Η Γερμανία βιώνει δημοσιονομική κρίση εν μέσω του αυξανόμενου ενεργειακού κόστους, της πολιτικής αστάθειας και άλλων πιεστικών ζητημάτων, όπως το μεταναστευτικό. Το 2024 προβλέπεται δύσκολο και γεμάτο εμπόδια για τον Σοσιαλδημοκράτη Oλαφ Σολτς και την κυβέρνησή του, που βρίσκεται σε ελεύθερη πτώση. Oπως έγραφε πρόσφατα ο Γερμανός οικονομολόγος Γκάμπριελ Φελμπερμάιρ στο περιοδικό «Spiegel», η ανάπτυξη στη Γερμανία βρίσκεται κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο από το 2017 και θα συνεχίσει να μειώνεται: «Η κατάσταση στη Γερμανία είναι σήμερα παρόμοια με εκείνη στην Ιταλία, στην Ισπανία και την Ελλάδα πριν από 15 χρόνια», τόνισε. Οι εικόνες, πάντως, των ακινητοποιημένων τρακτέρ και αγροτικών οχημάτων σε μήκος πολλών χιλιομέτρων έξω από το Βερολίνο θυμίζουν τον ευρωπαϊκό Νότο που δεν συμπαθούσαν -και το έδειχναν σε κάθε ευκαιρία- κάποιοι Γερμανοί πολιτικοί την εποχή της ευρωκρίσης.
Ατυχής σύγκριση
Ο καγκελάριος Oλαφ Σολτς δεν είναι σίγουρα η… αρσενική Ανγκελα Μέρκελ, όπως τον χαρακτήριζαν παλαιότερα, ίσως γιατί δεν της μοιάζει πραγματικά (παρά τη στενή συνεργασία τους στο παρελθόν) ή γιατί άλλαξαν η εποχή και η διεθνής γεωπολιτική συγκυρία.
Με έναν αιματηρό πόλεμο (στην Ουκρανία) και μια ενεργειακή κρίση μετά τη Μέρκελ, ο Σολτς έχει τα χαμηλότερα ποσοστά αποδοχής από οποιονδήποτε άλλο σύγχρονο Γερμανό ηγέτη. Τόσο η προσωπική του δημοφιλία όσο και τα ποσοστά των Σοσιαλδημοκρατών μειώνονται με ταχύ ρυθμό. Το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD) έχει χάσει 6%-7% μέσα σε έναν χρόνο: τα ποσοστά του κόμματος κυμαίνονται από 13% έως 15% στην πρόθεση ψήφου, ενώ πέρυσι τον Ιανουάριο ξεπερνούσαν το 20%. Πτώση παρουσιάζουν και τα άλλα δύο κόμματα του τριμερούς συνασπισμού: οι Πράσινοι αγγίζουν το 13%, ενώ πριν από έναν χρόνο συγκέντρωναν 18% και οι Ελεύθεροι Δημοκράτες (FDP) συρρικνώθηκαν στο 5% από το 7% – και τα τρία κόμματα μετά βίας φθάνουν το 30%, ποσοστό μικρότερο από το 32% που συγκεντρώνει η Χριστιανική Ενωση CDU/CSU (Χριστιανοδημοκράτες και Χριστιανοκοινωνιστές), που είναι πια η ισχυρότερη πολιτική δύναμη στη Γερμανία.
Δεύτερη δύναμη είναι πλέον η Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) με 22%-23%, έχοντας κερδίσει μια πολύ καλή θέση εκκίνησης για τις ευρωεκλογές του Ιουνίου, όπου ενδέχεται να σαρώσει. Οσοι Γερμανοί δεν εμπιστεύονται τις ακροδεξιές και υπερεθνικιστικές θέσεις της «Εναλλακτικής», στρέφονται προς νέες πολιτικές ομάδες, όπως τη νεοσύστατη «Συμμαχία Ζάρα Βάγκενκνεχτ» (BSW), που ξεπερνά στις δημοσκοπήσεις και το FDP συγκεντρώνοντας 7% των προτιμήσεων. Η «Αριστερά», το κόμμα από το οποίο αποχώρησε η Σάρα Βάγκενκνεχτ, συρρικνώθηκε στο 3%.
