατα παραπετάσματα, απ’ όπου κρέμονταν ερυθρόλευκοι θύσανοι με μεταξωτά κρόσσια, ενώ πέντε μεγάλοι πολυέλαιοι σκορπούσαν άπλετο φως. Τα πιάτα ήταν ασημένια με επίχρυσα σερβίτσια, ενώ το τραπέζι στόλιζε ένα μεγάλο βάζο, οκτώ πολυτελέστατοι κηροστάτες και κομψότατα ανθοδοχεία. Η Αμαλία καθόταν σε ένα χρυσοκέντητο ντιβάνι φορώντας παραδοσιακή τοπική ενδυμασία, ντύσιμο που ενθουσίασε το ελληνικό κοινό, που εξέφρασε τον ενθουσιασμό και το θαυμασμό του για τη νεαρή βασίλισσα πετώντας τα φέσια στον αέρα, δημιουργώντας προβλήματα στους πολυελαίους, αφήνοντας έτσι μέχρι σήμερα την έκφραση «Σιγά τον πολυέλαιο»…
Οσον αφορά στην αμφίεση των Ελλήνων και Ελληνίδων καλεσμένων στην αίθουσα, εκτός των λεγόμενων «φράγκικων» ρούχων, κυριάρχησαν για τους άνδρες η φουστανέλα και οι νησιώτικες βράκες, ενώ για τις γυναίκες οι τοπικές εθνικές ενδυμασίες, κάτι που άλλωστε επέβαλε και η αντίστοιχη επιλογή της Αμαλίας. Το μουσικό κομμάτι της βραδιάς όμως μονοπώλησαν τα ευρωπαϊκά ακούσματα και χοροί όπως βαλς, πόλκα και μαζούρκα, στους οποίους ξεχώρισαν με τις χορευτικές τους ικανότητες η Αμαλία και η σύζυγος του Γάλλου πρέσβη. Η ιστορική χοροεσπερίδα που έδωσε στην πρωτεύουσα ευρωπαϊκό αέρα, κράτησε μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες, αφήνοντας όμως και κάποιους δυσαρεστημένους.
Ντεγκρέτσια: Η αμηχανία ενός επώνυμου με ονομασία προέλευσης... - Η μακρά ιστορία από την αρχή
Λέγεται ότι κάποια στιγμή που ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης στεκόταν αμίλητος και βλοσυρός σε κάποια γωνία παρακολουθώντας τα τεκταινόμενα, τον πλησίασε ο βασιλιάς Οθων να τον ρωτήσει γιατί δεν συμμετέχει, με τον Γέρο του Μοριά να του απαντά, δείχνοντας το χάσμα που προέκυπτε ανάμεσα σε αυτό που ερχόταν και εκείνο που έφευγε: «Μεγαλειότατε, σκέφτομαι τι σόι ελευθερία είναι τάχα ετούτη που για χάρη της εχύσαμε το αίμα μας. Αν ήξερα πως θα λευτερώναμε την Ελλάδα από τον Τούρκο, θα λευτερώναμε κιόλας τις γυναίκες μας από την αρετή και τη σεμνότητα για να τις αγκαλιάζει ο καθένας, πίστεψέ με, Μεγαλειότατε, πως δεν θα πολέμαγα εφτά χρόνια»…
Τα βαυαρικά σχόλια για τις τουαλέτες των Ελληνίδων
Η καλύτερη περιγραφή της βραδιάς ανήκει στην παιδαγωγό και κυρία της Τιμής της Αμαλίας, Ιουλία Νόρντενφλιχτ, που δεν μιλούσε με τα καλύτερα λόγια για τα φορέματα και την παρουσία των Ελληνίδων: «Οι ευρωπαϊκές τουαλέτες των ξένων κυριών, φτιαγμένες με εξαιρετική καλαισθησία, σύμφωνα με την τελευταία λέξη της μόδας του Πτι Κυριέ, αποτελούσαν ζωηρή αντίθεση με τις μεταξωτές αμφιέσεις των νεωτεριζουσών Ελληνίδων, ολομέταξες και χρυσοκέντητες, αλλά χωρίς ίχνος καλαισθησίας πάνω τους. Το μόνο τους προσόν ήταν ένας αλλόκοτος και χωριάτικος συνδυασμός χρωμάτων. Μερικές από τις προσκεκλημένες είχαν στολισμένα τα μαλλιά τους με φτερά κι άλλες φορούσαν ενδυμασίες ολόκληρες με δαντέλα. Εβλεπε όμως κανείς εκεί μέσα, στο πολύχρωμο μωσαϊκό, πολλές Ελληνίδες, νέες και ηλικιωμένες, με τη γραφική ενδυμασία. Οι περισσότερες ήταν νησιώτισσες και μία από αυτές, Υδραία στην καταγωγή, ήταν τύπος αρχαίας καλλονής. Βαθύτατη αίσθηση έκανε η νεαρή ανιψιά του Χατζάκου, με το χρυσοκέντητο καφέ κοντογούνι της, το πολύχρωμο φόρεμά της και το κόκκινο φέσι της που ταίριαζε θαυμάσια με το λεπτοκαμωμένο και ευγενικό πρόσωπό της, τ’ αμυγδαλωτά μάτια της και τις μαύρες μπούκλες της. Αλλες πάλι κυρίες φορούσαν χρυσοΰφαντες τουαλέτες πολύ ιδιόρρυθμες…».
Βέβαια, ελάχιστο διάστημα μετά, η ίδια κυρία αλλάζει εντελώς άποψη για τις Ελληνίδες και το ντύσιμό τους εκφράζοντας πλέον το θαυμασμό της γι’ αυτές: «Δεν ξέρω ακόμα τι υφάσματα και είδη γυναικείου καλλωπισμού μπορεί να βρει κανείς στην αγορά της Αθήνας, αλλά φαίνεται ότι οι υπάρχουσες προμήθειες είναι πλουσιότερες απ’ ό,τι τις φανταζόμουν. Να σκεφθείς ότι προχθές το πρωί είδα μια Αθηναία κυρία σε ένα λαντό, που κρατούσε μια τόσο θαυμάσια ανοιχτή ομπρέλα, που λίγο έλειψε να τη σταματήσω και να τη ρωτήσω από πού την αγόρασε. Το φόρεμά της ήταν όλο από λεπτή δαντέλα και τα γάντια της από θαυμάσιο άσπρο κιουίρ. Και Παριζιάνα να ήταν η κυρία αυτή, δεν θα ντυνόταν έτσι. Το μόνο δυσάρεστο ήταν το άρωμά της. Ενα άρωμα βαρύ και ασυνήθιστο για εμάς τις ξένες, που οι Ελληνίδες τρελαίνονται για αυτό. Το όνομά του είναι νομίζω πατσουλί».
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΠΟΡΔΟΚΑΣ
Aπό την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής