Στη δεύτερη κατηγορία εντάσσονται η «αδιανόητη» επίθεση της Χαμάς σε ισραηλινό έδαφος στις 7 Οκτωβρίου, η συνεχιζόμενη επιχείρηση εθνοκάθαρσης στη Γάζα, το ισραηλινό χτύπημα κατά της ιρανικής πρεσβείας στη Δαμασκό και, φυσικά, το πυραυλικό μπαράζ που εξαπέλυσε, για πρώτη φορά, η Τεχεράνη κατά του συνόλου της ισραηλινής επικράτειας – ασχέτως του αποτελέσματός του.
Δεν πρέπει, ωστόσο, να μας διαφεύγει ότι πίσω από τη «χουλιγκανική» ανταλλαγή κροτίδων, οι αντίπαλες πλευρές στέλνουν συνεχώς μηνύματα η μία στην άλλη, με κοινό περιεχόμενο να μην ξεφύγει η σύγκρουση πέρα από ένα σημείο καταστροφικό για όλους. Ο μόνος αδύναμος κρίκος σε αυτό το «manual λογικής» δείχνει να είναι ο Μπέντζαμιν Νετανιάχου, ίσως και κάποιοι αμερικανικοί κύκλοι που τον ανέχονται περισσότερο από όσο θα έπρεπε.
1.000 μέρες βαρβαρότητας
Με την επίθεση στη Δαμασκό, ο Ισραηλινός πρωθυπουργός θέλησε να προκαλέσει μια υπερβολική αντίδραση της Τεχεράνης, με βάση την οποία θα εξανάγκαζε τη Δύση να τον στηρίξει άνευ όρων. Ως ένα βαθμό το πέτυχε, αφού στην επιχείρηση αναχαίτισης των ιρανικών drones/πυραύλων δεν συμμετείχαν μόνο ΗΠΑ, Βρετανία, Γαλλία και Γερμανία, αλλά ακόμα και η Ιορδανία. Ομως, πριν από την επίθεση, το Ιράν είχε διαμηνύσει διπλωματικά στις ΗΠΑ πως τα αντίποινα για τη δολοφονία επτά ανώτερων αξιωματικών του θα ήταν «εντός πλαισίου» και στην πράξη το τήρησε – όχι τόσο από πλευράς θεάματος όσο ουσίας. Ηταν «μια κι έξω», οφθαλμός αντί οφθαλμού και τώρα απομένει στον Νετανιάχου να δείξει ότι δεν επιθυμεί κλιμάκωση ώστε να συσπειρώσει τη διχασμένη κοινή γνώμη του, που τον θεωρεί βασικό υπεύθυνο για το δράμα των ομήρων και τη διεθνή δυσφήμηση του εβραϊκού κράτους. Οι Ευρωπαίοι θα κάνουν ό,τι τους πει ο Μπάιντεν κι ο τελευταίος έχει καθήκον να επιβάλει στον Νετανιάχου να σταματήσει εδώ. Από το αν θα τα καταφέρει εξαρτάται η ασφάλειά μας.