Στην Αττική, κέντρο των καρναβαλικών εκδηλώσεων είναι η Αθήνα, με τους κατοίκους της να περιμένουν όλη τη χρονιά τα Κούλουμα. Κάθε περιοχή διοργανώνει το δικό της γλέντι που βασίζεται σε αυτοσχεδιασμούς της στιγμής, παρά σε κάποιο οργανωμένο σχέδιο.
Ψυχή των ημερών αποτελούν ομάδες νεαρών, μαζί με κάποιες θαρραλέες κοπέλες, συνοδευόμενες πάντα από καβαλιέρους, που εφορμούν μεταμφιεσμένοι στα σπίτια της γειτονιάς. Ο αρχηγός της παρέας ρωτά τον σπιτονοικοκύρη αν δέχεται μασκαράδες και μετά την καταφατική απάντηση, η ομάδα… εισβάλλει στο σπίτι και αρχίζει τα πειράγματα.
Οσο περισσότερη ώρα παραμένουν οι μασκαράδες σπίτι χωρίς ν’ αναγνωριστούν τόσο πιο πετυχημένη θεωρείται η μεταμφίεση. Κάποιες παρεκτροπές που γίνονται στο διονυσιακό κλίμα των ημερών υποχρεώνουν το 1889 την Αστυνομία να βγάλει επίσημη ανακοίνωση για το φαινόμενο: «Απαγορεύεται στους μεταμφιεσμένους Αθηνών-Πειραιώς να εισέρχονται εις τα οικίας, φέροντες προσωπίδας, άνευ της αδείας του οικοδεσπότου και της Αστυνομίας. Επίσης, η Αστυνομία απαγορεύει στους πολίτας να μασκαρεύουν τον στρατό, τον κλήρο και τους πολιτικούς».
Δεν είναι λίγες οι φορές που μασκαρεμένες παρέες του γλεντιού εφορμούν σε καταστήματα και καφενεία αναστατώνοντας τους ανυποψίαστους θαμώνες. Πρωταγωνίστριες είναι οι γυναίκες, για τις οποίες η χαλαρότητα της Αποκριάς και η ανωνυμία της μάσκας ευνοούν, αδιανόητες για την υπόλοιπη χρονιά, παρεκτροπές… Παρακάτω οι εφημερίδες σχολιάζουν μια τέτοια… έφοδο στο καφενείο Ζαχαράτου: «Αι κυρίαι ήσαν χειραφετημέναι, μεταμορφωμέναι εις ιατρούς, δικηγόρους, βουλευτάς. Αλλά η ζωηρώτης τους ήταν αντιστρόφως ανάλογη προς την σοβαρότητα των ρόλων τους οποίους υπεδύοντο. Ο ιατρός ήταν σωστός διαβολογιατρός πειράζων όλον τον κόσμον.
Ο χειραφετημένος όμιλος έκαμε μια θορυβώδην εισβολήν εις το καφενείον Ζαχαράτου της πλατείας Συντάγματος, το οποίον επλήρωσεν έξαφνα από κρυστάλλινον θόρυβον ως να συνεκρούσθησαν όλα τα κρύσταλλα και τα γυαλιά του κυλικείου».
Ο ερχομός της Αποκριάς προαναγγέλλεται στις εισόδους των καταστημάτων με κρεμασμένες αποκριάτικες φιγούρες, μουτσούνες και φαναράκια από κολοκύθες στολισμένες με πολύχρωμες κορδέλες. Οι ταβέρνες στην Πλάκα τοποθετούν στο κέντρο του μαγαζιού ένα μεγάλο βαρέλι το οποίο βάφουν στη μία πλευρά κόκκινο και στην άλλη άσπρο και το διακοσμούν με πρόσωπα γνωστών «γερών ποτηριών» της περιοχής. Εξίσου δημοφιλείς είναι οι χοροί που διοργανώνονται στις μπιραρίες με χαμηλή τιμή εισόδου για καβαλιέρους και δωρεάν είσοδο για τις ελάχιστες ντάμες.
