Η τύχη το φέρνει ώστε η έξωση του βασιλικού ζεύγους Οθωνα και Αμαλίας από τη χώρα να ξεκινά με τα επαναστατικά σχέδια που εξυφαίνονται το προηγούμενο διάστημα εναντίον τους σε καφενείο της πλατείας που φέρει τότε το όνομα του μονάρχη. Οταν τον Οκτώβριο του 1862 το βασιλικό ζεύγος αναχωρεί με τη θαλαμηγό «Αμαλία» για πάντα από τη χώρα, η προσωρινή κυβέρνηση που συγκροτείται, θέλοντας να τιμήσει τον χώρο που ξεκίνησαν όλα και να σηματοδοτήσει την εθνική ενότητα που οφείλει να χαρακτηρίσει την επόμενη ημέρα, μετονομάζει την πλατεία από Οθωνος σε Ομονοίας. Στον πανηγυρικό λόγο του ο τότε πρόεδρος της προσωρινής κυβέρνησης Δημήτριος Βούλγαρης αναφέρει: «Ας ορκιστώμεν επί της πλατείας ταύτης, της λαβούσης ήδη το ωραίον της Ομονοίας όνομα, και ας είπη έκαστος εξ ημών: ορκίζομεν πίστην εις την πατρίδα και υπακοήν εις τας εθνικάς αποφάσεις».
Αυτά βέβαια σε επίπεδο ωραίων λόγων γιατί στην πράξη, τα επόμενα χρόνια, η πλατεία όχι μόνο δεν δικαιώνει την ονομασία της, αλλά αποτελεί για πολλές δεκαετίες το κέντρο αιματηρών επεισοδίων, σφοδρών συγκρούσεων και πολιτικών μονομαχιών. Μόλις μερικούς μήνες μετά, τον Ιούνιο του 1863, ο ολιγοήμερος εμφύλιος μεταξύ φιλομοναρχικών και αντιμοναρχικών ή «Πεδινών και Ορεινών», όπως ονομάζονται, μετατρέπει την ευρύτερη περιοχή σε πεδίο πολεμικών συγκρούσεων με δεκάδες νεκρούς και χρειάζεται η παρέμβαση των πρεσβευτών των Μεγάλων Δυνάμεων, που απαιτούν εκεχειρία, για να αποφευχθεί ο γενικευμένος εμφύλιος.
Τον Οκτώβριο του 1865 φοιτητική διαδήλωση στην πλατεία Ομονοίας διαλύεται με βίαιο τρόπο, ενώ ακούγονται και πυροβολισμοί στον αέρα. Στον ίδιο χώρο γίνονται, το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, μεγάλες διαδηλώσεις για το Κρητικό ζήτημα, υπέρ του Ελληνισμού της Μακεδονίας, οι προεκλογικές συγκεντρώσεις όλων των παρατάξεων. Δεν λείπουν τα συλλαλητήρια κάθε είδους κοινωνικών και συντεχνιακών διεκδικήσεων, όπως… κτηματιών για τον φόρο στις οικοδομές το 1895, η πρώτη διαδήλωση αστυνομικών για οικονομικά ζητήματα το 1896, ενώ σε νέα συγκέντρωση κτηματιών δημιουργείται και συγκέντρωση φτωχών που φωνάζουν «Θέλουμε νερό».
Το 1897 σε διαδήλωση φοιτητών με αίτημα την απομάκρυνση καθηγητή από το πανεπιστήμιο σκοτώνεται ένας φοιτητής και τραυματίζονται επτά, ενώ την ίδια χρονιά σε συγκέντρωση κατά της ειρήνης με την Τουρκία και εναντίον της βασιλικής οικογένειας, ομιλητής είναι ο Μαρίνος Αντύπας.