Η σάρα (Βάγκενκνεχτ) και η μάρα (AfD)
Η κατάσταση μέχρι τις ευρωεκλογές και τις τοπικές εκλογές σε τρία γερμανικά κρατίδια τον Σεπτέμβριο αναμένεται να γίνει ακόμη πιο πιεστική για τον τριμερή κυβερνητικό συνασπισμό, καθώς σε δημοσκόπηση της «Bild» μόνο το 27% των ερωτηθέντων πολιτών δηλώνει ότι τα προβλήματα θα ξεπεραστούν, ενώ το 46% εξέφρασε μεγάλη απαισιοδοξία για τα επόμενα χρόνια.
Πολλοί σχολιαστές εικάζουν πως μέχρι τις σημαντικές εκλογές του Σεπτεμβρίου ο Ολαφ Σολτς δεν θα είναι καγκελάριος, γιατί θα αντικατασταθεί για να σταματήσει η ελεύθερη πτώση του SPD. Σε ρεπορτάζ της εφημερίδας «Süddeutsche Zeitung», αναφέρθηκε πως κάποια στελέχη του SPD συζητούν την αντικατάστασή του από τον σημερινό υπουργό Αμυνας, Μπόρις Πιστόριους.
Αλλοι αναλυτές θεωρούν πως η Νέμεση για τον Σολτς θα είναι η χαρισματική Σάρα Βάγκενκνεχτ, που κατάγεται από την Ανατολική Γερμανία και έχει ήδη σαγηνεύσει πολλούς συμπατριώτες της, με ένα πολιτικό πρόγραμμα-αλαλούμ που ανακατεύει αντιευρωπαϊσμό, ξενοφοβία και αριστερή οικονομική πολιτική (ό,τι πρέπει για πολλούς Ανατολικογερμανούς που δεν θέλουν την AfD αλλά απεχθάνονται και τις υπόλοιπες δυνάμεις). Το 17% που συγκεντρώνει σε δημοσκοπήσεις στη Θουριγγία προκαλεί μεγάλο πονοκέφαλο και στην «Εναλλακτική για τη Γερμανία».
Χαβάη: Βρέθηκε πτώμα σε τροχό αεροσκάφους της United Airlines μετά την προσγείωσή του στο αεροδρόμιο
Στο κρατίδιο της Θουριγγίας οι δημοσκοπήσεις φέρουν ως πρώτη πολιτική δύναμη την Ακροδεξιά «Εναλλακτική» προς το παρόν, και μάλιστα ο Μπιορν Χέκε, επικεφαλής της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του κόμματος στο τοπικό Κοινοβούλιο (ένας αμετανόητος πρώην φιλοναζί), διεκδικεί με αξιώσεις τον πρωθυπουργικό θώκο.
Τα αίτια της ύφεσης στην Γερμανία
Στην ταινία του παλιού ελληνικού κινηματογράφου «Η νύφη το ’σκασε», ο Νίκος Ρίζος προσπαθεί να βάλει μπρος τη σακαράκα του με ένα… λουκουμάκι. Κατά την ίδια λογική, θα αρκούσε μία καφετιέρα για να φτιάξει τον χαλασμένο κινητήρα της ευρωπαϊκής ατμομηχανής. Αυτό τουλάχιστον ισχυρίζεται ο υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας, Κρίστιαν Λίντνερ!
Στη λογική του μακαρίτη Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, είναι προφανές ότι για τον Λίντνερ (το κόμμα του οποίου δεν θα έμπαινε σήμερα στην Μπούντεσταγκ, αλλά αποφάσισε εντούτοις σε εσωτερικό δημοψήφισμα να παραμείνει στον κυβερνητικό συνασπισμό) η οικονομία είναι πάνω από τους ανθρώπους. Αυτό σημαίνει ότι αρκεί να βγει η Γερμανία από τη διετή ύφεση (0,3% συρρικνώθηκε η οικονομία της το 2023), ώστε να φτιάξουν τα πράγματα. Αν το πρόβλημα των γραφειοκρατών είναι οι αριθμοί, η πλειονότητα των Γερμανών υποφέρει από την ανισότητα στην καθημερινότητά της. Σύμφωνα με την Bundesbank, το πλουσιότερο 10% των γερμανικών νοικοκυριών διαθέτει καθαρά περιουσιακά στοιχεία 725.000 ευρώ ελέγχοντας τον μισό πλούτο της χώρας, ενώ η περιουσία του φτωχότερου 40% δεν ξεπερνά τις 44.000 ευρώ.
