Στις αρχές του 19ου αιώνα, λίγο πριν από το ξέσπασμα της Επανάστασης, η επικοινωνία μεταξύ κατοίκων μακρινών περιοχών του ελλαδικού χώρου είναι εξαιρετικά δύσκολη. Η διοίκηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας χρησιμοποιεί για τις διοικητικές ανάγκες έφιππους ταχυδρόμους, οι προύχοντες της εποχής εμπιστεύονται τις επιστολές τους σε ταξιδιώτες ή πληρώνουν ανθρώπους μόνο για να τις μεταφέρουν, ενώ αν οι παραλήπτες βρίσκονται στο εξωτερικό, η αποστολή γίνεται αποκλειστικά με προξενικά ταχυδρομεία.
Για τους πληβείους ραγιάδες όλα είναι πιο δύσκολα. Λειτουργεί ένα είδος ταχυδρομείου με πεζούς, οι οποίοι ταξιδεύουν πολλές μέρες για να παραδώσουν την επιστολή, ενώ πληρώνονται, από τα χωριά ή την κοινότητα όπου διανυκτερεύουν, με δωρεάν τροφή και στέγη. Η πραγματικότητα όμως λέει ότι η απομάκρυνση από το πατρικό σπίτι ισοδυναμεί με αποκοπή από την οικογένεια, αφού νέα του ταξιδιώτη έρχονται μόνο από φήμες για το τι κάνει, αν κάποιος γνωστός τον συναντήσει ή αν επιστρέψει.
Παρότι μετά την κήρυξη της Επανάστασης του 1821 η οργάνωση των επικοινωνιών καθίσταται επιτακτική ανάγκη, οι περισσότερες προσπάθειες που γίνονται από τον Δημήτριο Υψηλάντη πέφτουν στο κενό. Το 1822 ο Ιωάννης Κωλέττης δημιουργεί την πρώτη Ταχυδρομική Υπηρεσία της κυβέρνησης, ενώ αποδέχεται και την εισήγηση του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη: «Να μετακομίζονται γρήγορα οι διάφορες ειδήσεις, όσες μάλιστα εξαρτώνται από ουσιώδεις περιστάσεις και υποθέσεις πατριωτικές, των οποίων το κρίσιμο δεν χρειάζεται αναβολή».
Ετσι, δημιουργείται το πρώτο έφιππο ταχυδρομείο και μαζί του ένα αρχικό δίκτυο ταχυδρομικών γραφείων σε Επίδαυρο, Αργος και Τρίπολη. Η αποκαρδιωτική εικόνα της αλληλογραφίας στο υπό δημιουργία κρατίδιο περιγράφεται από τον Ιταλό λόγιο Τζουζέπε Πέκιο που βρίσκεται στην περιοχή το 1825 για να παρακολουθήσει τον τρόπο αξιοποίησης του δανείου που έχει δοθεί στην ελληνική επαναστατική διοίκηση: «Δεν υπάρχει κανένα ταχυδρομείο σε όλη την Πελοπόννησο. Η κυβέρνηση αλληλογραφεί με ειδικούς ταχυδρόμους, οι ιδιώτες είναι υποχρεωμένοι να χρησιμοποιήσουν ειδικό απεσταλμένο για να στείλουν επιστολή.
Οι εφημερίδες της Υδρας, της Αθήνας και του Μεσολογγίου δεν κυκλοφορούν ακόμη μεταξύ των κατωτέρων τάξεων του λαού, αλλά τις διαβάζει με απληστία η μορφωμένη τάξη. Η εφημερίδα του Μεσολογγίου συντηρείται με τις πωλήσεις της στα νησιά του Ιονίου. Η εφημερίδα της Υδρας έχει διακόσιους συνδρομητές και η εφημερίδα της Αθήνας ακόμη λιγότερους». Στις 28 Σεπτεμβρίου 1828 ο κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας υπογράφει ψήφισμα «περί συστάσεως τακτικής ταχυδρομικής συγκοινωνίας» δημιουργώντας έτσι το Γενικόν Ταχυδρομείον.
Το 1834 συνδέονται με τη νέα υπηρεσία και τα νησιά, ενώ δύο χρόνια μετά η αλληλογραφία Αθήνας-Πειραιά δεν γίνεται πλέον με τα πόδια αλλά με άμαξα. Η εμφάνιση ταχυδρόμου σε πόλεις και χωριά της επαρχίας θεωρείται κορυφαίο γεγονός και συγκεντρώνει το ενδιαφέρον όλης της κοινότητας.
Τα πρώιμα χρόνια λειτουργίας του, ο ταχυδρόμος φτάνει στον προορισμό του μετά από πολυήμερο και εξαντλητικό ταξίδι, στέκεται στη μέση της πλατείας, ανεβαίνει πάνω σε ένα βαρέλι, διαβάζει τα ονόματα των παραληπτών των επιστολών, αλλά όταν αυτοί δεν εμφανίζονται, οι τελευταίες καίγονται παρουσία του κοινού. Από το 1840 η τιμολόγηση των επιστολών γίνεται με γραμματόσημα, ενώ το πρώτο ελληνικό γραμματόσημο, με την κεφαλή του Ερμή, κυκλοφορεί το 1861.
Τα πρώτα γραμματοκιβώτια εμφανίζονται στις πόλεις στα τέλη του 19ου αιώνα, αρχικά ως ξεχωριστά κιβώτια στις γωνίες των δρόμων και μετά στους τοίχους. Ηταν τέτοια η κίνηση που είχαν που η εξαγωγή των επιστολών γινόταν πέντε με έξι φορές την ημέρα. Δεκαετίες μετά αποκτούν κίτρινο χρώμα, φτάνοντας στη σημερινή κατάργησή τους, όπου παραμένουν, αποκλειστικά, στους εξωτερικούς χώρους των ταχυδρομείων.
Χαρακτηριστικά της πρώτης αυτής «ηρωικής» περιόδου των ταχυδρομείων είναι οι ελλείψεις σε προσωπικό και μέσα. Σε συνδυασμό με την ανυπαρξία δρόμων και μέσων μεταφοράς έχουν ως αποτέλεσμα την τεράστια καθυστέρηση στην παράδοση των επιστολών, όταν αυτή γίνεται, αφού είναι πολύ συχνό το φαινόμενο της απώλειάς τους με αποτέλεσμα πολλοί να καταλήγουν στην ακριβή λύση των συστημένων γραμμάτων.
Η Ταχυδρομική Υπηρεσία συγκεντρώνει πολλά παράπονα των πολιτών και τη χλεύη των εφημερίδων που αναφέρουν για τα γραμματοκιβώτια: «Εις τα οποία ρίχνετε τις επιστολές σας και ησυχάζετε βέβαιοι ότι δεν θα έβγουν ποτέ από εκεί μέσα». Στο καρναβάλι της Αθήνας του 1899, πάνω στο μεγάλο κάρο της παρέλασης των αρμάτων, υπάρχει μια τεράστια χελώνα που παριστάνει τα ελληνικά ταχυδρομεία, με τους καρναβαλιστές να παραδίδουν στον πρόεδρο του κομιτάτου γράμμα που είχε αποσταλεί πριν από ένα μήνα.
Το 1908 εφημερίδα αναφέρει σκωπτικά για τις καθυστερήσεις: «Αλλά ενώ εγώ και μετ’ εμού ολόκληρος η κοινωνία μας αναμένομεν βελτίωσιν, τουναντίον τα του ταχυδρομείου οι μέραι βαίνουσιν ακατάσχετα προς τα χείρω, ακολουθούντα τα παιδιά του Αράπη, άτινα όσο πάνε και μαυρίζουν».
Αλλο χαρακτηριστικό της περιόδου αυτής είναι το εύρος της λογοκρισίας των επιστολών που πολλές φορές θεωρείται αυτονόητη. Στα πρώτα μεταεπαναστατικά χρόνια μάλιστα η λογοκρισία είναι θεσμοθετημένη με διαταγή του υπουργού Εσωτερικών και Αστυνομίας Παπαφλέσσα, ενώ συνηθίζεται -για λόγους ασφαλείας- πολιτικοί και καπεταναίοι, αφού σταματούν τους ταχυδρόμους, να διαβάζουν τα γράμματα και εν συνεχεία να τα επιστρέφουν στον ταχυδρόμο μαζί με μια επιστολή συγνώμης για τον παραλήπτη.
Ο έλεγχος της αλληλογραφίας άλλωστε αποτελεί πάντα προτεραιότητα κάθε δικτατορίας, εμπόλεμης κατάστασης, εμφυλίου κ.λπ. Παρά τις δυσκολίες, η παρουσία του ταχυδρομείου αποτελεί πάγιο αίτημα όλων των πόλεων και χωριών και σταθερό πολιτικό ρουσφέτι. Σε επιστολή τους προς τον υπουργό Εσωτερικών Λεβίδη οι κάτοικοι της Βυτίνας, το 1909, διαμαρτύρονται για τις καθυστερήσεις του ταχυδρομείου στην περιοχή τους, χαρακτηρίζοντάς το ως «πράγματος μάλιστα οιασδήποτε πολιτείας αναγκαίου». Σταδιακά όμως, η φιγούρα του ταχυδρόμου γίνεται οικεία παντού, ενώ η προσμονή της εμφάνισής του αποτελεί ζεστή ανάμνηση των παλαιότερων.
Αίτημα το… 1902 για «ηλεκτρικό ταχυδρομείο»
Από την εποχή του μυθικού αγγελιαφόρου θεού Ερμή μέχρι τη λειτουργία των σύγχρονων ταχυδρομείων η γρήγορη μεταφορά του μηνύματος αποτελεί μόνιμη ανθρώπινη αναζήτηση. Κανείς βέβαια δεν φανταζόταν τότε ότι σήμερα αυτό μπορεί να γίνει σε οποιοδήποτε μέρος του κόσμου σε ένα δευτερόλεπτο με το πάτημα ενός κουμπιού. Κανείς;
Κι όμως, μόλις το 1902 μια ελληνική εφημερίδα αναφέρει για πρώτη φορά τον όρο «ηλεκτρικό ταχυδρομείο». Ο συντάκτης, αφού ζητά την «αποχελωνοποίηση της ταχυδρομικής και τηλεγραφικής συγκοινωνίας», συνεχίζει: «Σήμερον τα εναέρια ηλεκτρικά τραίνα, αύριον αι ιπτάμεναι μηχαναί, τώρα δε και τα ηλεκτρικά ταχυδρομεία. Πώς θα φανεί άραγε εις τους ευρισκόμενους εις τακτικήν αλληλογραφίαν, εις τους λαμβάνοντας γράμματα καθ’ εκάστην, τα οποία χρονολογούνται από δύο ετών, αν μάθουν ότι εν Ιταλία θα υπάρχει και ηλεκτρικόν ακόμα ταχυδρομείον, το οποίον αστραπιαίως θα μεταφέρει τας επιστολάς; Πώς θα φανεί εις τους Αθηναίους, τους συνηθισμένους σε ταχυδρομικούς σάκους προ δυο μηνών, η είδησις ότι οι Ιταλοί θα παίρνουν τα γράμματά τους μετά πέντε ή οκτώ το πολύ λεπτών από της στιγμής της παραδόσεως εις το κιβώτιον; Ταχύτητα ιλιγγιώδης την οποία δεν θα ιδή ποτέ Ελλην ταχυδρόμος. Ισως να δει και άλλα μαρμάρινα μέγαρα ταχυδρομείων και τηλεγράφων αλλά ταχύτητα αύτην ποτέ».
Τι ήταν το ηλεκτρικό ταχυδρομείο που «τα πάντα, από της εις το κυτίον εναποθέσεως των επιστολών μέχρι της αφίξεως εις ορισμένον μέρος, εκτελούνται μηχανικώς»; Αποτελείτο από μικρά και ελαφρά αλουμινένια κιβώτια σε σχήμα βαγονιών, τα οποία κινούνταν με ταχύτητα κατά μήκος γραμμής συρμάτων: «Αι εξ αλουμινίου μικροσκοπικαί άμαξαι θ’ αναχωρώσι κάθε πέντε λεπτών, ενώ θα γίνονται δε και διακλαδώσεις».
Εννοείται ότι το σύστημα αυτό δεν εγκαταστάθηκε ποτέ στην Ιταλία ούτε σε κανένα άλλο μέρος του κόσμου. Η δε φράση θα ξανακουστεί μετά από 80 χρόνια, αποτελώντας σήμερα καθημερινή συνήθεια και τον προσωπικό μας «ταχυδρόμο».
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου
[dynamic-sidebar id=”post-area-diabaste”]