Τρεις ένορκοι, όπως αναφέρουν τα Χανιώτικα Νέα, έκριναν πως ο κατηγορούμενος έκανε το έγκλημα “εν βρασμώ ψυχής” ωστόσο τελικώς το δικαστήριο αποφάνθηκε πως ο 61χρονος έδρασε σε πλήρη ηρεμία όταν η σύζυγός του τού ζήτησε διαζύγιο.
Ρέθυμνο: Ο γυναικοκτόνος κατακρεούργησε τη γυναίκα του με 14 μαχαιριές
Την ενοχή του κατηγορουμένου για ανθρωποκτονία με δόλο σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, είχε προτείνει νωρίτερα η εισαγγελέας. Σύμφωνα με την εισαγγελέα, ο κατηγορούμενος έκοψε το νήμα της ζωής, της επί 42 χρόνια συζύγου του επειδή εκείνη ήθελε πλέον να πάρουν διαζύγιο.
Από την απολογία του 61χρονου, έβγαλε το συμπέρασμα πως ήθελε να είναι κτήμα του η γυναίκα του και δεν δεχόταν σε καμία περίπτωση να χωρίσουν. Έτσι, συμπέρανε πως δεν υπήρχε κανένας «βρασμός ψυχικής ορμής».
Ρέθυμνο: «Συγνώμη, μακάρι να ήμουν εγώ στη θέση της»
Ο 61χρονος ζήτησε συγγνώμη από το δικαστήριο, τα παιδιά του και τα αδέρφια του. Την ίδια ώρα είπε ότι θα ήθελε να ήταν στη θέση της και αυτή στη δική του θέση.
Όσον αφορά στη μεταξύ τους σχέση υπογράμμισε ότι ήταν αγαπημένοι από την αρχή της γνωριμίας τους μέχρι την απόκτηση των παιδιών τους. Ακόμα είπε ότι η άτυχη Γεωργία για καιρό ήταν νευρική και επιθετική απέναντί του αντίθετα αυτός τη λάτρευε ό,τι και αν του έλεγε καθώς δεν είχε τη δύναμη να την στεναχωρήσει.
Αναφερόμενος στην τραγική εξέλιξη ισχυρίστηκε, ότι είχε πει και στους αστυνομικούς, πως εκείνη του επιτέθηκε πρώτη φραστικά. Τότε πήρε το μαχαίρι και έγινε ό,τι έγινε. «Τα έχασα. Θόλωσε ο νους μου. Δεν ήξερα τι έκανα», ανέφερε θέλοντας να δικαιολογήσει την πράξη του.
Στη συνέχεια ο 61χρονος συνεχίζοντας την απολογία του είπε πως το θύμα τον έλεγε ανίκανο. «Πότε δεν της είπα να φύγει από το σπίτι», τόνισε. Ιδιαίτερη αναφορά έκανε στην περίοδο που η 56χρονη αρρώστησε με κορονοϊό και χρειάστηκε να νοσηλευτεί: « Δεν ήθελε να πάει στο νοσοκομείο. Τελικά την πήγα. Ήταν πολύ άσχημα. Είχε οξυγόνο 65, αν καθυστερούσε θα είχε πεθάνει» τόνισε, σημειώνοντας πως η συμπεριφορά του ήταν άψογη.
Αντίθετα, όπως προσέθεσε, η 56χρονη δεν του είχε εμπιστοσύνη: «Ήταν καιρό νευρικιά κι επιθετική, τη ρωτούσα τί παράπονο έχει και μου είπε πως δεν έχει. Της είπα ότι δεν πάει άλλο έτσι κι αν θέλει ας φύγει να πάει με την αδερφή της και με τις φιλενάδες της» τόνισε και προσέθεσε πως «έλεγε ψέματα στις αδελφές της και τα παιδιά πως της φερόμουν άσχημα κι ότι με το ζόρι είχαμε σεξουαλική σχέση».
Για τα γεγονότα της μοιραίας μέρας,0 61χρονος ανέφερε με λεπτομέρειες τα εξής: «Γύρισα για να κόψω το τυρί. Κάθισα και μου έφερε ένα τοστ αν κι εγώ ποτέ δεν τρώω τοστ. (…) Ύστερα άρχισε να μου λέει διάφορα. Πήρε το τοστ αφού δεν το έτρωγα. Μου είπε ότι κάθε μέρα πάει και με άλλον, όπως η αδερφή μου, αλλά ότι δεν θα τον πάρω ποτέ χαμπάρι. Μου πέταξε ύστερα το πιάτο με το τοστ. Της είπα τί είναι αυτά που κάνεις; Με έπιασε και με λύγισε. Φοβήθηκα γιατί ήταν μια γυναίκα δύο μέτρα. Πήρα το μαχαίρι κι έγινε ότι έγινε. Τα έχασα. Θόλωσε ο νους μου. Δεν ήξερα τί έκανα.
