Γράφει ο Πέτρος Κασφίκης
Ειδικότερα, η έκθεση εστιάζει στην νότια πτέρυγα της ΕΕ αναλύοντας τον βαθμό της πολιτικής διείσδυσης που έχει επιτύχει η Ρωσία στην Ελλάδα, την Ιταλία, και την Ισπανία.
Όπως αναφέρεται οι συγκεκριμένες χώρες αποτελούν τον αδύναμο κρίκο της ένωσης, καθώς κλήθηκαν να σηκώσουν σε δυσανάλογο βαθμό το βάρος της πρόσφατης οικονομικής και προσφυγικής κρίσης.
«Από το 2008 αυτές οι χώρες έχουν διψήφια νούμερα ανεργίας τα οποία έχουν συνδυαστεί με μείωση του εισοδήματος και υποχώρηση του κοινωνικού κράτους. Η ΕΕ απάντησε στην κρίση με λιτότητα, και παρόλο που αυτή η πολιτική βοήθησε στο να σταθεροποιηθεί η οικονομία, δημιούργησε εγχώρια δυσαρέσκεια εναντίον των θεσμών της ΕΕ, των παραδοσιακών κομμάτων και εν γένει του ίδιου του πολιτικού συστήματος της φιλελεύθερης δημοκρατίας».
Στην συνέχεια η έκθεση αναφέρει πως ήρθε να προστεθεί και η προσφυγική κρίση που πυροδότησε τις ήδη υπάρχουσες εντάσεις και επέτεινε την αβεβαιότητα. Αυτό το γενικότερο κλίμα αστάθειας, σύμφωνα με την έκθεση, άνοιξε την κερκόπορτα της Ευρώπης δίνοντας την ευκαιρία σε εναλλακτικά και περιθωριακά κόμματα με έναν ανατολικό γεωπολιτικό προσανατολισμό να διεκδικήσουν την δική τους θέση στη κεντρική πολιτική σκηνή.
Όπως σημειώνεται, το Κρεμλίνο άδραξε την ευκαιρία για να εκμεταλλευτεί αυτό τον κενό πολιτικό χώρο προσφέροντας πολιτική αλλά και επικοινωνιακή ενίσχυση στις φιλορωσικές δυνάμεις. Μάλιστα γίνεται ειδική αναφορά στον Ιβάν Σαββίδη και τις μιντιακές επενδύσεις που έχει πραγματοποιήσει στην Ελλάδα. Παράλληλα επισημαίνεται πως η Μόσχα χρησιμοποιεί την ανοιχτή κοινωνία των πολιτών μέσα από ένα δίκτυο οργανώσεων που προβάλουν τους ιστορικούς, θρησκευτικούς και πολιτισμικούς δεσμούς με σκοπό να υπονομεύσουν στα μάτια της κοινής γνώμης του δυτικούς θεσμούς του ΝΑΤΟ και της ΕΕ.
Τα κόμματα που διατηρούν έναν αντιδυτικό γεωπολιτικό προσανατολισμό έχουν σημαντικές ιδεολογικές διαφορές. Παρόλα αυτά, όμως, το Κρεμλίνο εργάζεται μεθοδικά για να καλλιεργήσει στενές σχέσεις τόσο με τα ακραία δεξιά όσο και με τα ακραία αριστερά κινήματα που στην προσπάθεια τους να υπονομεύσουν το πολιτικό κατεστημένο δημιουργούν περισσότερη αστάθεια και χάος. Η πεποίθηση της Μόσχας είναι ότι αυτές οι νέες πολιτικές δυνάμεις εξυπηρετούν τα ρωσικά συμφέροντα, καθώς είναι από την φύση τους ευρωσκεπτικιστές και τείνουν να ψηφίζουν ενάντια στις κοινές ευρωπαϊκές πολιτικές.
Ειδικότερα για την Ελλάδα, η έκθεση κάνει ειδική αναφορά στην Ορθοδοξία η οποία αποτελεί έναν ισχυρό ιστορικό και πολιτισμικό δεσμό, τον οποία προσπαθεί συστηματικά να εκμεταλλευτεί το Κρεμλίνο για να ανακτήσει πρόσβαση σε πολιτικούς και ιεράρχες και έτσι να βάλει το πόδι του μέσα στην ελληνική πολιτική σκηνή.
Μάλιστα η έκθεση σκιαγραφεί την εικόνα μιας πιο επιθετικής στρατηγικής, η οποία δεν περιορίζεται απλώς στην καλλιέργεια διαπροσωπικών διπλωματικών σχέσεων.
Μάλιστα γίνεται ειδική αναφορά και στο αρχικό φλερτ του Αλέξη Τσίπρα με τον Πούτιν το 2015, όπου όπως σημειώνεται ο Έλληνας πρωθυπουργός δεν κατάφερε να πάρει τίποτα από την Ρωσία την κρίσιμη στιγμή της διαπραγμάτευσης. Η ερμηνεία της έκθεσης είναι πως η Μόσχα δεν είναι έτοιμη να υποστεί το κόστος που χρειάζεται για να στηρίξει πραγματικά τους συμμάχους της. Με άλλα λόγια, αποσκοπεί σε μια μικρή επένδυση που θα παράγει μεγάλο πολιτικό κέρδος.
Τέλος, η έκθεση καταλήγει στο συμπέρασμα πως οι δυτικές δημοκρατίες μπορούν να γίνουν ανθεκτικές απέναντι στη Ρωσική διείσδυση, αλλά θα είναι όσο ισχυρές όσο θα είναι ο πιο αδύναμος κρίκος τους. Όπως αναφέρεται, χρειάζεται η σύμπραξη του κρατικού και ιδιωτικού τομέα σε συνεργασία με την κοινωνία των πολιτικών προκειμένου να βρεθούν βραχυπρόθεσμες αλλά και μακροπρόθεσμες λύσεις που θα ενισχύσουν την κοινωνική συνοχή. Για τον λόγο αυτό, η έκθεση καλεί τις πολιτικές δυνάμεις στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού να παραμείνουν σε επαγρύπνηση και να μην υποτιμήσουν τον κίνδυνο που η ρωσική επιρροή εμπεριέχει για την Ευρωατλαντική ασφάλεια.