Ήταν εγγονός του Τζον Ντ. Ροκφέλερ, πατριάρχη της γνωστής οικογένειας που ίδρυσε τον πετρελαϊκό κολοσσό Standard Oil.
Ο Ντέιβιντ Ροκφέλερ προσχώρησε στην Chase National Bank το 1946, μεγαλομέτοχος της οποίας ήταν ο πατέρας του, ανέβηκε γρήγορα στην ιεραρχία και έγινε αντιπρόεδρός της το 1952. Η συγχώνευση της Chase με την Bank of the Manhattan κατέληξε στη γέννηση της Chase Manhattan Bank, της μεγαλύτερης τότε τράπεζας του κόσμου, γεγονός που του έδωσε τη δυνατότητα να παρεμβαίνει στις διεθνείς οικονομικές εξελίξεις και αποτέλεσε την αφορμή για να συνδεθεί το όνομά του με διάφορες θεωρίες συνωμοσίας.
Ο Ντέιβιντ Ροκφέλερ γεννήθηκε στις 12 Ιουνίου 1915 στο Μανχάταν της Νέας Υόρκης, ως το νεώτερο από τα έξι παιδιά του Τζον Ντ. Ροκφέλερ Τζούνιορ, και μεγάλωσε σε κύκλους της υψηλής κοινωνίας των Ηνωμένων Πολιτειών.
Οι σπουδές που έλαβε ήταν στα καλύτερα πανεπιστήμια, ανάλογες της κοινωνικής του καταγωγής: Πτυχίο από το Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ το 1936, μεταπτυχιακό στο Χάρβαρντ, στο London School of Economics και το Πανεπιστήμιο του Σικάγο. Το 1950 ολοκλήρωσε το διδακτορικό του στα οικονομικά. Εργάστηκε στο γραφείο του δημάρχου της Νέας Υόρκης Φιορέλο Λαγκουάρντια και στο υπουργείο Άμυνας.
Πέντε μήνες μετά τον βομβαρδισμό του Περλ Χάρμπορ, ο γόνος της δυναστείας των Ροκφέλερ κατετάγη εθελοντικά στον αμερικανικό στρατό και υπηρέτησε στις βάσεις της Βόρειας Αμερικής και της Γαλλίας.
Θαυμάστρια της Τέιλορ Σουίφτ έχει και τα 103 στολίδια που κυκλοφόρησε η τραγουδίστρια
Επιστρέφοντας στις ΗΠΑ, εισήλθε στον τραπεζικό τομέα και αρχίζει να επεκτείνει τις δραστηριότητες της Chase National ανεβάζοντας την κερδοφορία της. Το 1955 θα επιβλέψει τη συγχώνευση της Chase National και της Bank of Manhattan, σε μια κίνηση που θα γεννήσει τον τραπεζικό όμιλο που είναι σήμερα γνωστός ως JPMorgan Chase Bank. Το 1969 βρίσκει τον Ροκφέλερ διευθύνοντα σύμβουλο της τράπεζας και πρόεδρο του διοικητικού συμβουλίου.
Αποσύρθηκε από την ενεργό δράση το 1981, ως η κορυφαία προσωπικότητα του τραπεζικού συστήματος παγκοσμίως, με ευρύτατες γνώσεις στους τομείς της οικονομίας και των διεθνών σχέσεων.
Ενεπλάκη σε γεωπολιτικούς σχεδιασμούς, έχοντας -αμφιλεγόμενες κατά πολλούς- επαφές τόσο με την αμερικανική διοίκηση όσο και με τους σοβιετικούς ηγέτες Χρουστσόφ και Γκορμπατσόφ, όπως και με τον ηγέτη της Κούβας Φιντέλ Κάστρο. Το 1991 ήταν από τους πρώτους αμερικανούς μεγιστάνες που έκανε άνοιγμα στην αγορά της Κίνας. Ως σκληροπυρηνικός ρεπουμπλικανός προώθησε τα συμφέροντα της χώρας του, με το αζημίωτο φυσικά για τον ίδιο.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες απέκτησε ιδιαίτερη εκτίμηση χάρη στο φιλανθρωπικό του έργο, παίρνοντας τη σκυτάλη στον τομέα αυτό από τον παππού του. Δαπάνησε εκατομμύρια δολάρια στην ιατρική έρευνα, την επιστήμη και την εκπαίδευση.
Από τη δεκαετία του 1940 ήταν μέλος στο διοικητικό συμβούλιο του Rockefeller Institute for Medical Research, ενώ στα μέσα της δεκαετίας του ’60 μεταμόρφωσε το ίδρυμα στο πρώτο αμερικανικό πανεπιστήμιο αφιερωμένο αποκλειστικά στη βιοϊατρική έρευνα (Rockefeller University). Το 1982 ανέλαβε την προεδρία του περίφημου Rockefeller Center, που είχε ιδρύσει ο πατέρας του και προώθησε έργα πολιτισμού στη Νέα Υόρκη, αλλά και οικονομικής αρωγής σε φτωχότερα στρώματα της πόλης. Το 2008, δώρισε 100 εκατ. δολάρια στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ, η μεγαλύτερη δωρεά που έγινε ποτέ στο εκπαιδευτικό ίδρυμα.
Παντρεύτηκε το 1940 με τη Μάργκαρετ -Πέγκυ- Μακ Γκραθ, με την οποία έζησε μαζί 56 χρόνια, μέχρι το θάνατο της το 1996. Μαζί απέκτησαν δύο γιους και τέσσερις κόρες.