Τα περισσότερα μεσημέρια της Τρίτης, είχαμε συνάντηση με τη Μελίνα. Στο σπίτι, στον περιφερειακό, του Λυκαβηττού.
Κάτι πρόχειρο ετοιμαζόταν στη φιλόξενη κουζίνα. Τρώγαμε στο δικό της χώρο, στον πάνω όροφο, εκείνη μισοξαπλωμένη στο καναπεδάκι κι εγώ στην πολυθρόνα, με το πιάτο, πλάι. Ξεκινούσα αναλύοντας τις «ειδήσεις» της επικαιρότητας, πιστεύοντας ότι είχε ειδικό ενδιαφέρον.
Με άκουγε προσεκτικά το πρώτο τρίλεπτο αλλά μετά από κανένα πεντάλεπτο «είπαν, ίσως, πιθανόν», βαριόταν και μου έλεγε, κοιτάζοντάς με, περιπαικτικά, «Ω! Πλήξαμε και πάλι». Ετσι, διαλυόταν αμέσως πολιτική ανάλυση και προβλέψεις στα εξ ων τις είχαμε συνθέσει και περνούσαμε σε εκείνα που λένε οι γυναίκες όταν νιώθουν νέες, ανεξάρτητα ηλικίας και βρίσκονται μόνες τους.
Ηταν, βλέπετε, η μέρα που ο Τζούλι δεν έμενε στο σπίτι γιατί κάθε Τρίτη νομίζω πως πήγαινε στο Ιδρυμα, και εμείς περνούσαμε υπέροχα.
Τότε, άνετες και ελεύθερες, θυμόμασταν ιστορίες για παλιές αγάπες μας κι έρωτες με ανθρώπους ωραίους κι αγαπημένους που έφυγαν και για άλλους που χαθήκαμε με τα χρόνια.
Για φίλους που είχαμε, που βοηθήσαμε και αποδείχτηκαν χειρότεροι από εχθρούς μας -ιδιαίτερα, στο πολιτικό περιβάλλον της- και ήταν η απόλαυσή μου να την ακούω να μιλάει, να απολαμβάνω τον ήχο και το «τράβηγμα» της φωνής της που έπαιζε σαν να ήταν σε σκηνή. Κάπου ανέβαινε και η Μανουέλα, ο πιο πιστός και αγαπημένος άνθρωπός της, το παιδί της που δεν απέκτησε ποτέ, και τότε αλλάζαμε γρήγορα κουβέντα μη μας περάσει πως είμαστε «αλλού γι’ αλλού».
Την Τρίτη, 1η Μαρτίου 1994, δεν την πήρα στο τηλέφωνο να πάω. Ηξερα πως Τετάρτη- Πέμπτη θα έφευγε για την Αμερική με τη Μανουέλα -πάντα ο άγγελος της- και το γιατρό της. Σκέφτηκα ότι δεν θα έπρεπε να την ανησυχήσω. Ηταν 2.20’, όταν χτύπησε το τηλέφωνό μου, στον ΣΚΑΪ, και άκουσα να με ρωτάει: «Εχασες τον δρόμο;» Τι να της απαντήσω, όταν την είχα ακούσει, στην προηγούμενη Τρίτη, να μου λέει: «Αποφάσισα να κάνω την εγχείρηση. Και δεν με νοιάζει τι λέτε εσείς. Και δεν με ρωτήσατε αν εγώ θέλω να συνεχίσω να ζω έτσι, μέρα με τη μέρα. Θα κάνω τη εγχείρηση και είτε βγω από το χειρουργείο είτε δεν βγω, μη στενοχωρηθείς. Είναι επιλογή μου».
Αφησα τα πράγματα στο γραφείο όπως ήταν και πήρα μόνον τα κλειδιά του αυτοκινήτου. Δεν θυμάμαι πόσα «κόκκινα» πέρασα. Αλλά θυμάμαι πως έκανα τη διαδρομή σε ένα δεκάλεπτο. Η ιεροτελεστία τηρήθηκε. Αλλά όταν άρχισα να της λέω για τον Αντρέα, νομίζοντας ότι αυτό θα την ενδιέφερε, με έκοψε απότομα: «Αστα τώρα. Ελα να σου πω». Αυτά που είπε δεν λέγονται.
Εμειναν ανάμεσά μας. Γελάσαμε και κλάψαμε και μετά μου είπε: «Θα φορέσω το κόκκινο φουστάνι». Δεν το φόρεσε. Αλλά η Μανουέλα το είχε απλώσει ωραία, στο μπροστινό κάθισμα, πηγαίνοντας στο πρώτο νεκροταφείο. Κι όσο εγώ ζω, θα ζει ολοζώντανη μαζί μου…