Έχασα τον κόσμο. Δεν αισθανόμουνα τί έκανα. Ήταν κακή ώρα. Κακή στιγμή και με κατάστρεψε».
Ρέθυμνο: «Παντού υπήρχαν αίματα»
Υπενθυμίζεται ότι κατά τη διάρκεια της χθεσινής ακροαματικής διαδικασίας (11/12) κατέθεσε ο αστυνομικός που βρέθηκε στον τόπο του εγκλήματος ο οποίος είπε χαρακτηριστικά ότι παντού υπήρχαν αίματα ενώ κατά την έρευνα δεν βρέθηκαν ματωμένα ρούχα.
Στη συνέχεια ενώπιον του δικαστηρίου η αδερφή της άτυχης Γεωργίας ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι 61χρονος ζήλευε την 56χρονη και την καταπίεζε. Την ίδια ώρα ανέφερε ότι η αδερφή της ήταν αποφασισμένη να χωρίσει.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ήδη έχουν καταθέσει εμπειρογνώμονες αλλά και τα παιδιά της άτυχης γυναίκας. Ο μικρός γιος κατέθεσε ότι η μητέρα του ήταν άψογη και ότι ο 61χρονος ήταν ένας καλός πατέρας.
Κατά την πρώτη ημέρα της δίκης μέσα σε έντονα φορτισμένο κλίμα η κόρη της 56χρονης σε δηλώσεις που έκανε στους δημοσιογράφους ζήτησε ο πατέρας της να καταδικαστεί με τη μεγαλύτερη ποινή χωρίς αναγνώριση κανενός ελαφρυντικού, καθώς όπως τονίζει «οι γυναικοκτονίες δεν είναι απλά εγκλήματα του ποινικού κώδικα».
Οι τελευταίοι μάρτυρες
Κατά την συνεδρίαση της Δευτέρας (11/12), κατέθεσαν οι τελευταίοι μάρτυρες του κατηγορητηρίου που ήταν ένας αστυνομικός ο οποίος βρέθηκε μετά από την ομολογία του δράστη στον τόπο του εγκλήματος, το σπίτι της οικογένειας, η μία από τις αδερφές του θύματος και δύο ψυχίατροι, ο δικαστικός πραγματογνώμονας και ένας που διορίστηκε σε δεύτερη φάση από τη μεριά της υπεράσπισης.
Όπως προέκυψε, ο καθ’ ομολογίαν δράστης λάμβανε αγωγή για καταθλιπτική διαταραχή από το 2017.
Ο ψυχίατρος που όρισε η ανακρίτρια Ρεθύμνου και είδε τον κατηγορούμενο στα κρατητήρια, τρεις μέρες μετά το συμβάν, εκτίμησε με βεβαιότητα πως την ώρα του φόνου «γνώριζε ότι σκοτώνει άνθρωπο αλλά επέλεξε να το κάνει».
«Υπήρχε πάρα πολύς θυμός, αλλά γνώριζε το άδικο της πράξης (…). Τού είπε απαξιωτικά λόγια, τον πλήγωσε πάρα πολύ» τόνισε, εξηγώντας πώς αυτά επέδρασαν στο να χάσει τον αυτοέλεγχό του ο 61χρονος, σημειώνοντας πάντως ότι «τη στιγμή εκείνη είχε συνείδηση της πράξης του».
Ρέθυμνο: «Και κακό να μου κάνουνε, δεν με νοιάζει», είχε πει η 56χρονη
Νωρίτερα, στην κατάθεσή της η αδερφή της 56χρονης έκανε λόγο για ένα περιβάλλον «βίας και καταπίεσης» στο οποίο ζούσε η 56χρονη. «Δεν την άφηνε να μιλάει σε κανένα, δεν την άφηνε να κάνει μπάνιο στη θάλασσα.»
«Όλα τα έχει κάνει η αδερφή μου από τον κόπο της. Δούλευε 42χρόνια. Αυτός ήταν απών. Απών και βίαιος.
Τη βίαζε και τη χτυπούσε. Είχε αποφασίσει να φύγει. Αυτός την είχε διώξει την πρώτη φορά. Η κόρη της την πίεζε να γυρίσει σπίτι» ανέφερε, μεταξύ άλλων, στην κατάθεσή της που διήρκεσε πάνω από δύο ώρες.
Όπως είπε, σε συνομιλία τους το Σάββατο, μία μέρα πριν το συμβάν, εκείνη της είχε πει πως ίσως δεν έπρεπε να γυρίσει ενώ εκείνη, επηρεασμένη από την πίεση που της ασκούσε η κόρη της απάντησε: «Και κακό να μου κάνουνε δεν με νοιάζει. Αν μου κάνουνε κακό να με βάλετε με τη μάνα μου».