Παρ’ όλα αυτά, ο Γερμανός υπ. Οικονομικών δήλωσε ανήσυχος για κάποιους παράγοντες της Ε.Ε. που θέλουν να μιμηθούν τις ΗΠΑ «επιδοτώντας σχεδόν τα πάντα» και δήλωσε αισιόδοξος ότι μεσοπρόθεσμα θα επιστρέψει η ανάπτυξη. Αλλοι οικονομολόγοι προβλέπουν συνέχιση της ύφεσης τους πρώτους μήνες του 2024, λόγω του επίμονου πληθωρισμού, των υψηλών τιμών ενέργειας και της χαμηλής εσωτερικής ζήτησης, κάτι που θα μπορούσε να έχει ακόμη μεγαλύτερο αντίκτυπο στη χώρα και την ευρωζώνη (στην οποία ετοιμάζεται να μπει και η Βουλγαρία μετά το 2025).
Η κρίση του 2000
Από πλευράς ΑΕΠ, η Γερμανία είναι η τέταρτη οικονομία στον κόσμο ύστερα από ΗΠΑ, Κίνα και Ιαπωνία. Βρίσκεται πολύ μπροστά από τις άλλες δυνάμεις της ευρωζώνης, Γαλλία, Ιταλία, Ισπανία, αλλά και από οικονομικούς κολοσσούς όπως η Ινδία. Ωστόσο, την κρίση που περνάει σήμερα την έχουμε ξαναδεί, έστω και σε διαφορετική εκδοχή. Ηταν στο τέλος της δεκαετίας του 1990-αρχές 2000, όταν οι κραδασμοί της ενοποίησης τη μετέτρεψαν σε «ασθενή της Ευρώπης». Εως την ώρα που ανέβηκε στην εξουσία η Ανγκελα Μέρκελ, το 2005, το επιτόκιο δανεισμού της ήταν πολύ υψηλό, αλλά της έδωσε το… φιλί της ζωής η κρίση χρέους των χωρών του ευρωπαϊκού Νότου. Μόλις η Ελλάδα, η Πορτογαλία, η Ιρλανδία και η Κύπρος έχασαν την πρόσβαση στις αγορές, η Γερμανία βρήκε την ευκαιρία να θέσει στα PIGS οικονομικούς όρους δανεισμού, που ευνοούσαν την ίδια, δείχνοντας ποιος κάνει κουμάντο στο νομισματικό μαγαζί. Ηρθαν όμως η πανδημία και ο πόλεμος στην Ουκρανία για να της κάνουν μεγάλη ζημιά, με αποτέλεσμα το ΑΕΠ της να ανακάμπτει μετα-πανδημικά με πιο βραδείς ρυθμούς ακόμη και από την Ελλάδα, τον θεωρούμενο «αδύναμο κρίκο» της ευρωζώνης.
Στην πραγματικότητα, η Γερμανία σημείωσε την τελευταία διετία τις χειρότερες επιδόσεις από όλα τα μέλη του κλαμπ, κυρίως, λόγω της πτώσης της καταναλωτικής ζήτησης και της μείωσης των δημόσιων δαπανών, συμπαρασύροντας προς τα κάτω τον μέσο όρο της ευρωζώνης.
