Η εξέλιξη αυτή οφείλεται στην αύξηση των φόρων κατά 6 δισ. ευρώ, όχι λόγω υπερφορολόγησης, αλλά από τη μεγέθυνση της οικονομίας. Αυτή είναι και η διαφορά της φορολογικής πολιτικής που ακολουθεί η κυβέρνηση Μητσοτάκη σε σχέση με την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Η οποία πετύχαινε υπερπλεονάσματα, και μάλιστα υψηλότερα από τις μνημονιακές υποχρεώσεις, μέσα από την υπέρογκη αύξηση της φορολογίας, που είχε ως αποτέλεσμα η οικονομία να βρίσκεται σε στασιμότητα ή να αναπτύσσεται με πολύ χαμηλούς ρυθμούς σε σύγκριση και με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Η σημερινή κυβέρνηση επέλεξε να ακολουθήσει τον ακριβώς αντίθετο δρόμο: Μείωσε τους φόρους και έδωσε κίνητρα για επενδύσεις, με αποτέλεσμα η Ελλάδα να έχει πετύχει την απόλυτη ανάκαμψη μετά την ύφεση λόγω της πανδημίας και τα δημοσιονομικά έσοδα να αυξάνονται από την κίνηση στην αγορά ή την τουριστική δραστηριότητα που έχει ξεπεράσει πλέον τα επίπεδα-ρεκόρ του 2019. Με τον τρόπο αυτό, το κράτος δημιουργεί τα δημοσιονομικά περιθώρια ώστε να μπορεί να διαθέτει πόρους για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της ενεργειακής κρίσης και να στηρίζει την κοινωνία, δίνοντας προτεραιότητα στους οικονομικά πιο αδύναμους.
Ολα αυτά δείχνουν ότι η οικονομική πολιτική της κυβέρνησης βασίζεται στον ορθολογισμό και όχι στον τυχοδιωκτισμό της περιόδου Τσίπρα και αυτό βεβαίως είναι ένα σημαντικό στοιχείο που θα κριθεί από τους πολίτες στις επόμενες κάλπες.