Στις 30 Αυγούστου 1901 φτάνουν στην Αθήνα εκατοντάδες Ρουμάνοι φοιτητές/τριες. Αγνωστο γιατί οι Αθηναίοι ενθουσιάζονται τόσο με το γεγονός που στην τελετή υποδοχής που τους γίνεται στην πλατεία Ομονοίας συγκεντρώνονται πάνω από 100.000 άτομα, νούμερο εντυπωσιακό και για τα σημερινά δεδομένα. Πάνω στον αντίστοιχο ενθουσιασμό τους για την απρόσμενη παλλαϊκή υποδοχή, οι Ρουμάνοι φοιτητές πετούν τα καπέλα τους στον αέρα φωνάζοντας «τραγιάσκα», που στη γλώσσα τους σημαίνει «ζήτω». Οι Αθηναίοι θεωρώντας ότι έτσι ονομάζονται τα καπέλα τους, δίνουν την ονομασία τραγιάσκα σε αυτού του τύπου τα καπέλα, δημιουργώντας έτσι μια νέα μόδα, όπως αναφέρει εφημερίδα λίγους μήνες μετά: «Η επίσκεψη των Ρουμάνων έδωκε μιαν καλήν έμπνευσιν εις την βιομηχανία των πιλοποιών, την κατασκευή καπέλων γυναικείων ομοίως προς εκείνα που εφόρουν οι Ρουμάνοι φοιτηταί και οι Ρουμανίδαι φοιτήτριαι».
Στις αρχές του αιώνα ένας γνωστός καβγατζής της εποχής ονόματι Μουρούζης μαζί με δέκα καβαλάρηδες μπαίνουν στην «Ηβη» που θεωρείται το πιο αριστοκρατικό μαγαζί της Ομόνοιας και αφού τα κάνουν όλα λίμπα, συνεχίζουν το καταστροφικό τους έργο στις άμαξες που βρίσκονται στην πλατεία. Το εντυπωσιακό είναι ότι όταν εκτονώθηκε το μένος του, ο Μουρούζης ρώτησε τον ιδιοκτήτη του μαγαζιού πόση ζημιά τού έκανε και τον αποζημίωσε. Για τις κατεστραμμένες άμαξες δεν γνωρίζουμε τι έγινε…
Νεκρός σε συγκέντρωση φοιτητών στην πλατεία Ομονοίας υπάρχει και στις διαμαρτυρίες για τη μετάφραση στη δημοτική της τραγωδίας «Ορέστεια» το 1903, ενώ στον ίδιο χώρο, στη διάρκεια της Μεσοολυμπιάδας, γίνεται η λαμπρότατη επίσημη υποδοχή του βασιλικού ζεύγους της Αγγλίας. Παρότι μετά τον τερματισμό των Βαλκανικών πολέμων συγκεντρώνονται στην πλατεία, ως λάφυρα, εκατοντάδες βουλγαρικά και τουρκικά τηλεβόλα δίνοντας στον χώρο όψη στρατοπέδου, πυροβολισμός ακούγεται τρία χρόνια μετά από το πλέον απρόσμενο σημείο. Στις 13 Μαΐου 1920 η πολιτική όξυνση της εποχής μεταμορφώνει την παράσταση της Μαρίκας Κοτοπούλη στο ομώνυμο θέατρο της πλατείας σε… Αγρια Δύση. Εν μέσω παράστασης πέφτει ξύλο μεταξύ των θεατών, καρέκλες πετάγονται στον αέρα, ενώ δεν λείπουν οι πυροβολισμοί.
Ο αριθμός και η ποικιλία των συγκεντρώσεων που γίνονται αυτή την περίοδο στην πλατεία είναι πολύ μεγάλος αλλά κάποιες από αυτές ξεχωρίζουν. Τον Μάρτιο του 1908 οι συγκεντρωμένοι ζητούν από την κυβέρνηση να μην αγοράσει γαλλικά υποβρύχια, φωνάζοντας συνθήματα όπως: «Κάτω τα σκάουτς», «Κάτω τα υποβρύχια». Σε παμπροσφυγικό συλλαλητήριο τον Ιανουάριο του 1923 ένας εκ των ομιλητών είναι Τούρκος αντικεμαλιστής που εκδηλώνει τη συμπαράστασή του στους ξεριζωμένους πρόσφυγες. Πιθανότατα είναι η πρώτη φορά που έχουμε Τούρκο ομιλητή σε συγκέντρωση στην Ελλάδα, να μιλάει μάλιστα για ένα τέτοιο «καυτό» ζήτημα. Εξίσου περίεργη είναι η συγκέντρωση που γίνεται στην Ομόνοια τον Απρίλιο του 1926 για να υποστηριχτεί η δικτατορία Πάγκαλου με συνθήματα όπως: «Ζήτω ο Πάγκαλος», «Οχι αίματα».