Σύμφωνα με οικονομικούς αναλυτές, παρότι η παραδοσιακά ισχυρή γερμανική βιομηχανία αντεπεξήλθε σχετικά καλά στο σύνολό της ακόμη και σε αυτήν τη δύσκολη περίοδο (αυτοκίνητα, μηχανήματα, χημικά, φάρμακα, ηλεκτρολογικά, αγροδιατροφικός τομέας), μείζονα γεωπολιτικά προβλήματα, που υπερβαίνουν τις δυνάμεις της, συνετέλεσαν στο να αποκτήσει πρόβλημα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Αυτά είναι σε γενικές γραμμές ο πόλεμος της Ρωσίας στην Ουκρανία, που της στέρησε την απεριόριστη φθηνή ενέργεια, η επιθετική εμπορική/τεχνολογική πολιτική της Κίνας (από την οποία η Γερμανία εξαρτάται για εξαγωγές και δυσεύρετες πρώτες ύλες) και ο προστατευτισμός των ΗΠΑ, που συνεχίζεται επί Μπάιντεν.
Οπως είπε κάποιος, η Γερμανία θα αντιμετώπιζε ελάχιστα προβλήματα «αν ζούσαμε σε έναν ιδανικό κόσμο, όπου γίνονται σεβαστοί οι κανονισμοί του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου». Ομως, δεν ζούμε…
Δεν συμφέρει η μνησικακία
Οσοι Ευρωπαίοι (συμπεριλαμβανομένων ημών, των Γάλλων, των Ιταλών, των Ισπανών κ.ά.) βιάστηκαν να μιλήσουν για Θεία Δίκη, χαμογελώντας χαιρέκακα για τα δεινά της Γερμανίας, καλό είναι να το δουν πιο ψύχραιμα. Η στενή σχέση των οικονομικών της ευρωζώνης με το Βερολίνο τις καθιστά ευάλωτες στις αναταράξεις του, όπως τα βαγόνια που κινδυνεύουν να εκτροχιαστούν αν η ατμομηχανή βγει από τις ράγες. Μπορεί π.χ. ο κύριος εξαγωγικός εταίρος της Ισπανίας να είναι η Γαλλία, αλλά ο βασικός εμπορικός εταίρος της Γαλλίας είναι η Γερμανία. Εξάλλου, η κρυφή επιθυμία των «υγιών δημοσιονομικά» μελών να επωφεληθούν προσελκύοντας επενδύσεις αντί για τη Γερμανία είναι μάλλον αβάσιμη. Ρεαλιστικά, τις χώρες-μέλη του πυρήνα θα συνέφερε η Γερμανία να ανακάμψει το ταχύτερο, διαφορετικά η έλλειψη επιχειρηματικού συγχρονισμού με τις υπόλοιπες οικονομίες θα περιπλέξει τη νομισματική πολιτική της ΕΚΤ και τα επιτόκια. Κι αυτό σίγουρα δεν θα ευνοήσει χώρες όπως η Ελλάδα.
ΣΕ ΑΠΕΡΓΙΑΚΟ ΚΛΟΙΟ Η ΧΩΡΑ
Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΑΡΝΕΙΤΑΙ ΝΑ ΚΑΤΑΠΙΕΙ ΤΟ ΧΑΠΙ ΤΗΣ ΛΙΤΟΤΗΤΑΣ
Ο γερμανικός χειμώνας της οργής εξελίσσεται βαρύς, καθώς η συσσωρευμένη δυσαρέσκεια σε ζωτικούς κλάδους της οικονομίας και νοικοκυριά ξεχειλίζει πια στους δρόμους. Τα βλέμματα έκλεψαν οι χιλιάδες αγρότες που από τα αρχικά μπλόκα στην ύπαιθρο κατέληξαν προ ημερών να εισβάλουν στο Βερολίνο πάνω στα τρακτέρ συνοδευόμενοι από τα κορναρίσματα οδηγών φορτηγών. Ωστόσο, δεν είναι μόνο αυτοί.
Η αλυσίδα των απεργιακών κινητοποιήσεων και συλλαλητηρίων τον φετινό Ιανουάριο περιλαμβάνει μηχανοδηγούς στη μεγαλύτερη σε διάρκεια απεργία στην ιστορία των Γερμανικών Σιδηροδρόμων, νοσοκομειακούς και τους εργαζομένους στον τομέα της εστίασης.
Τα αιτήματα στα δελτία Τύπου και τα σλόγκαν στα πανό διαφοροποιούνται, αλλά η κοινή συνισταμένη είναι ο θυμός για την αποτυχία μιας κυβέρνησης που ανέβηκε στην εξουσία με μεταρρυθμιστική ατζέντα να δώσει λύσεις εν μέσω αυξημένου κόστους ζωής υπό το βάρος ενεργειακής κρίσης και πληθωρισμού.
Υστερα από ένα 15νθήμερο κλιμακούμενων κινητοποιήσεων η Ενωση Γερμανών Αγροτών έκανε ένα διάλειμμα αυτήν την εβδομάδα αναμένοντας απάντηση στο τελεσίγραφο προς τον τρικομματικό κυβερνητικό συνασπισμό να αποσύρει την κατάργηση της επιδότησης ντίζελ, μια κατάκτηση 70 χρόνων για τους αγρότες της Γερμανίας.
Προϋπολογισμός
Η «τρύπα» δεκάδων δισεκατομμυρίων ευρώ στον Κρατικό Προϋπολογισμό επιβάλλει επώδυνες περικοπές, είπε το Βερολίνο, αλλά δεν έπεισε το αγροτικό κίνημα που φωνάζει ότι δίνει μάχη επιβίωσης που αφορά όλους. «Οχι στον αγρότη σημαίνει όχι στα τρόφιμα, όχι στο μέλλον» είναι ένα από τα λακωνικά συνθήματα που ακούστηκαν στις διαδηλώσεις και στο τραπέζι των συνομιλιών με υπουργούς.
Οι σιδηροδρομικοί ζητούν μισθολογικές αυξήσεις, μείωση ωρών εργασίας και ένα εφάπαξ «αποζημίωσης πληθωρισμού». Οι οδηγοί φορτηγών διαμαρτύρονται για τις αυξήσεις στα διόδια. Οι μικροεπιχειρηματίες για την υψηλή φορολογία και γραφειοκρατία. Οι γιατροί που έβαλαν προειδοποιητικά λουκέτο στα χειρουργεία μεταξύ Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς περισσότερα κονδύλια για την Υγεία. Οι εστιάτορες ζητούν να αποσυρθεί η αύξηση ΦΠΑ στα ρεστοράν από 7% σε 19%. Οι εργαζόμενοι στις αποθήκες της Amazon και σε σούπερ μάρκετ όπως η αλυσίδα Aldi διεκδικούν καλύτερες συνθήκες εργασίας.
Νέο χαστούκι
Στην εικόνα προστέθηκαν οι τελευταίοι οικονομικοί δείκτες για την κατάσταση της «υγείας» της ραχοκοκαλιάς της γερμανικής οικονομίας, της βιομηχανικής παραγωγής, που δεν είναι ενθαρρυντικοί.
Η γερμανική βιομηχανική παραγωγή υποχώρησε τον Νοέμβριο, υπογραμμίζοντας τα επίμονα δεινά της μεταποίησης στη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης, επισημαίνει το Bloomberg.
Η παραγωγή μειώθηκε κατά 0,7% από τον Οκτώβριο, σύμφωνα με τη γερμανική στατιστική υπηρεσία. Πρόκειται για την έκτη συνεχόμενη μηνιαία πτώση. Η οικονομία είναι σε ύφεση, οι αναλυτές προβλέπουν συρρίκνωση της παραγωγής και το επόμενο τρίμηνο, καθώς η βιομηχανία παλεύει με τα αυξημένα κόστη ενέργειας και επιτόκια.
Με την κυβέρνηση προσκολλημένη στη λογική αυστηρής λιτότητας και στις επενδύσεις και τον παράγοντα της απεργίας στους σιδηροδρόμους που τέντωσε την εφοδιαστική αλυσίδα αυτήν την εβδομάδα, λίγοι οικονομολόγοι αναμένουν ανάκαμψη τουλάχιστον το πρώτο εξάμηνο φέτος.
