Η λαϊκή οργή ενάντια στο θρησκευτικό εκβιασμό οδηγεί στην κυρίαρχη αντίληψη «καλύτερα σαρίκι τουρκικό, παρά τιάρα παπική». Κάποιες προσπάθειες Δυτικών για την υπεράσπιση της Κωνσταντινούπολης είναι αποσπασματικές και μεμονωμένες και οδηγούνται σε στρατιωτική ήττα από τους Οθωμανούς στη Νικόπολη το 1396. Παρότι οι στιγμές της πολιορκίας και Αλωσης της Κωνσταντινούπολης επηρεάζουν άμεσα και μακροπρόθεσμα την πορεία του τότε κόσμου, οι ιστορικοί που ασχολήθηκαν με τα γεγονότα είναι λίγοι. Τους σημαντικότερους θα γνωρίσουμε παρακάτω.
Ο Βενετός γιατρός Νικολό Μπάρμπαρο δίνει αρκετά στοιχεία για τη διάρκεια πολιορκίας της Βασιλεύουσας, αφού κατάφερε να διαφύγει με πλοίο από αυτήν την ημέρα της Αλωσης. Στο κείμενό του προσφέρει πολλές πληροφορίες για όσα διαδραματίστηκαν μεταξύ των αντιμαχομένων στη θάλασσα, ενώ δεν διστάζει να τα βάλει με τους Γενοβέζους υποστηρικτές της Πόλης, αποδίδοντάς τους σκληρούς χαρακτηρισμούς, όπως «σκύλοι», «προδότες», «εχθροί της χριστιανικής πίστης», «καταραμένοι», «εχθροί της πίστης του Χριστού, που προτίμησαν να προδώσουν τους χριστιανούς για να φανούν φίλοι στον Τούρκο αφέντη»…
Ο Μιχαήλ Κριόβουλος ο Ιμβριος αναφέρεται στην Αλωση στο βιβλίο του «Ιστορίαι». Δεν ήταν παρών στα γεγονότα, κάτι το οποίο δείχνει ότι μάλλον στηρίχθηκε σε προφορικές και έμμεσες μαρτυρίες. Καταγράφει τα γεγονότα από την τουρκική πλευρά και το έργο του είναι εγκωμιαστικό για τον Μωάμεθ, αφού δεν αναφέρει τίποτα αρνητικό γι’ αυτόν. Ο Λαονίκος Χαλκοκονδύλης δεν ήταν αυτόπτης μάρτυρας. Εγραψε τις «Αποδείξεις ιστοριών», στις οποίες δεν αναφέρει πολλά για την Αλωση και όταν το κάνει, μιλά κυρίως για την πολιορκία της Βασιλεύουσας.
Ο Λεονάρδος ο Χίος ήταν Ελληνας καθολικός επίσκοπος Μυτιλήνης, που παρέμεινε εντός των τειχών της Κωνσταντινούπολης καθ’ όλη τη διάρκεια της πολιορκίας και ήταν αυτόπτης μάρτυρας των γεγονότων της Αλωσης. Στη διάρκεια αυτής συνελήφθη, δραπέτευσε και ενάμιση μήνα μετά έγραψε, από τη Χίο, στην οποία κατέληξε, αναφορά «κλαίγοντας και στενάζοντας» για τα συμβάντα προς τον Πάπα Νικόλαο Ε’. Σε αυτή, αναφέρεται με απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς στους Βυζαντινούς, χαρακτηρίζοντάς τους ματαιόδοξους, αυθάδεις και σκληρόκαρδους.
Θεωρούσε ως ουσιαστικότερη αιτία πτώσης της Πόλης την άρνηση των ηγετών και των κατοίκων της να αποδεχτούν την Ενωση των Εκκλησιών υπό την πρωτοκαθεδρία του Πάπα, θεωρώντας ουσιαστικά την Αλωση θεϊκή τιμωρία. Περιγράφει την πολιορκία και τις βαρβαρότητες των κατακτητών που επακολούθησαν, μέμφεται τους χριστιανούς που πολέμησαν στο πλευρό των Τούρκων, ενώ ζητά από τον Πάπα να ξεκινήσει σταυροφορία επανάκτησης της Πόλης ώστε να προλάβει η Ρώμη πιθανή επίθεση εναντίον της.
Ο Βυζαντινός ιστορικός και λόγιος Δούκας -με άγνωστο βαφτιστικό όνομα και τόπο καταγωγής- ήταν παρών στις τουρκικές προετοιμασίες για την πολιορκία της Κωνσταντινούπολης. Στο έργο του «Βυζαντίου Αλωσις» ξεκινά κάνοντας μια σύντομη ανασκόπηση στη συγκεντρωτική ιστορία του κόσμου, εστιάζοντας στην εξάπλωση των Οθωμανών στην περιοχή τον προ της Αλωσης αιώνα.
Ο ίδιος απουσίαζε από τα τραγικά γεγονότα, αλλά φτάνει αμέσως μετά την Αλωση στην Πόλη, όπου συνομιλεί με πολλούς Ελληνες και Τούρκους αυτόπτες μάρτυρες. Στην ιστορία του περιγράφει το μαρτυρικό θάνατο του Λουκά Νοταρά, διασώζοντας τα τελευταία λόγια προς τα παιδιά του, λίγο πριν τους αποκεφαλίσει ο δήμιος: «Πού είναι ο βασιλιάς μας; Χθες δεν δολοφονήθηκε; Πού είναι ο συμπέθερός μου και πατέρας σου, ο μέγας δομέστιχος; Πού είναι ο μέγας σταβλάρχης Παλαιολόγος με τους δύο γιους του; Δεν σφάχτηκαν χθες στον πόλεμο; Μακάρι να είχαμε πεθάνει κι εμείς μαζί τους. Ωστόσο και τούτη δω η ώρα είναι η κατάλληλη. Μην αμελούμε άλλο. Γιατί ποιος γνωρίζει τα όπλα του διαβόλου; Αν καθυστερήσουμε, μπορεί να χτυπηθούμε από τα δηλητηριασμένα βέλη του. Να, τώρα είναι η ευκαιρία. Να, ας πεθάνουμε κι εμείς στο όνομα Αυτού που σταυρώθηκε για το χατίρι μας, θανατώθηκε και αναστήθηκε, για να γευθούμε μαζί Του τα αγαθά Του».
Οσον αφορά στους Οθωμανούς ιστοριογράφους της Αλωσης ελάχιστη είναι η συνεισφορά τους στην απόδοση των ιστορικών εκείνων στιγμών, αφού οι περιγραφές τους είναι εξαιρετικά περιεκτικές σε σχέση με τη βαρύτητα των γεγονότων.
Σημαντικότερος εξ αυτών είναι ο Ασίκ Πασά-Ζάδε, ο οποίος μάλιστα ήταν αυτόπτης μάρτυρας της Αλωσης. «Ηλθαν και στρατοπέδευσαν γύρω από τα τείχη της Ιστανμπούλ και την απέκλεισαν εντελώς και από τη γη και από τη θάλασσα με τα πλοία τους. Είχαν 400 πλοία στη θάλασσα και άλλα 70 που τα έφεραν από τον Γαλατά ρυμουλκώντας τα πάνω στην ξηρά. Οι πολεμιστές ήταν πανέτοιμοι και ξεδίπλωσαν τις σημαίες τους. Κοντά στα θεμέλια των τειχών μπήκαν στη θάλασσα και έφτιαξαν γέφυρες κάνοντας επίθεση.
Ο πόλεμος εξακολούθησε για 50 μερόνυχτα. Την 51η μέρα ο σουλτάνος έδωσε την άδεια για ελεύθερη λεηλασία. Εκαναν νέα μεγάλη επίθεση και την 51η μέρα πήραν την ακρόπολη. Υπήρχαν πολλά πλούτη για λεηλασία. Χρυσάφι, ασήμι, διαμαντικά και ωραία υφάσματα και άλλα ακριβά αντικείμενα τοποθετήθηκαν στην αγορά του στρατοπέδου. Μετά άρχισαν να τα πουλούν. Σκλάβωσαν τους κατοίκους της πόλης, σκότωσαν τον αυτοκράτορά τους και οι γαζήδες έβαλαν χέρι στα όμορφα κορίτσια των χριστιανών. Την Τετάρτη συνέλαβαν το βεζίρη Χαλίλ Πασά με τους γιους και τους αξιωματικούς του και τους έριξαν στη φυλακή. Με συντομία, την πρώτη Παρασκευή μετά την κατάκτηση, έψαλαν τις ευχαριστίες τους στην Αγία Σοφία. Η ισλαμική παράκληση απαγγέλθηκε στο όνομα του σουλτάνου Μεχμέτ Χαν Γαζί. Η νίκη αυτή επιτελέστηκε από το σουλτάνο Μεχμέτ Χαν το έτος 857 (1453)».
