Οι μακροχρόνιες εντάσεις μεταξύ Αγκυρας και Τεχεράνης έχουν επιδεινωθεί, καθώς η Τουρκία επιδιώκει να προστατεύσει τα συμφέροντά της -κυρίως- στη Συρία και παράλληλα να αρνηθεί στο Ιράν την ευκαιρία να αναβιώσει τη στρατιωτική εμπλοκή του σε Ιράκ, Λίβανο, Υεμένη. Να σημειωθεί ότι η ένταση μεταξύ Ιράν και Τουρκίας επικεντρώνεται στις ανταγωνιστικές κινήσεις για περιφερειακή επιρροή και στρατηγικό βάθος και όχι για ιδεολογικές διαφορές (σουνίτες-σιίτες κ.λπ.).
Συμφωνία
Η ριζοσπαστική Τεχεράνη και το μετριοπαθές ισλαμιστικό καθεστώς του Ερντογάν στην Αγκυρα προσδιορίζουν αμφότερες την τεράστια στρατιωτική και οικονομική υποστήριξη των ΗΠΑ στο Ισραήλ ως πηγή περιφερειακής αστάθειας. Και οι δύο αντιτίθενται στην τακτική του Ισραήλ που έχει καταστρέψει τη Λωρίδα της Γάζας και υποστηρίζουν σθεναρά τον παλαιστινιακό αγώνα για ένα ανεξάρτητο κράτος. Το Ιράν υποστηρίζει ένοπλες ομάδες που μάχονται το Ισραήλ, όπως τη Χαμάς και τη λιβανέζικη Χεζμπολάχ. Η Tουρκία, η οποία δεν είναι μόνο μέλος του ΝΑΤΟ αλλά και ο μεγαλύτερος συμβατικός στρατός της Συμμαχίας μετά τις ΗΠΑ, υποστηρίζει τη φιλοπαλαιστινιακή πολιτική της με προφορικές απειλές κατά του Ισραήλ, ενώ παράλληλα προσπαθεί να δυσφημίσει σε διπλωματικό επίπεδο το Ισραήλ.
Παρόλο που οι ΗΠΑ και οι Ευρωπαίοι εταίροι τους διαφωνούν με τον Ερντογάν για τη Μέση Ανατολή -και σε πολλά άλλα ζητήματα- χαιρετίζουν την τουρκική θέση σε βάρος του Ιράν. Ολοι οι δυτικοί ηγέτες θεωρούν το Ιράν ως αντίπαλο. Παρ’ όλα αυτά, Αμερικανοί και Ευρωπαίοι αξιωματούχοι, μαζί με εταίρους μεταξύ των μοναρχών του Αραβικού Κόλπου και άλλων Αράβων ηγετών, παραμένουν επιφυλακτικοί για αυτό που θεωρούν ως νεο-οθωμανικές φιλοδοξίες του Ερντογάν.
Η πτώση του Ασαντ έχει μετατρέψει τη Συρία (με επικεφαλής τώρα τους υποστηριζόμενους από την Τουρκία σουνίτες ισλαμιστές της οργάνωσης ΗTS) σε βασικό σημείο ανάφλεξης μεταξύ Αγκυρας και Τεχεράνης, φέρνοντας τον μακροχρόνιο ανταγωνισμό τους για περιφερειακή επιρροή στο προσκήνιο. Οι ηγέτες του ιρανικού κατεστημένου και του Σώματος των Φρουρών της Ισλαμικής Επανάστασης (IRGC) έχουν αναγνωρίσει ότι η κατάρρευση του Ασαντ συνιστά σημαντικό πλήγμα για την Ισλαμική Δημοκρατία.
Ευθυγραμμισμένοι με τους ομολόγους τους σε ΗΠΑ και Ευρώπη, οι στρατηγικοί αναλυτές στην Αγκυρα ανησυχούν ότι το IRGC θα προσπαθήσει να ανοικοδομήσει την ιρανική επιρροή στη Συρία και να υπονομεύσει τη μεταβατική κυβέρνηση του ΗTS.
Σε συνέντευξή του στις 26 Φεβρουαρίου στο Al-Jazeera, ο υπ. Εξωτερικών της Τουρκίας Χακάν Φιντάν προειδοποίησε το Ιράν να μην αναμιχθεί στη Συρία: «Αν προσπαθήσετε να δημιουργήσετε αστάθεια σε άλλη χώρα υποστηρίζοντας μια συγκεκριμένη ομάδα, τότε μια άλλη χώρα μπορεί να σας κάνει το ίδιο σε αντάλλαγμα». Η Τεχεράνη αντέδρασε οργισμένα στην έμμεση απειλή.
Τα σχόλια του Φιντάν επιδίωξαν επίσης να αποτρέψουν το Ιράν από την υποστήριξη των Αλαουιτών που συγκεντρώθηκαν στις επαρχίες Λαττάκεια και Ταρτούς, οι οποίες σχημάτιζαν τη ραχοκοκαλιά του καθεστώτος του Ασαντ. Οι Αλαουίτες έχουν «συγγένεια» με το Ιράν λόγω της μακράς συμμαχίας της Τεχεράνης με τον Ασαντ.
Μία άλλη μειονοτική κοινότητα, οι Δρούζοι, συγκεντρωμένοι στη νότια Συρία, έχουν σχηματίσει ένοπλες πολιτοφυλακές για να αμφισβητήσουν την εξουσία της Δαμασκού, αλλά οι Δρούζοι φαίνεται να κοιτάζουν προς το Ισραήλ και όχι προς το Ιράν, για προστασία από την HTS.
Νότιος Καύκασος
Το Ιράν και η Τουρκία ανταγωνίζονται εδώ και καιρό για επιρροή στον Νότιο Καύκασο, τον οποίο το Ιράν θεωρεί μέρος της ιστορικής σφαίρας επιρροής του. Η ανακατάληψη από το Αζερμπαϊτζάν του αμφισβητούμενου θύλακα του Ναγκόρνο-Καραμπάχ στον πόλεμο του το 2020 με την Αρμενία μετατόπισε την ισορροπία δυνάμεων στην περιοχή προς το Μπακού που υποστηρίζεται από την Τουρκία.
Ο Ερντογάν ανάμεσα σε Τραμπ και Πούτιν
Οι αναταραχές στην παγκόσμια τάξη που προκλήθηκαν από τη Ρωσία και τη νέα αμερικανική κυβέρνηση περιπλέκουν αρκετά την προσπάθεια εξισορρόπησης της Τουρκίας μεταξύ Μόσχας και Δύσης. Αλλά αυτές οι αλλαγές θα μπορούσαν -υπό προϋποθέσεις- να προσφέρουν στην Αγκυρα την ευκαιρία να συμβάλει στη σταθερότητα της Ευρώπης.
Ο Ερντογάν έχοντας αποτύχει να διαδραματίσει τον διαμεσολαβητικό ρόλο που είχε επιδιώξει στην Ουκρανία το 2022 και στη Γάζα από το 2023 και μετά, έχει τώρα την ευκαιρία να αξιοποιήσει τις στρατιωτικές δυνατότητες και τη γεωγραφική θέση της Τουρκίας για να συμβάλει στη σταθερότητα της Ευρώπης.
Η κατάσταση
Οι συνομιλίες μεταξύ Ουάσιγκτον και Μόσχας για κατάπαυση του πυρός στην Ουκρανία ήταν μέχρι στιγμής διμερείς, αφήνοντας την Ουκρανία, την Τουρκία και την Ε.Ε. εκτός των επαφών που πραγματοποιήθηκαν στο Ριάντ. Αντίθετα, στη Σύνοδο Κορυφής που συγκλήθηκε στο Λονδίνο στις 2 Μαρτίου για να συζητηθεί το Ουκρανικό ζήτημα, συμμετείχε για πρώτη φορά και ο υπ. Εξωτερικών της Τουρκίας Χακάν Φιντάν.
Στις 6 Μαρτίου, τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου άνοιξαν τον δρόμο για την ενίσχυση των αμυντικών δαπανών της Ε.Ε. μέσω νέων χρηματοδοτικών μέσων, ενώ 26 κράτη-μέλη της Ε.Ε. -όλα εκτός από την Ουγγαρία- συμφώνησαν στην ενίσχυση της οικονομικής και στρατιωτικής υποστήριξης στην Ουκρανία. Η Τουρκία θα μπορούσε να εμπίπτει στην κατηγορία των όσων αναφέρονται στα συμπεράσματα ως «ομοϊδεάτες μη εταίροι της Ε.Ε.».
Ενας από τους κύριους τρόπους με τους οποίους η Τουρκία θα μπορούσε να συμβάλει στην ευρωπαϊκή ασφάλεια είναι να βοηθήσει στην ταχεία και ουσιαστική αύξηση των παραδόσεων όπλων στις ουκρανικές και ευρωπαϊκές δυνάμεις.
Τρία ζητήματα
Συνολικά, η συμμετοχή της Τουρκίας σε μια νεοσύστατη ευρωπαϊκή πολιτική μέσα και γύρω από την Ουκρανία αντιμετωπίζει τρία ζητήματα πολιτικού χαρακτήρα:
1 Η Ρωσία μπορεί να αντιταχθεί έντονα και να πιέσει την Τουρκία να απέχει.
2 Τα πυραυλικά συστήματα S-400 της Αγκυρας που παραδόθηκαν από τη Ρωσία το 2019 μπορούν να εμποδίσουν τη συμμετοχή της, εκτός εάν απενεργοποιηθούν υπό δυτική εποπτεία.
3 Η εμπιστοσύνη θα πρέπει να αναζωπυρωθεί μεταξύ Αγκυρας και δυτικοευρωπαίων ηγετών.
Νέα τάξη πραγμάτων
Η Ευρώπη απειλείται από τη Μόσχα από την εισβολή του 2022 στην Ουκρανία και τώρα αντιμετωπίζει αναστάτωση, πολιτική παρέμβαση, ακόμη και εχθρότητα από την Ουάσιγκτον. Οι Ευρωπαίοι ηγέτες είναι μάρτυρες του τέλους της αρχιτεκτονικής ειρήνης και συνεργασίας που γεννήθηκε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι δηλώσεις του προέδρου Μακρόν και του εν αναμονή Γερμανού καγκελάριου Φρίντριχ Μερτς αναγνώρισαν ήδη τη διαμορφούμενη κατάσταση. Οι αναταραχές που προέρχονται από τον κόσμο Τραμπ-Πούτιν περιπλέκουν την τουρκική πολιτική εξισορρόπησης μεταξύ Ρωσίας και Δύσης για αυτό και η Αγκυρα κοιτάζει προς τους Ευρωπαίους.