Ο εφησυχασμός «εκτροχίασε» τη βιομηχανία
Η Γερμανία παραμένει η κορυφαία βιομηχανική δύναμη παγκοσμίως από το 2001, σύμφωνα με τον περσινό Δείκτη Ανταγωνιστικότητας Βιομηχανικής Επίδοσης (CIP) του Οργανισμού Βιομηχανικής Ανάπτυξης του ΟΗΕ UNIDO. Ωστόσο, χάνει έδαφος τα τελευταία χρόνια σε ανταγωνιστικότητα.
Οι αιτίες είναι πολλές, αλλά η κύρια ο εφησυχασμός στις δάφνες της επιτυχίας, σύμφωνα με πρόσφατο αφιέρωμα στην εφημερίδα «Frankfurter Allgemeine Zeitung». «Αυτό που ισχύει για τις εταιρίες ισχύει και για τις χώρες: η καλή οικονομική απόδοση μπορεί να οδηγήσει σε εφησυχασμό».
Στην αρχή της νέας χιλιετίας η Γερμανία ήταν ο «μεγάλος ασθενής» της Ευρώπης, λόγω της αποτυχίας ανασυγκρότησης της οικονομίας μετά την επανένωση. Η επί 15 χρόνια καγκελάριος Ανγκελα Μέρκελ εστίασε στη βιομηχανική παραγωγή και τις εξαγωγές και η γερμανική οικονομία πήρε τα ηνία στη Γηραιά Ηπειρο.
Κάποιες από τις νέες προκλήσεις για τη γερμανική βιομηχανική παραγωγή και οικονομία είναι εξωγενείς, όπως η παγκοσμιοποίηση, όμως πολλά προβλήματα οφείλονται σε δικά της σφάλματα, όπως η τεχνοφοβία που δεν βοηθά στον ψηφιακό μετασχηματισμό, σημειώνεται. Ανεπαρκείς επενδύσεις σε υποδομές, γραφειοκρατία και κανονισμοί που «στραγγαλίζουν» την καινοτομία άφησαν τη γερμανική ατμομηχανή αποδυναμωμένη, ανέτοιμη να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά σοκ και γεωπολιτικούς σεισμούς.
Μία πανδημία, ένας ενεργειακός πόλεμος, η νέα «φωτιά» στη Μέση Ανατολή, που επηρεάζει τις οδούς του παγκόσμιου εμπορίου, αποκάλυψαν τις χρόνιες αδυναμίες.
Στην αισιόδοξη νότα η εφημερίδα προσθέτει πως ο πυρήνας της γερμανικής βιομηχανίας μπορεί να επωφεληθεί τα επόμενα χρόνια από την Τεχνητή Νοημοσύνη, η φαρμακοβιομηχανία είναι σε τροχιά ανάκαμψης και οι μικρομεσαίοι της βιομηχανικής παραγωγής επέδειξαν ανθεκτικότητα και πόνταραν στην καινοτομία.
«Αρρυθμίες» στον γαλλογερμανικό άξονα
Το 2021, όταν η Ανγκελα Μέρκελ αποχώρησε από την καγκελαρία, η Γερμανία άλλαξε σελίδα, μαζί της και η Ευρώπη. Το «κενό» της σιδηράς πυγμής της Μέρκελ πρόθυμα θέλησε να καλύψει στον ευρωπαϊκό χώρο ο Γάλλος πρόεδρος, Εμανουέλ Μακρόν. Εν μέσω κλυδωνισμών της κυβέρνησης συνασπισμού του «φωτεινού σηματοδότη» (Σοσιαλδημοκράτες, Πράσινοι, Ελεύθεροι Δημοκράτες), τα μαύρα σύννεφα στη γερμανική οικονομία και το μάλλον απαισιόδοξο μέλλον -σε βάθος διετίας- οι τότε προβλέψεις των ειδικών φαίνεται να επιβεβαιώνονται. Ενώ η γαλλική οικονομία επιδεικνύει αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα, η μηχανή ανάπτυξης της Γερμανίας φαίνεται να σβήνει, και μάλιστα δεν είναι λίγοι αυτοί που κάνουν λόγο για τον «ασθενή της Ευρώπης». «Για αρκετά χρόνια, στο ποδόσφαιρο, η Γαλλία κυριαρχεί επί της Γερμανίας. Και τώρα είναι στα πρόθυρα να κάνει το ίδιο σε ό,τι αφορά την οικονομία», γράφει το γερμανικό περιοδικό «Der Spiegel», που σημειώνει σκωπτικά: «Η Γαλλία είναι Γερμανία, αλλά καλύτερη!».