Στα ντυσίματα κυριαρχεί η ευκολία του ντόμινο, ενώ ευτελή υλικά της καθημερινότητας, όπως χαρτιά, σκισμένα ρούχα και λουλούδια, μεταμορφώνονται σε ευφάνταστες στολές. Οταν δεν υπάρχει τίποτα από τα παραπάνω, η λύση δίνεται από το… φούμο, που εξασφαλίζει τη μεταμφίεση και την ανωνυμία. Βλέπετε, η ελευθεριότητα των ημερών επιβάλλει αγκαλιές με αγνώστους στον δρόμο και πειράγματα που τις άλλες ημέρες θα ήταν ανεπίτρεπτα, αλλά η σωστή μεταμφίεση εξασφαλίζει την απαραίτητη τον υπόλοιπο χρόνο ανωνυμία. Οι μόνοι που δεν μπαίνουν στο διονυσιακό κλίμα των ημερών είναι οι γιατροί, που ενημερώνουν την Αστυνομία ότι η πώληση μεταχειρισμένων μασκών ενέχει κίνδυνο μόλυνσης.
Εντελώς διαφορετικό είναι το κλίμα στην αστική τάξη που αρκείται στους επίσημους χορούς σε μεγάλα σαλόνια, πρεσβείες και ξενοδοχεία, που αναγγέλλονται στις κοσμικές στήλες των εφημερίδων. Εκεί, το ντύσιμο περιλαμβάνει εντυπωσιακές δημιουργίες, που ετοιμάζονται σε ράφτες αρκετούς μήνες πριν. Ο τόνος στους κοσμικούς χορούς δίνεται από ορχήστρες πέντε έως επτά οργάνων, που, παρά την εορταστική ατμόσφαιρα, διατηρούν τη σοβαρότητά τους, με πρώτο τον χοροδιδάσκαλο που φορώντας φράκο, παπούτσι λουστρίνι και σκληρό καπέλο, προσπαθεί να «επιβληθεί» στην ορχήστρα του.
Η μεγάλη συμμετοχή του κόσμου στην αθηναϊκή Αποκριά δημιουργεί στον Μεσοπόλεμο ένα νέο θεατρικό είδος, την αποκριάτικη επιθεώρηση, που ξεκινά τον Φεβρουάριο του 1917 με το έργο του Αιμίλιου Δραγάτση «Το Καρναβάλι». Η επιτυχία του έργου, στο οποίο πρωταγωνιστούν ο Αγγελος Χρυσομάλλης και ο εξελληνισμένος Γάλλος κωμικός Βιλλάρ, οδηγεί στην προσπάθεια αντιγραφής του τις επόμενες χρονιές. Ηδη το 1920 η αποκριάτικη επιθεώρηση αποτελεί καθεστώς και, κατά τις εφημερίδες, ελάχιστα θέατρα μπορούν ν’ αντισταθούν: «Φαίνεται κάποια προδιάθεσις να μην μείνη αθηναϊκόν θέατρον όπου να μην παίζη αποκριάτικη επιθεώρησιν. Ο ύψιστος ας ευδοκήση να διαφυλάξη από το τόλμημα τους θιάσους Ωδείον και Κυβέλης». Τα κείμενα του νέου αυτού θεατρικού είδους γράφονται από ονόματα όπως Τίμος Μωραϊτίνης, Αντώνης Βώττης, Πολύβιος Δημητρακόπουλος, Ζάχος Θάνος κ.λπ., ενώ καθοριστικός είναι ο ρόλος των σκηνογράφων που με μάσκες, γιρλάντες, ζωγραφιές και χιουμοριστικά πανό δίνουν πανηγυρικό τόνο.
Οι παραστάσεις αυτές δεν περιλαμβάνουν μόνο χιουμοριστικά κείμενα της πολιτικοοικονομικής επικαιρότητας όπως η κλασική επιθεώρηση, αλλά είναι κάτι ανάμεσα σε αναψυκτήριο και το σημερινό σταντ κόμεντι. Διαγωνισμοί χορού, συμμετοχή του κοινού με καζούρα στους ηθοποιούς και αντίστροφα, ανταλλαγή χαρτοπόλεμου και κομφετί και φυσικά τολμηρές ατάκες στο κλίμα των ημερών, που κάνουν τις εφημερίδες να σπεύδουν να ενημερώσουν τους αναγνώστες τους ότι το θέαμα είναι ακατάλληλο για δεσποινίδες. Πολλές φορές οι ιδιόμορφες αυτές παραστάσεις ολοκληρώνονται με μεγάλο πάρτι όπου κοινό και ηθοποιοί ξεφαντώνουν μαζί.
