Θέλεις η κρυφή γοητεία του αντισυστημισμού μαζί με την ψευδαίσθηση της «σιδερένιας εξουσίας», της πυγμής και της δύναμης; Θέλεις ο φόβος και η γενικευμένη ανασφάλεια; Μήπως, η σαγηνευτική υπόσχεση της παλινόρθωσης του «χαμένου μεγαλείου»; Πιθανώς, όλα αυτά μαζί.
1.000 μέρες βαρβαρότητας
Μία από τις εποχές όπου η δημοκρατία κινδύνευσε σοβαρά στην Αμερική ήταν αυτή αμέσως μετά τον Β’ Παγκόσμιο. Ηταν η εποχή που ο γερουσιαστής Τζόζεφ ΜακΚάρθι πρωταγωνιστούσε στις μαύρες λίστες των κομμουνιστών κατά την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου. Οταν βρισκόταν στο απόγειο της επιρροής του, οι δημοσκοπήσεις έδειχναν ότι απολάμβανε τη στήριξη της κοινής γνώμης σε ποσοστό που ξεπερνούσε το 50%. Δέκα χρόνια αργότερα, στις αρχές της δεκαετίας του ’60, εμφανίστηκε ο κυβερνήτης της Αλαμπάμα, ο Τζορτζ Ουάλας, που έμεινε στην Ιστορία για τους τρόπους που εφάρμοσε στην πράξη τους νόμους περί φυλετικών διακρίσεων που έφτιαχνε ο ίδιος. «Υπάρχει κάτι πάνω από το Σύνταγμα και αυτό είναι η θέληση του λαού. Ο λαός, αν θέλει, μπορεί και να καταργήσει το Σύνταγμα», έλεγε. Απευθυνόταν κατά κύριο λόγο στην εργατική τάξη, που έβλεπε να μπαίνει στο περιθώριο λόγω των ραγδαίων οικονομικών εξελίξεων. Σύμπτωση;
Η σαρωτική νίκη του Τραμπ, ενός ανθρώπου που όχι μόνο φλερτάρει αλλά παντρεύεται, κιόλας, την ακροδεξιά ρητορική στις ΗΠΑ, δεν είναι κάτι πρωτόγνωρο. Σίγουρα, οι εποχές δεν είναι ίδιες. Οι αιτίες, όμως, που ένας ολόκληρος λαός δείχνει επανειλημμένα ότι γοητεύεται από φωνές που δεν τα πάνε καλά με τους δημοκρατικούς θεσμούς, αλλά τα πάνε πολύ καλά με τον αυταρχισμό και τις εθνικολαϊκιστικές κορόνες, έχουν πολλές συγγένειες. Το παρελθόν, τελικά, δεν είναι τόσο μακριά όσο φαίνεται…