Υπό διαφορετικές συνθήκες, η περιοδεία του Φιντάν σε τζαμιά και παζάρια της εύφλεκτης δυτικής κινεζικής επαρχίας Σιντζιάνγκ, που κατοικείται από τη μουσουλμανική κοινότητα των Ουιγούρων και καλείται και Ανατολικό Τουρκεστάν, θα συνιστούσε πρόκληση σε βάρος του Πεκίνου.
Ωστόσο ο Κινέζος ΥΠΕΞ, Γουάνγκ Γι, όχι μόνο συνόδευσε τον Τούρκο ομόλογό στην ευαίσθητη εθνικά περιοχή, αλλά ανέχθηκε και τη δήλωσή του ότι «το Κασγκάρ και το Ουρούμτσι (σ.σ. πρωτεύουσα της επαρχίας Σιντζιάνγκ) είναι δύο αρχαίες τουρκο-μουσουλμανικές πόλεις, σύμβολα του σινο-τουρκικού και σινο-ισλαμικού κόσμου, που συνεισφέρουν στον πολιτιστικό πλούτο της Κίνας».
1.000 μέρες βαρβαρότητας
Το κρίσιμο είναι ότι στη συνάντησή του με τον πρόεδρο Σι Τζινπίνγκ στο Πεκίνο, ο Τούρκος ΥΠΕΞ τάχθηκε ξεκάθαρα υπέρ της εδαφικής ακεραιότητας της Κίνας και της κυριαρχίας της στην περιοχή, δίνοντας τις ευλογίες του στην καταστολή του αυτονομιστικού κινήματος των ομόθρησκων και (μακρινών) ομοεθνών του Ουιγούρων. Τους οποίους στο παρελθόν δεν είχε διστάσει να εργαλειοποιήσει ο Ερντογάν, που είχε επισκεφθεί σε εντελώς διαφορετικό κλίμα την επαρχία Σιντζιάνγκ το 2012.
Η Τουρκία απομακρύνεται συνεχώς από τη Δύση (μάλλον τυπικά εξακολουθεί να ανήκει σε αυτήν) και ουσιαστικά βρίσκεται στο ίδιο στρατόπεδο με την Κίνα και τον Παγκόσμιο Νότο, φροντίζοντας να δημιουργεί όπου μπορεί win-win καταστάσεις. Κατά την επίσκεψη Φιντάν, Πεκίνο και Αγκυρα συμφώνησαν στο θέμα της Γάζας, υποστηρίζοντας τη δημιουργία δύο κρατών στην Παλαιστίνη και την επίλυση των διαφορών στη Μέση Ανατολή με ειρηνικά μέσα.
Να σημειωθεί ότι από το 2010 Τουρκία και Κίνα έχουν ορίσει τη σχέση τους ως «στρατηγικό συνεταιρισμό», με τον όγκο του διμερούς εμπορίου να φτάνει πέρσι τα 48 δισ. δολάρια. Πρόσφατα, εξάλλου, η Τουρκία άνοιξε ένα ακόμη γενικό προξενείο στο Τσενγκντού, πέρα από την πρεσβεία της στο Πεκίνο και τα προξενεία σε Γκουαντζού, Σαγκάη, Χονγκ Κονγκ.