Η μόδα της αποκριάτικης επιθεώρησης κρατά μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’20 οπότε παρακμάζει μαζί με τα προπολεμικά έθιμα. Η όξυνση των οικονομικών προβλημάτων, συνέπεια της χρεοκοπίας του 1932, καθώς και τα ταραγμένα πολιτικά χρόνια που ακολουθούν (δικτατορία Μεταξά, Κατοχή, Εμφύλιος) δεν αφήνουν περιθώριο για διονυσιακά μασκαρέματα, αλλά μόνο για πολιτικά…
Το… άγνωστο της μάσκας
Οι αποκριάτικες μεταμφιέσεις εκτός από την ανωνυμία εξασφαλίζουν κάποιες ώρες απενοχοποιημένου φλερτ, χωρίς όμως να λείπουν τα προβλήματα που δημιουργεί το άγνωστο της μάσκας.
Ο αρθρογράφος εφημερίδας του 1907 αναλύει γιατί η τέχνη της μεταμφίεσης γειτονεύει με αυτή της παραπλάνησης: «Διότι όλαι σχεδόν αι μεταμφιεσμέναι κυρίαι μάς φαίνονται ωραίαι. Διότι όλας τας μαντεύομεν ωραίας, καθ’ υπερβολήν ωραίας από εν ωραίον το οποίον δεν εκαλύφθη επίτηδες ή το οποίον δεν ήτο δυνατόν να καλυφθή ή το οποίον έμεινε ασκέπαστον εξ απροσεξίας. Μια τούφα ωραίων σγουρών μαλλιών, ένα στόμα μικρό με δύο σειράς φωτεινών οδόντων, γεμάτο λευκότητα και φως ή δυο χεράκια μικρά μάς υπόσχονται πολλά, μας ομιλούν περί πολλών. Εγώ τουλάχιστον, το ομολογώ, είναι αδύνατον να μην συγκινηθώ όταν ευρεθώ απέναντι μιας μάσκας, η οποία θέλει να με βασανίση. Δεν ηξεύρω διατί την φαντάζομαι ωραίαν. Διότι δεν ημπορώ να την φαντασθώ άσχημη. Βλέπω έξαφνα ωραία μαλλιά ή ωραίο στόμα. Και αρχίζω με την φαντασίαν μου να συμπληρώνω μιαν κούκλαν. Και το σώμα; Θα με ερωτήσετε. Συνήθως είναι κομψόν, ή είναι κομψόν ή δε φαίνεται διότι διπλώνεται και χάνεται εις τα κύματα ενός ωκεανού μετάξης. Υποθέτω δεν υπάρχει τελειοτέρα καλλονή από εκείνην που φαντάζεται κανείς. Και δεν υπάρχει γοητεία μεγαλυτέρα από την γοητείαν ενός αινίγματος. Αι γυναίκες είναι αίνιγμα και χωρίς προσωπίδα. Οταν δε, φορέσουν και μάσκαν, γίνονται αίνιγμα διπλούν και βασανίζουν περισσότερον.
Δεν προσπαθώ να πείσω τους ομοφύλους μου ότι πρέπει να αλιεύουν συζύγους από το πλήθος των προσωπιδοφόρων των Απόκρεω. Η τοιαύτη διά δυναμίτιδος αλιεία απαγορεύεται υπό της λογικής. Προσπαθώ μάλλον ν’ αποδείξω ότι η προσωπίς είναι το ωραιότερον στόλισμα εις την γυναίκα. Την δεικνύει πάντοτε ωραίαν. Εννοείται ότι υπάρχουν εις τον κόσμον αυτόν και συμφοραί. Και υπάρχουν και προσωπίδες αι οποίαι αφού σας τρελάνουν με υποσχέσεις συγκινητικάς και γλυκυτάτας, σας δεικνύουν έπειτα την φρίκην. Αλλά πιστεύσατε ότι αυταί είναι εξαιρέσεις και ότι τοιαύτας εκπλήξεις σπανίως δοκιμάζει κανείς. Η άσχημος, όταν βεβαιωθή πλέον ότι εσχηματίσθη πεποίθησις ότι είναι ωραία, δεν βγάζει πλέον την μάσκα της και αν ακόμη πληροφορηθή ότι εξημέρωσε Καθαρά Δευτέρα. Μόνον η ωραία, αφού βασανίσει και τυραννήσει με την μάσκαν, αποκαλύπτεται διά να τυραννήση και βασανίση και δίχως μάσκαν».
Δείτε εδώ όλες τις ιστορίες της Χρονομηχανής του «Ε.Τ.»
Από τον Ελεύθερο Τύπο της Κυριακής