Η αφήγησή του για το πώς είχαν περάσει ένα ένα από τα χέρια του «τα κεραμίδια» της οροφής, τι σήμαινε ο τρόπος που είχε καταπέσει η οροφή και γιατί ήταν κατάσπαρτα αρχιτεκτονικά μέλη που λαμπύριζαν στο φως, με έκανε να σκεφτώ πως άλλο είναι να έχεις πτυχίο αρχαιολογίας -που είχα πάρει ως δεύτερο, μετά την κλασική φιλολογία- και άλλο είναι να βλέπεις με τα μάτια παθιασμένου αρχαιολόγου ένα παλάτι ολόκληρο που υπήρξε πριν 2.300 χρόνια, αλλά τώρα… δεν υπήρχε. Πλην πέτρες σκόρπιες, θα έλεγε ο επισκέπτης…
Εκείνος έλεγε πως το παλάτι, απόδειξη της δύναμης και της βασιλικής εξουσίας του Φιλίππου, ήταν ένα τεράστιο λαμπρό οικοδόμημα. Εγώ έβλεπα λίθους και πλίνθους και κεράμους ατάκτως ερριμμένα, σπόνδυλους από κίονες που είχαν κυλήσει κι άλλοι σπασμένοι ή μισοσκεπασμένοι από χώμα. Μου έδειχνε σποραδικούς τοιχοβάτες που το ύψος τους δεν έφτανε καν τους είκοσι πόντους. Στους τεράστιους ανδρώνες, χώρους για τα συμπόσια των Μακεδόνων βασιλέων, είχαν αποκαλυφθεί δάπεδα με ψηφιδωτά, προφυλαγμένα με γαιο-ύφασμα, από τις καιρικές συνθήκες του σκληρού μακεδονικού χειμώνα.
Δρόμος χωρίς γυρισμό…
Αν κάποιος άκουγε τον Παντερμαλή, αγνοώντας την Ιστορία, για το πώς στέφθηκε εκεί βασιλιάς ο Αλέξανδρος, θα νόμιζε πως ήταν… καλεσμένος στην τελετή, φθινόπωρο του 336 π.Χ., σ’ αυτό το ανάκτορο, μόλις μία ώρα μετά την επίσημη αναγγελία της δολοφονίας του Φιλίππου. Και μετά ξεκίνησε τη μεγάλη πορεία του για να κατακτήσει τον τότε γνωστό κόσμο, που τον μετασχημάτισε σε Οικουμένη.
Σε εκείνη την πρώτη επίσκεψη γνώρισα την Αγγελική Κοταρίδη, άρτι διορισθείσα στο υπουργείο Πολιτισμού, μαθήτρια του Ανδρόνικου και του Παντερμαλή, μια νέα γυναίκα, όλο ζωή. Συμφωνούσαν ότι μπορούσε το ανάκτορο να αποκτήσει ακόμη και τρίτη διάσταση, αλλά χρειαζόταν πολλή δουλειά. Να μαζευτούν τα διάσπαρτα μέλη, να μελετηθούν ένα προς ένα, να γίνει μελέτη αποκατάστασης σαν ένα τεράστιο παζλ, αλλά θα χρειάζονταν πολλά χρόνια. Για να λέω την αλήθεια, αυτά που έλεγαν ήταν μαγικά, αλλά μου φάνηκε ότι έκτιζαν παλάτι πάνω σε κάμπο με μαργαρίτες.
Εκτοτε, σε κάθε επίσκεψή μου στη Βεργίνα ή στη νεκρόπολη ή στην ταφική συστάδα των Τημενιδών, που τώρα έγινε πάρκο, σε έκταση κάπου πεντακόσια στρέμματα, περνούσα και από το ανάκτορο που έμοιαζε με κυψέλη. Δούλευαν ασταμάτητα μαρμαροτεχνίτες και συντηρητές και εργάτες, αρχαιολόγοι, κόσμος πολύς, με την Αγγελική παρούσα. Σιγά σιγά έμπαινε ένας σπόνδυλος και πότε ένα μέλος στο περιστύλιο, στη θέση του.
Εκτοτε το «βασίλειον καθίδρυμα των Αιγών», το μεγαλύτερο οικοδόμημα της κλασικής αρχαιότητας, σχεδιασμένο σαν να ήταν η Αγορά, τόπος συνάθροισης των Μακεδόνων, έπαιρνε σάρκα και οστά, ώσπου πριν από λίγους μήνες η υπουργός Πολιτισμού δήλωσε ότι «τέλος του έτους θα ήταν πανέτοιμο να αποδοθεί στους Ελληνες και στους ξένους επισκέπτες». Η απόδοσή του έγινε πριν από δυο μέρες. Το σύμβολο της μακεδονικής δυναστείας έλαμπε στον ήλιο. Κι έχω την αίσθηση πως όσοι είχαν δουλέψει εκεί, βρίσκονταν ανάμεσά μας…