Το καλό σενάριο, δηλαδή η σταδιακή εκτόνωση της κρίσης με ουσιώδεις παραχωρήσεις από την πλευρά του Μακρόν στο συνταξιοδοτικό και αντίστοιχες κινήσεις των συνδικάτων (όπως έγινε περίπου πριν από 20 χρόνια από την κυβέρνηση Ντε Βιλπέν), δεν έχει βγει εντελώς από το τραπέζι. Δυστυχώς, δεν είναι το επικρατέστερο, από τη στιγμή που ο Γάλλος πρόεδρος εκτελεί με φανατισμό το «συμβόλαιο» που του ανέθεσαν οι τραπεζίτες και βιομήχανοι πάτρωνές του (αρχικά επιβάλλοντάς τον ως ουρανοκατέβατο υπουργό Οικονομικών στον Ολάντ και στη συνέχεια προωθώντας τον στην Προεδρία της Δημοκρατίας).
Ως τώρα, ο Μακρόν κατόρθωνε -με το καλό ή με το άγριο- να συσπειρώνει τον «μεσαίο χώρο» επισείοντας τους μπαμπούλες της «Ακροδεξιάς» (πλέον απροκάλυπτα συστημικής) Λεπέν ή του «επικίνδυνου ακροαριστερού» Μελανσόν. Τα λαϊκά του ερείσματα, ωστόσο, μειώνονται επικίνδυνα και την ίδια στιγμή εκείνος, με άγνοια κινδύνου, δηλώνει ότι «δεν τον νοιάζει». Ομως ο πρόεδρος της Γαλλίας δεν είναι «Πάπα Ντοκ» της Αϊτής ή Τσαουσέσκου της Ρουμανίας ή Γιανουκόβιτς της Ουκρανίας, για να ανατρέπεται άνευ συνεπειών από λαϊκές εξεγέρσεις τύπου 18ου αιώνα.
Δρόμος χωρίς γυρισμό…
Οι «New York Times» επισημαίνουν ότι το θέμα ξεφεύγει πλέον από το συνταξιοδοτικό και η οργή των Γάλλων στρέφεται προσωπικά κατά του προέδρου και της άκρως αυταρχικής -κατά κυριολεξία λουδοβίκειας- συμπεριφοράς του απέναντι σε μια κοινωνία που διαρκώς φτωχοποιείται και οι δημόσιες υποδομές της υποβαθμίζονται. Η κρίση τείνει να προσλάβει συνταγματικο-πολιτειακές διαστάσεις και η υπέρμετρη καταστολή της αμαυρώνει την εικόνα της Γαλλίας, που δέχτηκε παρατηρήσεις ακόμη και από το Συμβούλιο της Ευρώπης για «υπερβολική χρήση βίας». Παρακολουθούμε την Ιστορία σε απευθείας μετάδοση…