Η συγκλονιστική μαρτυρία του Γεωργίου Σφραντζή
«Οι Τούρκοι άρπαζαν και αιχμαλώτιζαν όσους συναντούσαν μπροστά τους, εκείνους που προσπαθούσαν να αντισταθούν τους έσφαξαν. Και η γη σε μερικά μέρη δεν φαινόταν καθόλου από τους πολλούς νεκρούς»
Φυσικά, όταν μιλάμε για ιστοριογράφους της Αλωσης, δεν μπορεί να απουσιάζει ο σημαντικότερος εξ αυτών, ο Γεώργιος Σφραντζής ή Φραντζής, ο οποίος όχι μόνο ήταν παρών στις ιστορικές εκείνες στιγμές, αλλά και πρωταγωνίστησε στις προσπάθειες απόκρουσης των Οθωμανών. Δεκαπέντε χρόνια μετά την Αλωση γράφει το «Μικρόν Χρονικόν» και το «Μεγάλο Χρονικόν» που αναφέρεται στις τελευταίες ημέρες της Βασιλεύουσας αλλά και της οικογένειας των Παλαιολόγων. Παρότι το έργο του υπέστη αρκετές αλλοιώσεις και παραχαράξεις τα επόμενα χρόνια, παραμένει από τις πλέον αξιόπιστες μαρτυρίες και μάλιστα από έναν πρωταγωνιστή των γεγονότων.
Σε αυτόν οφείλουμε το απόσπασμα από την τελευταία ομιλία του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Παλαιολόγου προς τους τελευταίους υπερασπιστές της Πόλης: «Γνωρίζετε πολύ καλά, αδελφοί μου, ότι είμαστε υποχρεωμένοι για τέσσερα πράγματα να πολεμήσουμε μέχρι θανάτου: πρώτο, για την πίστη και τη θρησκεία μας, δεύτερο, για την πατρίδα μας, τρίτο για το βασιλέα μας, τον εκπρόσωπο του Κυρίου και, τέταρτο, για τους συγγενείς και φίλους μας. Λοιπόν, αδελφοί μου, αν θέλουμε να αγωνιζόμαστε μέχρι θανάτου για ένα από αυτά τα τέσσερα ιδανικά, πρέπει να είμαστε πολύ περισσότερο πρόθυμοι να δώσουμε τη ζωή μας και για τα τέσσερα μαζί».
Ο τελευταίος αυτοκράτορας της βυζαντινής αυτοκρατορίας, Κωνσταντίνος Παλαιολόγος
Σε αυτόν ανήκουν και οι ανατριχιαστικές περιγραφές των τελευταίων στιγμών της Πόλης: «Υστερα οι εχθροί ανέβηκαν σωρηδόν στα τείχη και διασκόρπισαν τους δικούς μας. Εγκατέλειψαν τα εξωτερικά τείχη και έμπαιναν από την πύλη καταπατώντας ο ένας τον άλλον. Αυτά γίνονταν όταν σηκώθηκε φωνή και από μέσα και από έξω και από τη μεριά του λιμανιού: Εάλω το φρούριον και τα στρατηγεία και τη σημαία άνωθεν εν τοις πύργοις έστησαν (οι Τούρκοι) και αυτή η κραυγή έτρεψε τους δικούς μας σε φυγή και ζωντάνεψε τους εχθρούς μας, οι οποίοι με ενθουσιασμό και με αλαλαγμούς, χωρίς πια κανένα φόβο, ανέβαιναν όλοι τους στα τείχη. (…) Ετσι οι εχθροί κυρίευσαν όλη την Πόλη στις 29 Μαΐου, ημέρα Τρίτη, τη δεύτερη ώρα της ημέρας, του έτους 6961 (1453). Οι Τούρκοι άρπαξαν και αιχμαλώτισαν όσους συναντούσαν μπροστά τους, εκείνους που προσπαθούσαν να αντισταθούν τους έσφαξαν. Και η γη σε μερικά μέρη δεν φαινόταν καθόλου από τους πολλούς νεκρούς».