Στα μάτια μου ο Διακογιάννης ήταν ο βασιλιάς Αρθούρος μιας εκλεκτής στρογγυλής τράπεζας ιπποτών, όπως ο Λανσελότος Βαγγέλης Φουντουκίδης («Η Ωρα του Αθλητισμού» – το alter ego του Ζανό στα χρόνια της μαγικής αθωότητας), ο μάγος Μέρλιν του «Αθλητικού Απογεύματος» του Σαββάτου, Κώστας Σισμάνης, και άλλοι πιονιέροι της αθλητικής τηλεδημοσιογραφίας. Δεν άργησε η στιγμή, πρέπει να ήμουν γύρω στα 10-11, προτού καν τελειώσω το Δημοτικό, όταν είπα μέσα μου βλέποντας τον Διακογιάννη να κοιτάζει σταθερά το φακό ένα κυριακάτικο βράδυ: «Αυτό θέλω να κάνω κι εγώ!».
Ηταν θες η άφθαστη ορθοφωνία με τη δυτικότροπη, σαμπανιζέ χροιά (όπως θα έλεγε και ο ίδιος), που σε έκανε να νιώθεις πιο Ευρωπαίος από όσο ήσουν; Η λατρεία της δημοσιότητας; Μπα, το τελευταίο σίγουρα όχι. Οταν έφτασε η στιγμή να περάσω το κατώφλι του «Ε.Τ.» των αείμνηστων Αρη και Λίλιαν Βουδούρη, ο επίσης αείμνηστος Γιάννης Βούλτεψης με απέτρεψε από το αθλητικό ρεπορτάζ: «Μα, κύριε Γιάννη, αυτό μου αρέσει!». «Ασε, σου λέω, εγώ ξέρω τι σου ταιριάζει».
Κλιμάκωση χωρίς κέρδος
Κι έτσι, τον πρώτο καιρό, παρακολουθούσα με ζήλια από το διπλανό τζάμι τον Χρήστο Ράπτη, τον Βασίλη Σκουντή, τον Στάθη Βαρυτιμιάδη, τον Βαγγέλη Μελέκογλου να αποθεώνουν «ημίθεους», να οικτίρουν παράγοντες, να ζουν το όνειρό τους και να μας το μεταφέρουν.
Στην κηδεία το 2006 του αγαπημένου συναδέλφου του κοινοβουλευτικού ρεπορτάζ Γιάννη Διακογιάννη (ανιψιού και συνονόματου του Ζανό) ξανασυνάντησα με δέος τον πενθούντα θείο κι ευχήθηκα ολόψυχα η δική του ώρα να αργήσει όσο το δυνατόν περισσότερο. Ο Θεός με εισάκουσε…