Να μεταφέρουν ένα μήνυμα που θα μπορούσε να σώσει 1.600 ψυχές, ανάμεσα σε αυτές και του αδελφού του ενός από τους δύο στρατιώτες. Αυτή είναι συνοπτικά η ιστορία που αφηγείται ο Σαμ Μέντες μετά τις περιπέτειες του Τζέιμς Μποντ και η ταινία του, το «1917» που κάνει πρεμιέρα στις αίθουσες την Πέμπτη 9 Ιανουαρίου, έχει πρωταγωνιστικό ρόλο στην προοσκαρική κούρσα με πολλές υποψηφιότητες και βραβεύσεις.
Ολα ξεκίνησαν από τον παππού του, Αλφρεντ Μέντες, που πολέμησε στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και ήταν μόλις 17 ετών. Το τι είδαν τα μάτια του δεν το μαρτύρησε ποτέ, παρά μόνο όταν έφτασε στην όγδοη δεκαετία της ζωής του. «Ηταν μια συγκεκριμένη ιστορία από αυτές που μας έλεγε που με κινητοποίησε. Τον είχαν στείλει να μεταφέρει ένα μήνυμα πίσω από τις γραμμές του εχθρού, όταν ο ήλιος έπεφτε, μέσα στην ομίχλη, τον χειμώνα του 1916. Ο παππούς μου ήταν μικρόσωμος και η ομίχλη τον κάλυπτε, οπότε ήταν δύσκολο να τον εντοπίσουν οι αντίπαλοι στρατιώτες καθώς πήγαινε στον προορισμό του. Αυτή η ιστορία μού έμεινε και αποφάσισα ότι ήθελα να την αφηγηθώ», λέει ο Σαμ Μέντες. Το θέμα, βέβαια, είναι ο τρόπος που λες μια τέτοια ιστορία, καθώς αντίστοιχες αφηγήσεις έχουμε δει πολλές φορές στο παρελθόν. Εδώ, η διαφορά έγκειται στο γεγονός ότι το «1917» μοιάζει σαν ένα δίωρο μονοπλάνο, σαν το μοντάζ να μη χρειάστηκε πουθενά να επέμβει για να κόψει και να ράψει σκηνές. «Οταν κατέληξα στο πώς θα ήθελα να αφηγηθώ αυτή την ιστορία, σκέφτηκα ότι το φυσιολογικό θα ήταν να κλειδώσω με τέτοιο τρόπο τον θεατή στους δύο πρωταγωνιστές έτσι, ώστε σύντομα ο πρώτος να διαπιστώσει ότι δεν μπορεί να ξεφύγει από αυτή τη διαδρομή. Θα έλεγα ότι η ταινία λειτουργεί περισσότερο σαν ένας εκρηκτικός μηχανισμός που μετρά αντίστροφα μέχρι την έκρηξη». Παράλληλα, δεν ήθελε να βάλει δύο γνωστούς ηθοποιούς στους πρωταγωνιστικούς ρόλους και στράφηκε σε σχετικά νέα πρόσωπα. «Επισκέφθηκα τα μέρη όπου εξελίχθηκε ο πόλεμος και είναι γεμάτα λευκούς σταυρούς προς τιμήν των άγνωστων στρατιωτών που έπεσαν σε εκείνες τις μάχες. Σκέφθηκα, λοιπόν, ότι οι δύο άνδρες στην ταινία που αναλαμβάνουν αυτή την απίστευτη αποστολή πρέπει να είναι κι αυτοί ανώνυμοι», λέει ο Σαμ Μέντες χρίζοντας πρωταγωνιστές του τους Ντιν Τσαρλς-Τσάπμαν και Τζορτζ ΜακΚέι, ενώ ο Κόλιν Φερθ υποδύεται τον αξιωματικό που δίνει την εντολή στους δύο νεαρούς στρατιώτες.
Ο ίδιος ο Βρετανός σκηνοθέτης, πάντως, υποστηρίζει ότι αν τα βραβεία είναι ένας τρόπος να παρακινηθεί το κοινό να δει την ταινία, τότε αυτά έχουν πετύχει τον στόχο τους. «Είναι δύσκολο πια να γυρίσεις τέτοιες ταινίες. Οι αίθουσες κατακλύζονται από σούπερ ήρωες, από ταινίες franchise και από κινούμενα σχέδια. Οπότε, αν είναι να φτιάξεις μια ταινία τέτοιας κλίμακας, χωρίς σταρ στους πρωταγωνιστικούς ρόλους και θέλεις να τη δει ο κόσμος, τότε θα χρησιμοποιήσεις οποιοδήποτε μέσο είναι εύκαιρο», υποστηρίζει ο Μέντες. «Είναι και οι βραβεύσεις ένας τρόπος προώθησης μιας ταινίας», προσθέτει.
Οσο για τον λόγο που συνεχίζει να κάνει ταινίες, ο Βρετανός απαντά: «Μαζοχισμός. Οταν γυρίζεις μια ταινία, νιώθεις κάπως σαν να είναι παραμονή Χριστουγέννων. Αλλά πλέον γίνεται όλο και πιο δύσκολο να βρεθούν λόγοι που θα σε αποσπάσουν από την οικογένεια ή τα πράγματα που έχουν όντως σημασία. Πάντως, η ιστορία αυτής της ταινίας ήταν μέσα μου. Ηταν μέρος της παιδικής μου ηλικίας και ένιωθα κάτι σαν υποχρέωση να τη μοιραστώ με τον κόσμο. Αλλιώς, δεν θα είχε νόημα να μπω σε αυτή τη φθοροποιό διαδικασία που είναι το γύρισμα μιας ταινίας. Ηταν όμως μια εμπειρία που με αντέμειψε. Αξιζαν οι θυσίες».
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής