ΤΙΣ τελευταίες ημέρες υπάρχει ένα σερί θετικών δημοσιευμάτων από μεγάλα μέσα ενημέρωσης του εξωτερικού για την Ελλάδα. Ο «Economist» απένειμε το παγκόσμιο χάλκινο μετάλλιο στην ελληνική οικονομία για το 2024. Η γερμανική εφημερίδα «Zeit» τόνισε ότι η Ελλάδα, πλέον, όχι μόνο στέκεται στα πόδια της, κάτι που δεν το περίμενε κανείς πριν από λίγα χρόνια, αλλά αναπτύσσεται με ταχύτερους ρυθμούς από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, πετυχαίνει πλεονάσματα και αποπληρώνει το δημόσιο χρέος ταχύτερα από τον προγραμματισμό. Η ανάλυση καταλήγει με το σχόλιο πως «η Ελλάδα έχει μετατραπεί από το προβληματικό παιδί της Ευρώπης σε πρότυπο μαθητή». Οι «Financial Times» αναφέρονται στο ελληνικό success story, το οποίο αποδεικνύει την αξία των μόνιμων μεταρρυθμίσεων στην οικονομία από την κυβέρνηση Μητσοτάκη.
Φταίει ο λύκος ή ο βοσκός;
ΚΑΙ δεν είναι μόνο τα διεθνή μέσα ενημέρωσης που αποδίδουν τα εύσημα στην ελληνική οικονομία. Το ίδιο κάνουν και οι αγορές. Το περιβόητο ελληνογερμανικό spread έχει πέσει στις 75 μονάδες, πιο χαμηλά από όπου βρισκόταν στα μέσα της δεκαετίας του 2000, ενώ η χώρα μας δανείζεται φθηνότερα από τη Γαλλία και την Ιταλία.
ΔΕΝ λέει κανείς να βγούμε στην Ομόνοια να πανηγυρίσουμε. Αλλά δεν είναι για να βγαίνει και κανείς στους δρόμους να κραυγάζει για αντιλαϊκές πολιτικές και φοροκαταιγίδες, όπως κάνει η αντιπολίτευση. Ψηφίστηκε, λοιπόν, ο έκτος σερί Προϋπολογισμός της κυβέρνησης Μητσοτάκη, που περιλαμβάνει μόνο θετικά μέτρα. Μειώσεις φόρων και αυξήσεις εισοδημάτων. Τα έχουμε πει δεκάδες φορές, δεν έχουμε γίνει Ελβετία, αλλά η χώρα έχει κάνει πολλά βήματα μπροστά από το 2019. Και πάντοτε θα πρέπει να βλέπουμε από πού ξεκινήσαμε και ποια είναι η κατάσταση στην υπόλοιπη Ευρώπη.
ΤΑ δημοσιονομικά σπάνε κοντέρ, η οικονομία αναπτύσσεται, το δημόσιο χρέος μειώνεται και ο Προϋπολογισμός του 2025 δείχνει μια νέα εποχή για την Ελλάδα. Μια εποχή όπου η ανάπτυξη της οικονομίας θα αρχίσει να γίνεται αντιληπτή στις τσέπες των πολιτών. Με ακόμα μεγαλύτερες αυξήσεις σε μισθούς και συντάξεις, με ακόμα μεγαλύτερες φοροελαφρύνσεις, ώστε να μικρύνει σταδιακά η ψαλίδα της αγοραστικής δύναμης σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη.