Η σεισμική δόνηση, μεγέθους 7,5 βαθμών, που σημειώθηκε την Παρασκευή και το τσουνάμι που ακολούθησε, προκάλεσαν τον θάνατο τουλάχιστον 844 ανθρώπων στην πόλη Παλού και τα περίχωρά της.
Η τραγωδία έφερε στο φως τις ανεπάρκειες του συστήματος προειδοποίησης στην Ινδονησία, του αρχιπελάγους που βρίσκεται στο Δακτυλίδι της Φωτιάς στον Ειρηνικό, με πολύ έντονη σεισμική δραστηριότητα.
«Δεν εκδόθηκε καμία πληροφορία για τσουνάμι από τον σταθμό ανίχνευσης του Παλού, διότι δεν λειτουργεί» δήλωσε ο Ουίντζο Κόνγκο, ειδικός στα τσουνάμι που εργάζεται σε κυβερνητική υπηρεσία της χώρας.
Μετά τον σεισμό, η Υπηρεσία Γεωφυσικής της Ινδονησίας, που παρακολουθεί τη σεισμική δραστηριότητα, εξέδωσε συναγερμό για τσουνάμι, όμως το ήρε σχετικά σύντομα, περίπου 30 λεπτά μετά.
Οι σταθμοί καταγραφής των παλιρροϊκών κυμάτων και μοντελοποίησης των δεδομένων αποτελούν τα βασικά εργαλεία πρόβλεψης των τσουνάμι στην Ινδονησία.
Όμως, ακόμα κι αν όλοι οι σταθμοί της χώρας λειτουργούσαν, οι ειδικοί σημειώνουν ότι το πλέγμα του δικτύου είναι ανεπαρκές και ότι δεν μπορούν να εκδώσουν προειδοποίηση αρκετά σύντομα πριν από την καταστροφή, καθώς δεν εντοπίζουν τα κύματα παρά μονάχα κατά την άφιξή τους κοντά στις ακτές.
Γραφειοκρατία και καθυστερήσεις
Οι προσπάθειες για τη βελτίωση του συστήματος δεν ευοδώνονται λόγω των αδυναμιών να διατηρηθεί λειτουργικός ο υπάρχων εξοπλισμός εξαιτίας γραφειοκρατικών εμπλοκών.
Έπειτα από τον σεισμό και το τσουνάμι του 2004 στα ανοικτά της Σουμάτρας που στοίχισε τη ζωή σε 220.000 ανθρώπους στην ευρύτερη περιοχή, τους περισσότερους στην Ινδονησία, περιμετρικά της χώρας τοποθετήθηκαν 22 σημαντήρες πρώιμης προειδοποίησης.
Όμως, οι αρμόδιες αρχές παραδέχθηκαν ότι δεν λειτουργούν πλέον εξαιτίας βανδαλισμών και έλλειψης χρηματοδότησης για τη συντήρησή τους.
Επιπλέον, ένα μεγάλο σχέδιο χρηματοδότησης από τις ΗΠΑ που προέβλεπε την τοποθέτηση σύγχρονων ανιχνευτών τσουνάμι σε μια σεισμική ζώνη στη δυτική Ινδονησία αναβλήθηκε επ’ αόριστον.
Η Λουίζ Κόμφορτ, ειδικός φυσικών καταστροφών του πανεπιστημίου του Πίτσμπουργκ (ΗΠΑ), που ήταν επικεφαλής αυτής της πρωτοβουλίας από την πλευρά των ΗΠΑ, αποκάλυψε ότι το σχέδιο αναβλήθηκε εξαιτίας της ασυμφωνίας μεταξύ των κυβερνητικών υπηρεσιών και καθυστερήσεις στη χρηματοδότηση.
«Είναι πραγματικά θλιβερό και λυπηρό διότι διαθέτουμε την τεχνολογία, έχουμε τις γνώσεις, γνωρίζουμε πώς να το κάνουμε» δήλωσε η ίδια στο Γαλλικό Πρακτορείο.
Γεωγραφικοί παράγοντες
Εντούτοις, άλλες φωνές καλούν να δοθεί μεγαλύτερη σημασία στην ενημέρωση των πληθυσμών για την αναγκαιότητα να σπεύσουν σε περιοχές με μεγαλύτερο υψόμετρο έπειτα από έναν σεισμό, παρά να βασίζονται σε δαπανηρές τεχνολογίες που μια αναπτυσσόμενη χώρα όπως η Ινδονησία δεν μπορεί να επιτρέψει.
«Σε μια περιοχή όπως η Ινδονησία, η εκπαίδευση θα ακολουθήσει σίγουρα την τεχνολογία στο εγγύς μέλλον» δήλωσε ο Άνταμ Σουίτζερ, ένας ειδικός στα τσουνάμι του πανεπιστημίου της Σιγκαπούρης.
«Κάθε παιδί στην Ινδονησία πρέπει να εκπαιδευθεί για να γνωρίζει τί να κάνει σε περίπτωση σεισμού, εάν βρίσκεται στις ακτές» εξήγησε ο ίδιος.
Παρατηρητές, εξάλλου, υπογραμμίζουν ότι η σεισμική δόνηση της Παρασκευής ήταν περίπλοκη και δεν ήταν εύκολο να προβλέψει κανείς ότι θα προκαλούσε τσουνάμι. Οι ειδικοί εκτιμούν ότι το τσουνάμι πιθανόν προκλήθηκε από υποθαλάσσια κατολίσθηση που συνέβη μετά τον σεισμό.
Άλλωστε, η διαμόρφωση της ακτής στο Παλού, συνέβαλε στην τραγωδία, όπως εξηγούν οι ειδικοί. Η ισχύς του τσουνάμι ενισχύθηκε καθώς ορμούσε στον στενό κόλπο που οδηγεί στην παράκτια πόλη.
«Οι γεωγραφικοί παράγοντες (στενός κόλπος, μικρό βάθος) φαίνεται πως έπαιξαν σημαντικό ρόλο» είπε ο Τάρο Αρικάουα, ένας καθηγητής στο πανεπιστήμιο Chuo του Τόκιο.
«Το τσουνάμι ήταν πιθανόν ραγδαίο και αιφνίδιο».
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ
[dynamic-sidebar id=”post-area-diabaste”]