Με άλλα λόγια, τα δάνεια στις περισσότερες κατηγορίες γίνονται ολοένα και πιο ακριβή υπόθεση για νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Είναι χαρακτηριστικό ότι, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, στην αγορά οχημάτων τα επιτόκια κυμαίνονται στο 12,59%, οι πιστωτικές κάρτες βρίσκονται πέριξ του 16%, ενώ και τα καταναλωτικά δάνεια παραμένουν σταθερά κοντά στο 15%. Κι όλα αυτά την ώρα που η απόδοση στις απλές καταθέσεις είναι παγωμένη σχεδόν σε μηδενικά επίπεδα και στις προθεσμιακές έως ένα έτος το μέσο επιτόκιο είναι στο 1,77%.
Από τη στιγμή που το τραπεζικό σύστημα εισήλθε σε ρυθμούς κανονικότητας, οι καταθέσεις αυξήθηκαν κατά 25 δισ. ευρώ μέσα σε τρία χρόνια και θα πρέπει οι τράπεζες να προχωρήσουν σε ενέργειες ώστε να μειωθεί αυτή η «ψαλίδα». Μπορούν δηλαδή να προσφέρουν ελκυστικότερα προϊόντα, όπως άρχισαν να κάνουν με τους προθεσμιακούς λογαριασμούς και με άλλες επιλογές για τους πελάτες τους. Ταυτόχρονα, όμως, θα πρέπει να συγκρατήσουν τα επιτόκια δανεισμού, τα οποία χρηματοδοτούν την ανάπτυξη. Η σύγκλιση με την υπόλοιπη Ευρώπη πρέπει να γίνει και στον τομέα των επιτοκίων.
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχει προχωρήσει σε σημαντικές αυξήσεις επιτοκίων ώστε να τιθασεύσει τον πληθωρισμό, όμως οι ελληνικές τράπεζες σε σχέση με τις άλλες ευρωπαϊκές κοστολογούν ακριβότερα τις χορηγήσεις, ενώ δίνουν μικρότερες αποδόσεις στις καταθέσεις. Αυτό πρέπει να αντιμετωπιστεί άμεσα και από τους εποπτικούς φορείς και από την Τράπεζα της Ελλάδος και από την κυβέρνηση.