Η πραγματικότητα
Αναλυτές, ωστόσο, σημειώνουν πως η σχέση τους δεν θα πρέπει να είναι ανταγωνιστική, καθώς οι δύο οικονομίες είναι περισσότερο αλληλεξαρτώμενες από ποτέ και το μέγεθός τους συνεπάγεται ότι πρέπει να συνεργαστούν για τη μεταρρύθμιση και την ενίσχυση της Ευρωπαϊκής Ενωσης, αν θέλουν να διεκδικήσουν την επιρροή τους σε παγκόσμιο επίπεδο. Ακόμα και η συμπόρευσή τους σε κάποια ζητήματα φαίνεται, όμως, πως δεν λειτουργεί ευεργετικά για το ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Οι κινήσεις της Γερμανίας και της Γαλλίας να μειώσουν το ενεργειακό κόστος για τις βιομηχανίες τους έχουν προκαλέσει ανησυχίες από τα μικρότερα κράτη της Ευρωπαϊκής Ενωσης ότι δεν μπορούν να ακολουθήσουν, δημιουργώντας ρωγμές στην ενιαία αγορά του μπλοκ.
Η Γερμανία βρίσκεται στο επίκεντρο και για το φαινόμενο ντόμινο που πυροδότησε στις κινητοποιήσεις αγροτών που πλέον έχουν επεκταθεί σε πληθώρα ευρωπαϊκών χωρών. Γαλλία, Βέλγιο, Ολλανδία και Ρουμανία βλέπουν τις κινητοποιήσεις των αγροτών να γιγαντώνονται. Παρά τις επιμέρους διαφοροποιήσεις, διαμαρτύρονται, κατά κύριο λόγο, για φορολογικές επιβαρύνσεις, περικοπές στα επιδόματα και για μέτρα περιβαλλοντικής προστασίας, που θεωρούν ότι πλήττουν δυσανάλογα σκληρά τον κλάδο τους.
Οι εξελίξεις δεν είναι ευχάριστες για το ευρωπαϊκό μπλοκ, που βλέπει την πιο σημαντική οικονομία στην ευρωζώνη να βρίσκεται σε ύφεση, στασιμοπληθωρισμό, που επιδρά αρνητικά στους δείκτες ανάπτυξης των άλλων χωρών. Η ανησυχία δεν περιορίζεται στην οικονομία. Στο πολιτικό σκηνικό εστιάζει η «Süddeutsche Zeitung», εκφράζοντας ευθέως αμφιβολίες για την πολιτική επιβίωση του Σοσιαλδημοκράτη καγκελάριου Ολαφ Σολτς. Οι αντιφατικοί χειρισμοί των τριών κομμάτων του κυβερνητικού συνασπισμού στην κατάρτιση του νέου προϋπολογισμού κατέληξε σε θρίλερ, με τη «FAZ» να σχολιάζει πως «δίνουν την εντύπωση ότι η πολιτική έχει εγκλωβιστεί στους αριθμούς και δεν διαθέτει πλέον καμία ευχέρεια κινήσεων».
ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΓΙΑ ΤΑ ΠΟΣΟΣΤΑ ΤΗΣ AfD
Το ακροδεξιό φάντασμα παίρνει σάρκα και οστά
Οι μεγαλειώδεις διαδηλώσεις σε όλη τη Γερμανία κατά της Ακροδεξιάς, η παρουσία του καγκελάριου και της υπουργού Εξωτερικών στο Πότσνταμ κάνουν ξεκάθαρο πόσο υψηλό είναι το διακύβευμα απέναντι σε ένα «φαινόμενο» που ξυπνά σκοτεινές μνήμες του παρελθόντος. Οπως σημειώνει στο κύριο άρθρο της η βρετανική εφημερίδα «Guardian», το κόμμα που γεννήθηκε ως μια γερμανική παραλλαγή του ευρωσκεπτικισμού προτού στραφεί σε μια ακραία αντιμεταναστευτική ατζέντα θα πρέπει να ηττηθεί στη σκέψη και στην καρδιά των Γερμανών. Και για να επιτευχθεί αυτό, η συστημική πολιτική σκηνή θα κληθεί να επιδείξει μεγαλύτερη φιλοδοξία, περισσότερη φαντασία και καλύτερα αντανακλαστικά, ξεφεύγοντας από τις βολικές ορθοδοξίες.
Από την άλλη, η ανθεκτικότητα της «Εναλλακτικής για τη Γερμανία» (AfD) αυξάνει τον προβληματισμό μεταξύ των παραδοσιακών πολιτικών που αμφιβάλλουν αν η απαγόρευση του κόμματος είναι το ιδανικό ανάχωμα στη δημοσκοπική του άνοδο ή θα λειτουργήσει ως… εύφλεκτο υλικό για την περαιτέρω διεύρυνσή του. Το «Politico» σημειώνει πως το ντιμπέιτ για την ιδανική «απάντηση» στην άνοδο της Ακροδεξιάς γίνεται υπό το πρίσμα του ναζιστικού παρελθόντος της Γερμανίας, καθώς και ο Αδόλφος Χίτλερ γιγαντώθηκε μέσω της κάλπης. Η ιστοσελίδα θέτει ακόμα μία παράμετρο που αφορά την επόμενη ημέρα από την απαγόρευση της AfD. «Πώς οι πολιτικοί θα διαχειριστούν την αντίδραση από τους υποστηρικτές του κόμματος;» διερωτάται το «Politico», υπενθυμίζοντας ότι τα κόμματα που συνιστούν την κυβέρνηση συνασπισμού βρίσκονται σε δημοσκοπική πτώση.
Ρήγμα στην κοινωνία
Ο δογματισμός της κατά τα άλλα τρικομματικής κυβέρνησης στη Γερμανία έχει αντίκτυπο όχι μόνο στην άνθηση ακροδεξιών φωνών αλλά και στη δημιουργία κοινωνικών ρηγμάτων, όπως καταγράφεται από τις ογκώδεις πολυήμερες διαδηλώσεις των αγροτών. Σε μια χώρα που η πολιτική των συναινέσεων είναι μέρος της κουλτούρας της, ο «Guardian» σημειώνει πως οι δημοσιονομικοί κανόνες μπορεί να χρειάζονται αναθεώρηση. Εν μέσω του πολωτικού κλίματος, ο αρθρογράφος εκτιμά πως μια λογική στρατηγική θα ήταν η παράταση της αναστολής του φρένου για το χρέος για τουλάχιστον ένα ακόμα έτος και όχι η λιτότητα που αποφάσισε ο φιλελεύθερος υπουργός Οικονομικών, Κρίστιαν Λίντνερ. «Αν η κυβέρνηση εμείνει σε ένα δημοσιονομικό δόγμα που δεν είναι κατάλληλο για την εποχή, θα ψυχράνει ακόμα περισσότερο το κλίμα (σ.σ.: μεταξύ κοινωνίας-πολιτικής)», σημειώνει ο «Guardian». «Υπό πίεση η ατμομηχανή της Ευρώπης» τιτλοφορείται άρθρο των «Irish Times», επικαλούμενο αναλυτές που σημειώνουν πως η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης βρίσκεται σε «μόνιμη κρίση».
Ειδήσεις σήμερα
Καιρός: Ξεκίνησε ο διήμερος χιονιάς – Πότε θα επηρεαστεί η Αττική – Ποιοι δρόμοι έχουν κλείσει
Παναγιώτης Βλαχάκος: Συγκίνηση στην επιμνημόσυνη δέηση στη μνήμη του ήρωα πεσόντα των Ιμίων
Ανάλυση: Πως τα τα ελληνικά F35 αλλάζουν τις ισορροπίες στο Αιγαίο
Δίκη για το Μάτι: Ολοι ήξεραν για νεκρούς πριν από τη σύσκεψη-σόου