Από την άλλη, μπορεί κάποιος να λέει ότι είδε τη Μαρινέλλα στο Ηρώδειο. Είδε, όμως, τη Μαρινέλλα στα 86 της. Και εδώ με τους καλλιτέχνες υπάρχει μια διαφορά. Αλλο το καλλιτεχνικό «προσδόκιμο» του χορευτή, άλλο του τραγουδιστή και άλλο του ηθοποιού που στο σινεμά -και όχι στο θέατρο- είναι μακροβιότερο. Οι τραγουδιστές μπορεί να τραγουδάνε και σε μεγάλες ηλικίες αλλά εξαρτάται από το είδος της μουσικής και την τεχνική του καθενός. Στο ελαφρό τραγούδι ο συνηθισμένος τρόπος που κλέβουν οι τραγουδιστές είναι να τραγουδάνε σε στιλ γερμανικού καμπαρέ και να φυλάνε τη φωνή τους για την εντυπωσιακή κορόνα στο ρεφρέν. Η φωνή της Μαρινέλλας δεν ήταν βέβαια όπως στην ακμή της καριέρας της, αλλά ποτέ δεν κορόιδεψε τον κόσμο με φτηνά κόλπα.
Το κράτος κάποια στιγμή θα πρέπει να επανεξετάσει την πολιτική του στην κατάρτιση του προγράμματος του Ηρώδειου και της Επιδαύρου. Σε αυτούς τους δύο χώρους θα έπρεπε να θυσιαστεί το κέρδος για να διατηρηθεί το πρεστίζ. Και αυτό μπορεί να γίνει μόνο μέσα από το κλασικό ρεπερτόριο και με παγκοσμίου ακτινοβολίας καλλιτέχνες. Ετσι ώστε στο βιογραφικό τους να αναφέρουν τους δύο χώρους, όπως θα ανέφεραν μία εμφάνιση στο Μπουργκτεάτερ της Βιέννης ή στη Σκάλα του Μιλάνου.
Δύο χώροι υψηλού πρεστίζ θα ανεβάσουν και τους υπόλοιπους. Ας πούμε το Καλλιμάρμαρο. Οι περισσότεροι ξένοι έχουν την εντύπωση ότι είναι αρχαίο και έχουν τραγουδήσει από τον Μποτσέλι μέχρι τον Μπόι Τζορτζ. Αν δεν έχει στατικό πρόβλημα, μια χαρά θα είναι για ξένους που θέλουν να παίξουν σε αρχαίο χώρο.
Σε αυτές τις ιστορίες όμως χρειάζεται να είναι οι επιτροπές που ελέγχουν το πρόγραμμα ανυποχώρητες. Θυμάμαι, όταν είχε φτιαχτεί το Μέγαρο, είχε παρουσιαστεί σαν χώρος κλασικής μουσικής. Μέσα σε λίγο χρόνο είχε ανέβει η «Ελένη» με λιμπρέτο του Χρίστου Λαμπράκη. Οπως και τον θόρυβο που είχε δημιουργηθεί όταν η Βίσση ήταν να τραγουδήσει στο Ηρώδειο. Σε σχέση με άλλους είναι κλασικό ρεπερτόριο.
H ΑΘΗΝΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΚΟΛΑΣΗ
Εδώ και χρόνια υπάρχει η νοοτροπία να παρουσιαστεί η Ελλάδα σαν η χειρότερη χώρα και οι Ελληνες σαν ο χειρότερος λαός της υφηλίου. Μόνο που το αφήγημα δεν έχει σχέση με την πραγματικότητα.
Ούτε σύλλογος απόρων κορασίδων…
Αν νομίζετε ότι η Αθήνα είναι μια επικίνδυνη πόλη, δεν χρειάζεται παρά να κυκλοφορήσετε αργά στο Λε Χαλ του Παρισιού ή κοντά στον κεντρικό σταθμό των Βρυξελλών. Η μόνη περίπτωση να επιζήσετε πάνω από μερικά λεπτά είναι αυτοί που θα σας παρακολουθούν να νομίσουν ότι δεν είστε πραγματικοί αλλά αποκυήματα της φαντασίας. Το ίδιο ισχύει και με τις περισσότερες μεγαλουπόλεις του κόσμου, εκτός από μερικές, όπως το Τόκυο, λόγω ιαπωνικής κουλτούρας, όπου το έγκλημα είναι σαν ειδικότητα που αφορά τους εγκληματίες, και τη Νέα Υόρκη, που η πολιτική της μηδενικής ανοχής του δήμαρχου Ρούντι Τζουλιάνι άλλαξε την πόλη στη δεκαετία του ’90.
Η Αθήνα δεν είναι η πόλη που κάποτε ήταν. Κάτι που ισχύει για όλες τις πόλεις που στο παρελθόν, επειδή ο κόσμος έμενε στις περιοχές που γεννήθηκε, οι άγνωστοι τράβαγαν την προσοχή. Αλλά και η κόλαση που θέλουν να την παρουσιάζουν από τη δεκαετία του ’80, ως τσιμεντούπολη που κανένας δεν μπορεί να αναπνεύσει, δεν έχει σχέση με την πραγματικότητα. Αναρχη, ναι. Κόλαση, σε καμία περίπτωση.
Οι νόμοι είναι για να εφαρμόζονται
Ο νόμος πρέπει να ξεπερνάει την καθημερινότητα. Να έχει διαχρονικότητα. Από πλευράς κυβέρνησης δεν μπορεί να είναι κάτι σαν likes στο facebook, αντιδρώντας στο θέμα που συγκεντρώνει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον στην τηλεόραση. Και αναφέρομαι στη βία των ανηλίκων.
Πρώτα εξετάζεται η κάθε περίπτωση, μετά αν το σύνολο των περιπτώσεων στοιχειοθετεί κοινωνικό φαινόμενο και στο τέλος αποφασίζεται πώς θα αντιμετωπιστεί. Σε περίπτωση που χρειάζεται ψηφίζεται νόμος.
Εδώ όμως γίνεται αλλιώς. Κλοτσάει κάποιος ένα γατάκι; Νόμος για την προστασία των ζώων. Κάνει κάποιος μια καταγγελία για σεξουαλική παρενόχληση; Νόμος για τα σεξουαλικά αδικήματα. Υπάρχει μια σοβαρή περίπτωση βίας σε μια οικογένεια; Νόμος για την ενδοοικογενειακή βία. Πάντα με έναν κανόνα. Πρέπει να εμπλέκεται κάποιος διάσημος στιλ Λιγνάδη ή να υπάρχει ένα βίντεο που θα παίζει συνέχεια στην τηλεόραση.
Το τελευταίο που απασχολεί είναι αν μπορεί να εφαρμοστεί ο νόμος. Ο νόμος ψηφίζεται, κάποιος μπαίνει μέσα και σύντομα λογικά ξαναβγαίνει, αφού ο γονέας ενός εφήβου που βιαιοπράγησε είναι λιγότερο επικίνδυνος για την κοινωνία από έναν ληστή. Και μετά μέχρι το επόμενο έγκλημα που θα τραβήξει την προσοχή και τον νόμο που ούτε πρόκειται ούτε μπορεί να εφαρμοστεί.