Και οι δύο κατηγορούνταν σε σχέση με αδίκημα δόλιας συναλλαγής για ακίνητη περιουσία που ανήκει σε άλλους. Η πρώτη κατηγορούμενη από την Ουγγαρία, συνταξιούχος αισθητικός, είχε παραδεχθεί 21 από τις 63 κατηγορίες για προώθηση και διαφήμιση πώλησης κατοικιών σε περιοχή της Κερύνειας και η δεύτερη κατηγορούμενη , επίσης από την Ουγγαρία, κομμώτρια στο επάγγελμα, παραδέχθηκε την ενοχή της σε 6 από τις 63 κατηγορίες που αφορούν τα ίδια αδικήματα. Για τις υπόλοιπες κατηγορίες ανεστάλη η ποινική δίωξη.
Το δικαστήριο επικεντρώθηκε στη σοβαρότητα των αδικημάτων, σημειώνοντας ότι, αν και οι δύο κατηγορούμενες δεν κατατάσσονται στην κορυφή της πυραμίδας σφετεριστών, αποτελούσαν σημαντικό κρίκο στην αλυσίδα της παράνομης δράσης. Επιπλέον, αναφέρθηκε και στην πολιτική πτυχή του θέματος, σημειώνοντας την ανάγκη τα δικαστήρια να σταθούν αρωγοί στην πολιτεία για να τερματιστεί ο σφετερισμός ελληνοκυπριακών περιουσιών στα κατεχόμενα.
Η απόφαση του Κακουργιοδικείου ήταν ομόφωνη. Παραθέτοντας τις λεπτομέρειες των κατηγοριών, κατά την ανάγνωση της απόφασης, αναφέρθηκε ότι οι κατηγορούμενες, με σκοπό την καταδολίευση, διαφήμισαν και προώθησαν διάφορα τεμάχια γης σε μη ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές της επαρχίας Αμμοχώστου και της επαρχίας Κερύνειας, στα οποία είχαν ανεγερθεί συγκροτήματα κατοικιών, «ενώ γνώριζαν ή έπρεπε να γνωρίζουν ότι δεν είχαν τη συγκατάθεση των ιδιοκτητών τους».
Η πρώτη κατηγορούμενη διαμένει στην Κύπρο εδώ και 16 χρόνια. Διαφήμιζε προς πώληση ακίνητα της «εταιρείας» ανάπτυξης γης Cyprus Constructions, τα οποία ανεγέρθηκαν σε ακίνητα που ανήκουν σε Ελληνοκύπριους. Η ίδια διατηρούσε ιστοσελίδα στο διαδίκτυο, της οποίας ήταν η μοναδική διαχειρίστρια. Μέσω της ιστοσελίδας και των λογαριασμών της στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης από τον Ιούνιο του 2023 μέχρι τις 26 Σεπτεμβρίου 2024 διαφήμιζε οικιστικές μονάδες σε συγκροτήματα κατοικιών στον Τράχωνα, στον Άγιο Αμβρόσιο, στην Καλογραία και στην Ακανθού. Κανείς από τους ιδιοκτήτες των τεμαχίων γης δεν είχε δώσει συγκατάθεση για ανέγερση και διαφήμιση οικιστικών μονάδων, ενώ ιδιοκτήτης κάποιων εκ των τεμαχίων ήταν και η Κυπριακή Δημοκρατία.
Κατά τη σύλληψή της, στην κατοχή της πρώτης κατηγορούμενης εντοπίστηκε διαφημιστικός φάκελος της «εταιρείας» και φάκελοι με διαφημιστικά φυλλάδια για τουριστικά συγκροτήματα. Στο κινητό της, επίσης, βρέθηκε έγγραφο 3 σελίδων με την ονομασία «marketing and agency agreement», που αφορά συμφωνία της με την «εταιρεία» για προμήθεια μεσίτη 20% για πώληση ακίνητης περιουσίας.
Επιπλέον, εντοπίστηκαν έγγραφα της «εταιρείας» σε σχέση με πώληση ακινήτων από τα εν λόγω συγκροτήματα. Συγκεκριμένα, βρέθηκαν «reservation agreements», στα οποία, στη θέση του ατζέντη βρίσκεται η υπογραφή της. Τα εν λόγω έγγραφα αφορούν 6 διαφορετικά υποστατικά επί των συγκροτημάτων που αναφέρονται παραπάνω και για ένα εξ αυτών υπάρχει και συμφωνία πώλησης. Επίσης, βρέθηκαν αποδείξεις πληρωμής πελατών, με ημερομηνία πληρωμής και το χρηματικό ποσό που καταβλήθηκε.
Βρέθηκε, επίσης, έγγραφο «marketing and agency agreement» του 2024 που αφορούσε συμφωνία της δεύτερης κατηγορούμενης και της «εταιρείας» για προμήθεια μεσίτη 5% για πώληση ακίνητης περιουσίας.
Η κατηγορούμενη παραδέχτηκε ότι συνεργάζεται στον τομέα ανάπτυξης γης με Τουρκοκύπριο διευθυντή της «εταιρείας» τα τελευταία τρία χρόνια και ότι προωθεί τα ακίνητα στη σελίδα της και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Όπως είπε, όταν κάποιος ενδιαφερόταν για αγορά, τον παρέπεμπε στα κατεχόμενα για τα περαιτέρω.
Η δεύτερη κατηγορούμενη κατάγεται από την Ουγγαρία και μένει στην Κύπρο τα τελευταία 15 χρόνια. Προωθούσε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης της, οικιστικά συγκροτήματα της «εταιρείας», που ανεγέρθηκαν σε τεμάχια στα κατεχόμενα που ανήκουν σε Ελληνοκύπριους, εν αγνοία τους και χωρίς τη συγκατάθεσή τους.
Συγκεκριμένα, από τον Μάρτιο μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2024 προωθούσε προς πώληση οικιστικές μονάδες σε συγκροτήματα στην Καλογραία Κερύνειας, στον Τράχωνα και στον Άγιο Αμβρόσιο. Κανείς από τους ιδιοκτήτες δεν έδωσε συγκατάθεση για ανέγερση οικιστικών μονάδων και διαφήμιση τους.
Στις 27 Σεπτεμβρίου 2024, η δεύτερη κατηγορούμενη συνελήφθη στο αεροδρόμιο Λάρνακας. Στην κατάθεσή της τήρησε το δικαίωμα σιωπής, ενώ σε ερώτηση για τα συγκροτήματα είπε ότι νόμιζε ότι ήταν νόμιμο και ότι Ελλάδα, Τουρκία και Κύπρος υπέγραψαν συμβόλαιο και οι Ελληνοκύπριοι ιδιοκτήτες αποζημιώθηκαν – κατά την έκφρασή της. «Αν το ήξερα ότι ήταν παράνομο δεν θα το διαφήμιζα στο διαδίκτυο», φέρεται να είπε.
Εξηγώντας τη λογική της ποινής, το Δικαστήριο είπε ότι είναι λεπτή γραμμή μεταξύ της εξατομίκευσης της ποινής και της εξισορρόπησης του συμφέροντος της δικαιοσύνης. «Τα αδικήματα για τα οποία κρίθηκαν ένοχες είναι πολύ σοβαρά», ανέφερε, σημειώνοντας ότι εξ ορισμού ενέχουν το στοιχείο του δόλου. Επιπρόσθετα, αναφέρεται ότι η σοβαρότητα των αδικημάτων έγκειται στην εξαπάτηση άλλων για εξυπηρέτηση ιδίων σκοπών, υπονομεύοντας την εμπιστοσύνη των συναλλαγών.
Επιπλέον, σημειώθηκε ότι οι ποινές πρέπει να είναι αποτρεπτικού χαρακτήρα και η εξατομίκευση να μην έχει τέτοια επίδραση ώστε να υπονομεύεται ο αποτρεπτικός χαρακτήρας της ποινής.
Το Δικαστήριο υπογράμμισε την έξαρση τέτοιας φύσης αδικημάτων, για την οποία, όπως ειπώθηκε, έχουν ιδία γνώση, από τη συχνότητα των περιπτώσεων που έρχονται ενώπιον τους, το οποίο αποτελεί πρόσθετο λόγο που επιβάλλει αντιμετώπιση με αποτρεπτικές ποινές. Υπογραμμίστηκε, ωστόσο, ακόμη ένας λόγος για να είναι η ποινή αποτρεπτική. Όπως ειπώθηκε, από 1974 από την τουρκική εισβολή κατέχεται από την Τουρκία μεγάλο μέρος του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ως αποτέλεσμα της τουρκικής κατοχής, η Κυπριακή Δημοκρατία δεν δύναται να ασκεί αποτελεσματικό έλεγχο στο σύνολο των περιοχών της. Αυτό, ωστόσο, δεν ακυρώνει τα κυριαρχικά δικαιώματά της στο σύνολο της χώρας.
«Δυστυχώς, ως φαίνεται από γεγονότα, η αδυναμία άσκησης αποτελεσματικού ελέγχου από την Κυπριακή Δημοκρατία δίνει τη δυνατότητα σε άλλα πρόσωπα, υπό τις ευλογίες της κατοχικής δύναμης, να σφετεριστούν περιουσίες που ανήκουν σε Κύπριους εκτοπισθέντες, χωρίς τη συγκατάθεση τους, με σκοπό την αποκόμιση οφέλους. Η εκμετάλλευση περιουσιών εκτοπισθέντων είναι απαράδεκτη και κατακριτέα», αναφέρει το Δικαστήριο και σημειώνει ότι το φαινόμενο έχει πάρει ανησυχητικές διαστάσεις τα τελευταία χρόνια, επισημαίνοντας ότι πέραν της οικονομικής πτυχής, υπάρχει άλλη μία παράμετρος: ο κίνδυνος δημιουργίας περαιτέρω παράνομων τετελεσμένων για τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα των εκτοπισθέντων.
Όσον αφορά την εξατομίκευση της ποινής, το δικαστήριο αναφέρει ότι έλαβε υπόψη την παραδοχή των κατηγορούμενων, που δείχνει μεταμέλεια και εξοικονομεί δικαστικό χρόνο, και η οποία ανταμείβεται με ανάλογη ελάττωση στην ποινή. Μεταμέλεια, σημείωσε, δείχνει και η συνεργασία της πρώτης κατηγορούμενης με τις αστυνομικές αρχές, καθώς παραδέχτηκε αδικήματα, κατονομάζοντας Τουρκοκύπριο ως διευθυντή της «εταιρείας» και δηλώνοντας προθυμία να καταθέσει εναντίον του.
Επιπλέον, λήφθηκε υπόψη και η καλή διαγωγή τους όσο βρίσκονται στις κεντρικές φυλακές, το λευκό ποινικό μητρώο τους και ότι η παρούσα περίπτωση αποτελούσε μεμονωμένο περιστατικό, αν και σημαντικής διάρκειας.
Το δικαστήριο έκρινε ότι δεν συντρέχουν λόγοι για αναστολή των ποινών.