Η πρόταση δυσπιστίας για να πετύχει όχι στη Βουλή, όπου οι κοινοβουλευτικές ισορροπίες δύσκολα διαταράσσονται, αλλά στην κοινωνία προϋποθέτει συγκεκριμένους όρους τους οποίους δεν πληροί ο ΣΥΡΙΖΑ. Ο Μητσοτάκης απάντησε θεσμικά, δεν δίστασε να μπει στην αρένα πετώντας το γάντι στον Τσίπρα για πιθανές σχέσεις του ΣΥΡΙΖΑ με τη Βενεζουέλα, αλλά το δυνατό του χαρτί παραμένει η σύγκριση των δύο τετραετιών.
Στην οικονομία η Ελλάδα έχει πάρει ψήφο εμπιστοσύνης με ρεκόρ επενδύσεων και εξαγωγών την τελευταία τριετία, ενώ μόλις χθες η Τράπεζα της Ελλάδος ανακοίνωσε ότι οι καταθέσεις νοικοκυριών και επιχειρήσεων αυξήθηκαν κατά 5 δισεκατομμύρια τον Δεκέμβριο. Η σύγκριση με την εποχή των capital controls, της στασιμότητας και της αβεβαιότητας είναι καταλυτική.
Οι συνταξιούχοι είδαν για πρώτη φορά αυξήσεις ύστερα από μία μνημονιακή περίοδο 12 ετών, ενώ η κυβέρνηση ετοιμάζει ρύθμιση ώστε να δοθεί επίδομα και για όσους λόγω του νόμου Κατρούγκαλου είδαν απλώς συμψηφισμό στην προσωπική τους διαφορά. Η ανεργία έχει μειωθεί κατά έξι ποσοστιαίες μονάδες, το διαθέσιμο εισόδημα παρά την ακρίβεια καταγράφει άνοδο και η κυβέρνηση διαθέτει όλα τα δημοσιονομικά περιθώρια για την ενίσχυση των ασθενέστερων.
Εάν υπήρχε κύμα δυσπιστίας και αμφισβήτησης του Μητσοτάκη στην κοινωνία, τότε δεν θα σήμαινε τίποτα η στήριξή του από τους βουλευτές της συμπολίτευσης. Οι πολίτες θέλουν σταθερότητα, επέκριναν την κυβέρνηση για τα λάθη που έγιναν στις υποκλοπές, αλλά δεν αναπολούν την περίοδο Τσίπρα, ούτε θέλουν να την ξαναζήσουν. Για αυτό και όσο πλησιάζουμε προς τις κάλπες, αντί για φθορά της κυβέρνησης, βλέπουμε συσπείρωση γύρω από τη Ν.Δ., το διακύβευμα είναι μεγάλο και αφορά στην πορεία της χώρας για τα επόμενα τέσσερα χρόνια, για να χαθεί στην υπόθεση των υποκλοπών.
ΥΓ.: Θα πρόσεξαν και κάποιοι που αυτοαποκαλούνται «καραμανλικοί» και σαλιαρίζουν με την Κουμουνδούρου τις κραυγές του Τσίπρα χθες στη Βουλή κατά της παράταξης της Νέας Δημοκρατίας ότι «χρεοκόπησε δύο φορές τη χώρα και η πρώτη ήταν το 2009», κατηγορώντας ευθέως την κυβέρνηση Κώστα Καραμανλή. Με το καλό και στα ψηφοδέλτια του ΣΥΡΙΖΑ!
Τα απόνερα της Συμφωνίας των Πρεσπών
Οταν ο Τσίπρας οριστικοποιούσε τη Συμφωνία των Πρεσπών, υποστήριζε ότι το κείμενο αυτό θα αποτελούσε τη βάση για την εξομάλυνση των σχέσεων όλων των χωρών της Βαλκανικής Χερσονήσου. Αφήνουμε στην άκρη τις εγχώριες παρενέργειες της Συμφωνίας με την αναγνώριση «μακεδονικής» γλώσσας, στην πορεία προκύπτει ότι οι «Πρέσπες» προκάλεσαν όξυνση στις σχέσεις της Βόρειας Μακεδονίας πλέον με τη Βουλγαρία. Η Σόφια δεν αναγνωρίζει μακεδονική γλώσσα, άλλωστε αντιλαμβάνονται ότι οι κάτοικοι των Σκοπίων ομιλούν βουλγαρική διάλεκτο, ενώ οι σχέσεις των δύο χωρών έχουν φτάσει στα άκρα. Ο υπουργός Εξωτερικών της Βουλγαρίας ανακάλεσε τον πρέσβη της χώρας του στα Σκόπια λόγω της σοβαρής κατάστασης που, όπως είπε, επικρατεί σχετικά με τα δικαιώματα των Βουλγάρων στη γειτονική χώρα. Δεν αποκλείεται μάλιστα η Σόφια να επαναφέρει το βέτο για την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων των Σκοπίων με τις Βρυξέλλες λόγω των ανοικτών γλωσσικών και ιστορικών διαφορών των δύο χωρών. Η Συμφωνία των Πρεσπών δεν έλυσε τα ζητήματα της Βαλκανικής, αντιθέτως τα απόνερά της δημιουργούν εστίες έντασης.