Το 2015 δεσμευόταν για σκίσιμο του Μνημονίου και κατάργηση της λιτότητας, αλλά τελικώς έφερε το τρίτο Μνημόνιο με μπαράζ υπερφορολόγησης και μείωσης εισοδημάτων. Υποσχόταν κρατικοποίηση τραπεζών και με την τρίτη ανακεφαλαιοποίηση εκχώρησε αντί πινακίου φακής τα μερίδια του Δημοσίου και των Ελλήνων μετόχων σε ξένα funds. Κατηγορούσε τον Σαμαρά ότι ξεπουλάει τη δημόσια περιουσία και τελικώς την εκχώρησε στο Υπερταμείο για 99 έτη. Πρόσφατο είναι το παράδειγμα της ΤΡΑΙΝΟΣΕ, που πουλήθηκε στους Ιταλούς αντί 45 εκατομμυρίων ευρώ το 2017, όταν τρία χρόνια νωρίτερα είχε εκτιμηθεί στα 300 εκατομμύρια.
Την ίδια τακτική συνέχισε και από τα έδρανα της αντιπολίτευσης. Στην αρχή της πανδημίας κατηγορούσε την κυβέρνηση Μητσοτάκη ότι δεν έδινε εμπροσθοβαρώς όλους τους διαθέσιμους δημοσιονομικούς πόρους στην αγορά, ενώ προέβλεπε επιδημία λουκέτων. Η καταστροφολογία του ΣΥΡΙΖΑ ακυρώθηκε από την πραγματικότητα. Η κυβέρνηση διέθεσε συνολικά άνω των 45 δισεκατομμυρίων ευρώ για στήριξη νοικοκυριών και επιχειρήσεων, αλλά σταδιακά και αφού πρώτα αξιοποιούσε τους ευνοϊκούς όρους δανεισμού ώστε να μείνει ανέπαφο το ταμειακό απόθεμα του Δημοσίου. Αντί για λουκέτα, είχαμε έκρηξη τζίρου στην αγορά. Μιλούσε ο Τσίπρας για ύφεση Μητσοτάκη το 2020, αλλά δεν είπε κουβέντα για τα ρεκόρ ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας τη διετία 2021-2022.
Και στο ζήτημα της ακρίβειας, που είναι ένα παγκόσμιο πρόβλημα, ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ είχε βρει τη λύση: μείωση του ΦΠΑ στα τρόφιμα και του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης στα καύσιμα. Ο ίδιος βέβαια αποκρύπτει ότι επί των ημερών του ο ΦΠΑ στα τρόφιμα εκτινάχθηκε από το 13% στο 24% και ότι οι φόροι καυσίμων ανέβηκαν στο ανώτερο επιτρεπόμενο από την Ευρωπαϊκή Ενωση επίπεδο.
«Κάντε ό,τι αποφάσισε η Ισπανία», έλεγε στη Βουλή ο κ. Τσίπρας, τονίζοντας ότι η κυβέρνηση Σάντσεθ μείωσε τον ΦΠΑ στα βασικά είδη διατροφής.
Προχθές, στη Βουλή, ο υπουργός Οικονομικών, Χρήστος Σταϊκούρας, παρέθεσε απλά μαθήματα πολιτικής οικονομίας δίνοντας συγκεκριμένα στοιχεία που αποδομούν όλη την επιχειρηματολογία της Κουμουνδούρου.
Μένει ώσπου να φύγει…
Η μείωση του ΦΠΑ στα τρόφιμα ισοδυναμεί με ετήσιο κόστος ύψους 1,5 δισ. ευρώ, το οποίο θα έπρεπε να βρεθεί από κάποιο άλλο ισοδύναμο μέτρο, δηλαδή περικοπών ή αυξήσεων φόρων. Επιπλέον, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι η μείωση του ΦΠΑ θα περάσει και στον τελικό καταναλωτή. Στην Ισπανία, το μέτρο απέτυχε σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, ενώ ο κεντρικός τραπεζίτης της χώρας επέπληξε την κυβέρνηση Σάντσεθ ότι έπρεπε να πάρει στοχευμένα μέτρα για να έχει καλύτερο αποτέλεσμα.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη καθιέρωσε το Market Pass, που εξουδετέρωσε το 10% των αυξήσεων σε βασικά είδη, ενώ αποφάσισε αυξήσεις 7,75% στις συντάξεις και επιπλέον 10% στον κατώτατο μισθό, προστατεύοντας τα χαμηλά και μεσαία εισοδήματα από τον πληθωρισμό.
Αποτέλεσμα αυτών των πολιτικών είναι στην Ελλάδα ο πληθωρισμός να μειώνεται φέτος από 7,6% σε 6,5%, όταν στην Ισπανία, όπου εφαρμόσθηκε οριζόντια μείωση ΦΠΑ, αυξήθηκε από 5,5% σε 6,1%.
Ακόμα και στον πληθωρισμό των τροφίμων, η εικόνα είναι καλύτερη στη χώρα μας (15,5%) έναντι της Ισπανίας (16,7%).
Η Ελλάδα, με δημοσιονομική σύνεση και μέτρα, τα οποία, παρά τις αδικίες λόγω της υψηλής φοροδιαφυγής που επιτρέπει ενισχύσεις σε κατ’ επάγγελμα φοροφυγάδες, είναι πιο αποτελεσματικά από τις «πομφόλυγες» του Τσίπρα, αντιμετωπίζει τα ζητήματα της ακρίβειας, ενώ ο πληθωρισμός είναι από τους χαμηλότερους στην Ευρωπαϊκή Ενωση.
Αλλά, είπαμε, ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ είναι ειδικός στις μαγικές λύσεις, για αυτό και οι πολίτες δεν αναπολούν τη διακυβέρνηση Τσίπρα, ενώ όπως προκύπτει από τα ευρήματα των δημοσκοπήσεων, θα του δώσουν εντολή να συνεχίζει να προτείνει μέτρα από τα έδρανα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Ιδίως τώρα που τα σύννεφα της χρηματοπιστωτικής κρίσης σκεπάζουν την Ευρώπη.