Το χρονικό της γυναικοκτονίας στο Ρέθυμνο
Το περιστατικό συνέβη το πρωί της Κυριακής 31 Ιουλίου, στο χωριό Άνω Μαλάκι του δήμου Ρεθύμνου. Εκεί μέσα στο σπίτι της οικογένειας ο καθ’ ομολογίαν δράστης επιτέθηκε στο θύμα με κτηνοτροφικό σφαχτομάχαιρο, στις 10:30 το πρωί στη διάρκεια λογομαχίας όπως ισχυρίζεται ο ίδιος ενώ λίγο αργότερα παραδόθηκε στην αστυνομία.
Πρώτος μάρτυρας κατέθεσε ο αστυνομικός της Ασφάλειας Ρεθύμνου που συμμετείχε στην παράδοση του δράστη και του μαχαιριού κάνοντας λόγο για ένα μαχαίρι με κυρτή λάμα 14 εκ. που χρησιμοποιείται για σφαγή παραγωγικών ζώων.
«Την έσφαξε σαν ζώο, η μάνα μας ήταν υπόδειγμα»
Η κόρη του ζευγαριού κατέθεσε σε δραματικούς τόνους πως εκείνη είχε πείσει τη μητέρα της να επιστρέψει στο σπίτι ενώ είχε αποφασίσει να χωρίσει, καθώς φοβόταν ότι ο δράστης μπορούσε να αυτοκτονήσει.
«Η μητέρα μου ήθελε να φύγει από το σπίτι μετά από έναν καυγά που είχαν τον Μάιο δύο μήνες πριν το συμβάν. Εγώ την είχα γυρίσει για τον γάμο του αδερφού μου αλλά μας είχε καταστήσει σαφές ότι θα χώριζε. Την στηρίζαμε όλοι τη μάνα μας για αυτήν την απόφαση. Τί συζητάμε τώρα; Αν η μάνα μας τον προκάλεσε; Ήταν υπόδειγμα και εντός και εκτός του γάμου», τόνισε.
«Δεν μας έχει ζητήσει ούτε μια συγνώμη» ανέφερε η 37χρονη, η οποία είναι στρατιωτικός και εκείνο το διάστημα βρισκόταν σε υπηρεσία στη Μέση Ανατολή.
«Νιώθω συνένοχη – δεν πρόλαβα να τη σώσω»
«Εγώ νιώθω συνένοχη στη δολοφονία της μάνας μου γιατί με κάποιο τρόπο φοβόμουνα ότι θα αυτοκτονούσε. Πήρα τρία αεροπλάνα για να έρθω, δεν την χαιρέτισα καν τη μάνα μου, την είχε πετσοκόψει, ο ιατροδικαστής δεν μας άφησε να τη δούμε.
Σαν ζώο την έσφαξε. Με το σφαχτομάχαιρο. Αυτή μας έδωσε φτερά να πετάξουμε κι εμείς της τα κόψαμε» τόνισε και ανέφερε πως η 56χρονη από το κομμωτήριο που διατηρούσε στο Ρέθυμνο, στήριζε οικονομικά το νοικοκυριό αλλά και την ίδια στην προσπάθειά της να ξαναδώσει πανελλήνιες. στη διάρκεια της κατάθεσης της που διήρκεσε πάνω από 1,5 ώρα.
«Να επιβάλλουν τη μέγιστη ποινή», είχε ζητήσει η κόρη
Σε δήλωσή της στο zarpanews.gr η κόρη του ζευγαριού, η οποία είχε παραστεί για την υποστήριξη της κατηγορίας, είχε από την πρώτη στιγμή ζητήσει δικαιοσύνη για τη μαμά της, με την επιβολή της μέγιστης ποινής για τον δράστη πατέρα της χωρίς κανένα ελαφρυντικό.
Σε δήλωσή της η κόρη της 56χρονης είχε αναφέρει ότι «οι γυναικοκτονίες δεν είναι απλά εγκλήματα του ποινικού κώδικα, είναι εγκλήματα τα οποία ενέχουν μια κοινωνική παθογένεια. Και στην αντιμετώπισή της είμαστε υπεύθυνοι όλοι μας, όποιον ρόλο και αν έχουμε αυτήν την κοινωνία. (…) Εμείς τις ευθύνες μας τις ξέρουμε πολύ καλά, δεν καταφέραμε, δεν προλάβαμε να σώσουμε τη μητέρα μας. Είμαστε όμως εδώ να πούμε την αλήθεια και αν αυτή η αλήθεια βοηθήσει έστω και μία γυναίκα να σωθεί, αυτό θα είναι μια γαλήνη για την ψύχη της μάνας μας, για τις ψυχές όλων αυτών των αθώων γυναικών που χάθηκαν τόσο άδικα», είχε τονίσει συγκλονίζοντας με τα λεγόμενά της.