Η παραπάνω δήλωση θα μπορούσε να έχει γίνει την περασμένη εβδομάδα, όμως η αλήθεια είναι πως έγινε πριν από 24 χρόνια. Ηταν 4 Μαΐου του 1999, όταν ο τότε κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΠΑΣΟΚ, Δημήτρης Γεωργακόπουλος, υπεραμυνόταν του νομοσχεδίου «Ερασιτεχνικός και επαγγελματικός αθλητισμός και άλλες διατάξεις». Το νομοσχέδιο εκείνο δεν ήταν το πρώτο και σίγουρα δεν ήταν το τελευταίο. Πριν, αλλά και μετά, όλες οι κυβερνήσεις που πέρασαν προσπάθησαν να μπουν στο γήπεδο και να «καθαρίσουν» το παιχνίδι. Παρά τις όποιες βελτιωτικές ρυθμίσεις πετύχαιναν κάθε φορά, το τελικό σκορ -υπέρ των χούλιγκαν- δεν άλλαζε. Ούτε καν οι δηλώσεις οργής και οι υποσχέσεις δεν άλλαζαν. Κάθε τραγωδία εντός ή εκτός γηπέδων ήταν η σταγόνα που θα έβαζε «τέλος στη βία». Κάθε «έως εδώ» πήγαινε όλο και πιο πέρα. Κάθε νέος άνθρωπος που έπεφτε νεκρός ήταν «ο τελευταίος» μέχρι τον επόμενο. Κάθε φορά ο ίδιος θρήνος φορούσε άλλη φανέλα και πρόσωπο.
Ο 18χρονος Αριστείδης Δημητριάδης (1983), ο 29χρονος Χαράλαμπος Μπλιώνας (1986), ο 22χρονος Μιχάλης Φιλόπουλος (2007), ο 24χρονος Νάσος Κωνσταντίνου (2017), ο 28χρονος Τόσκο Μποζατζίσκι (2020), ο 19χρονος Αλκης Καμπανός (2022), ο 29χρονος Μιχάλης Κατσουρής (2023). Και τώρα, ο Γιώργος, ένας 31χρονος αστυνομικός, χαροπαλεύει στη ΜΕΘ επειδή κάποιοι ανεγκέφαλοι ήθελαν «να την πέσουν στους μπάτσους».
Και τα νομοσχέδια; Μα ήταν όλα τους υπέροχα! Μητρώα φιλάθλων, μόνιμες επιτροπές παρακολούθησης, κάμερες, αυστηρότερες ποινές, αποβολή σεσημασμένων οπαδών, αποκλεισμός ομάδων, ηλεκτρονικά εισιτήρια, ταυτοποιήσεις, τιμωρίες, πρόστιμα, ενισχυμένη αστυνόμευση, παιδαγωγικές δράσεις. Μόνο που είχαν ένα μειονέκτημα: Επρεπε κάποιος να τα εφαρμόσει. Για την ακρίβεια, έπρεπε κάποιοι να συνεννοηθούν μεταξύ τους, να ομονοήσουν και να τα εφαρμόσουν. Κράτος, διοικήσεις ομάδων, παράγοντες κάθε είδους και επιπέδου, κοινωνικοί εταίροι, φίλαθλοι. Δυστυχώς, τέτοιο «ομαδικό άθλημα» στην Ελλάδα δεν υπάρχει. Η συνεννόηση παραμένει άγνωστο σπορ.
Θα πείτε: Υπάρχει χώρα που κατάφερε να νικήσει τον χουλιγκανισμό; Καμία δεν τον εξαφάνισε, όμως πολλές τον… ξεδόντιασαν. Η Μεγάλη Βρετανία το πέτυχε μέσω του δικαστή Πέτερ Τάιλερ και όχι από τη Μάργκαρετ Θάτσερ όπως πιστεύουν πολλοί. Ιδρωσε, βέβαια, και αυτός για να τα καταφέρει «Είναι απογοητευτικό και λυπηρό το γεγονός ότι η δική μου είναι η 9η επίσημη έκθεση που καλύπτει την ασφάλεια και τον έλεγχο του κόσμου στα γήπεδα ποδοσφαίρου. Γιατί δεν ακολουθήθηκαν αυτές οι άλλες συστάσεις; Νομίζω για δύο λόγους: Πρώτον, ανεπαρκής μέριμνα και επαγρύπνηση για την ασφάλεια των θεατών. Δεύτερον, ο εφησυχασμός, ο οποίος οδήγησε όλα τα μέρη να πιστέψουν ότι, εφόσον δεν είχε συμβεί καταστροφή μέχρι τότε, δεν θα συμβεί αυτήν τη φορά».
Δεν είναι όμως μόνο η Αγγλία. Εως έναν βαθμό δάμασαν το τέρας η Ολλανδία, η Γερμανία, η Ισπανία. Ολες τους ακολούθησαν διαφορετικό μίγμα πολιτικής, που κυμαινόταν από τη σκληρή καταστολή μέχρι την ειρηνική εισβολή στους οργανωμένους. Αλλοι επιστράτευσαν σκληρότερες ποινές, άλλοι παιδαγωγούς, ψυχολόγους, ακόμα και μετανιωμένους πρώην χούλιγκαν που «προπονούν» τα πιτσιρίκια πριν πέσουν στα χέρια των σκληροπυρηνικών. Αλλοι αναβάθμισαν τις υποδομές, κατάργησαν τις θέσεις ορθίων, άλλαξαν τις τιμές των εισιτηρίων ή απαγόρευσαν την πώληση αλκοόλ. Στο τέλος της ημέρας, όμως, κανείς, ποτέ και πουθενά δεν κατάφερε τίποτα χωρίς τη συμμετοχή των ίδιων των ομάδων.