Στην Ομόνοια γίνεται η πρώτη αντιστασιακή ενέργεια την περίοδο της γερμανικής Κατοχής, όταν μόλις δέκα μέρες μετά την είσοδο των κατακτητών στην πόλη οι θαμώνες της πλατείας παίρνουν στο κυνήγι Ιταλούς αξιωματικούς. Στα Δεκεμβριανά η πλατεία είναι στο επίκεντρο των συγκρούσεων, εκεί γίνονται τη δεκαετία του ‘50 τα περισσότερα καθημερινά συλλαλητήρια υποστήριξης του κυπριακού λαού για ανεξαρτησία και ένωση με την Ελλάδα, εκεί συγκεντρώνονται και πανηγυρίζουν οι φίλαθλοι τις μεγάλες εθνικές και οπαδικές επιτυχίες στον αθλητισμό.
Ο Τσιν Τσον, ο «Αψε Σβήσε» και ο «Χάρης»
Επειδή ιστορία μιας περιοχής δεν είναι μόνο τα κτίρια, τα σημαντικά γεγονότα και οι προσωπικότητες που περνούν από εκεί, αξίζει να μνημονεύσουμε κάποιες μορφές που ζουν στο περιθώριο της πλατείας Ομονοίας. Είμαστε σίγουροι ότι σήμερα αυτές οι μορφές είναι πολλαπλάσιες και περισσότερο ανώνυμες…
Ο Τσιν Τσον είναι Ασιάτης πλανόδιος έμπορος, απροσδιόριστης εθνικότητας, των αρχών του αιώνα. Θεωρείται ο πρώτος «ντίλερ» ναρκωτικών στην Ελλάδα. Πουλά χασίς, κοκαΐνη, ενώ αποτελεί μέγα διαφημιστή της νικοτίνης και «της ηδονής που προσφέρει». «Ιδικοί του άνθρωποι ήσαν όλαι αι κατ’ επάγγελμα ή ερασιτεχνικώς αθλιότητες των κέντρων της Ομονοίας και οι κουρελιασμένοι τύποι της νυχτερινής εργασίας», γράφει γι’ αυτόν λογοτεχνικό έντυπο του Μεσοπολέμου. Είναι τόσο δημοφιλής στους ανθρώπους της νυχτερινής Ομόνοιας, που προσπαθεί να γίνει δημοτικός σύμβουλος, έχοντας ως προεκλογική του εξαγγελία τη στέγαση της Αθήνας με γυάλινο θόλο.
Ο «Αψε Σβήσε» είναι κουρέας της πλατείας στα τέλη του 19ου αιώνα, με καλλιτεχνικές ανησυχίες. Γράφει το θεατρικό έργο «Χάιδω η λυγερή», που ανεβαίνει σε μία και μοναδική παράσταση στο διπλανό με το μαγαζί του θέατρο «Κοτοπούλη». Παρότι όλοι πηγαίνουν σε αυτή για να χλευάσουν και να πετάξουν μαξιλάρια, στο τέλος τον αποθεώνουν και τον μεταφέρουν σηκωτό στο κουρείο του, αφού υπόσχεται ότι δεν… θα ξαναγράψει άλλο θεατρικό έργο…
Μεταπολιτευτικά υπάρχει ο «Χάρης» που μεσολαβεί στην πιάτσα ταξί μεταξύ ταξιτζή και πελάτη. Αν ο τελευταίος τελικά μπει στο ταξί, ο Χάρης απλώνει το χέρι και ζητά τα «μεσιτικά» του. Τη δεκαετία του ‘80 στην πλατεία κυκλοφορεί με τα χέρια στις τσέπες ένας ψηλός μουσάτος που φορά πάντα μία σταχτιά εργατική φόρμα και όλα πάνω του είναι κόκκινα, κάλτσες, σκούφος, μπαλώματα, ενώ έχει πάντα πολλά κόκκινα στιλό. Το όνομά του είναι άγνωστο και οι φήμες λένε ότι έχασε τα λογικά του μετά από ένα ναυάγιο. Την ίδια περίοδο στους δρόμους και τα στενά πέριξ της πλατείας γυρνά όλη την ημέρα μια μικροκαμωμένη κυρία η οποία βγάζει ανατριχιαστικές κραυγές ως κόκορας. Εκεί είναι και μια ηλικιωμένη γυναίκα, που είναι τόσο σκυφτή, που νομίζεις ότι η μύτη της ακουμπά στην άσφαλτο. Σέρνει πάντα πίσω της δεκάδες σακούλες με διάφορα μικροπράγματα.
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής