Ο ένας ρίχνει το μπαλάκι στον άλλον. Τα δρομολόγια φαντάζουν δύσκολο να ξεκινήσουν. Κανείς δεν τολμάει να πατήσει το κουμπί για να υπάρξει μια κανονικότητα στο σιδηρόδρομο.
ΥΠΑΡΧΟΥΝ δύο περιπτώσεις. Ή να βρίσκουν δικαιολογίες και να κρύβονται πίσω από τυπικές αδειοδοτήσεις, πιστοποιήσεις και διαδικασίες. Ή να είναι τόσο σοβαρά τα προβλήματα ασφαλείας, που να μην επιτρέπουν την επανεκκίνηση των τρένων.
ΚΑΙ στις δύο περιπτώσεις, όμως, όλες οι εταιρίες είναι βαθύτατα έκθετες.
ΓΙΑΤΙ, στην πρώτη περίπτωση, κοροϊδεύουν τον κόσμο και απαξιώνουν ακόμα περισσότερο τις σιδηροδρομικές μεταφορές, τις οποίες θα έπρεπε να υπηρετούν με υπευθυνότητα. Στη δεύτερη περίπτωση, θα έπρεπε να είχαν σταματήσει τα δρομολόγια των τρένων πριν από την εθνική τραγωδία των Τεμπών.
Χαμένοι στο πρωτόκολλο
ΟΥΤΩΣ ή άλλως, αυτή η κατάσταση είναι αποκαρδιωτική. Γιατί τα τρένα πήγαιναν και έρχονταν χωρίς να συμβαίνουν ατυχήματα επί δεκαετίες, πριν την έλευση της υψηλής τεχνολογίας. Τώρα, που είμαστε στο 2023, δεν μπορούν να γίνουν τα βασικά δρομολόγια;
ΑΥΤΟ το σκηνικό που διαμορφώνεται επιβάλλει δραστικές αλλαγές. Αυτές οι αλλαγές βέβαια, όπως είναι λογικό, δεν μπορούν να γίνουν μέσα στην προεκλογική περίοδο που διανύουμε.
ΟΙ αλλαγές, όμως, αποτελούν μονόδρομο για τη νέα κυβέρνηση. Και από τις κάλπες θα προκύψει η δεύτερη τετραετία της κυβέρνησης Μητσοτάκη.
Η μάχη με το βαθύ κράτος θα πρέπει να ξεκινήσει από τους σιδηροδρόμους. Είναι και συμβολικό το ζήτημα. Τον τρόπο θα τον επιλέξει η κυβέρνηση. Αν θα ενοποιήσει τους τέσσερις διαφορετικούς οργανισμούς. Αν θα πετάξει έξω τους Ιταλούς. Αν θα χρειαστεί επανακρατικοποίηση ή πλήρης ιδιωτικοποίηση. Αν θα τους αναγκάσει όλους να φτιάξουν έναν σύγχρονο σιδηρόδρομο.
ΠΑΝΤΩΣ, αυτό το μπαχαλοποιημένο σκηνικό δεν μπορεί να συνεχιστεί.
ΕΤΣΙ θα στείλει και το μήνυμα σε όλο τον στενό και ευρύτερο δημόσιο τομέα. Πως ό,τι δεν λειτουργεί σωστά, θα διορθώνεται. Πως όλοι πρέπει να αναλαμβάνουν τις ευθύνες τους. Πως όποιος δεν μπορεί να κάνει τη δουλειά, θα πηγαίνει σπίτι του. Πως, επιτέλους, αυτή η χώρα θα αλλάξει.