Η αναμέτρηση αβέβαιη, η έκβασή της θα κρίνει την πορεία της χώρας συνολικά. Ας ξεκινήσουμε από τα αισιόδοξα μηνύματα. Ο τουρισμός ήδη έχει κάνει άλματα, ο Μάιος ξεκίνησε με αφίξεις στο Διεθνή Αερολιμένα Αθηνών υψηλότερες από τη χρονιά-ρεκόρ του 2019 και εάν συνεχισθεί αυτή η τάση, τότε η Ελλάδα θα είναι στη Μεσόγειο η μεγάλη κερδισμένη της φετινής σεζόν.
Στο οικονομικό επιτελείο αλλά και στο υπουργείο Τουρισμού κρατούν μικρό καλάθι λόγω των αβεβαιοτήτων που προκαλεί ο πόλεμος στην Ουκρανία, ωστόσο, θεωρούν ότι φέτος το καλοκαίρι τα έσοδα του τουρισμού θα είναι τα υψηλότερα όλων των εποχών για τον κλάδο. Η εξέλιξη αυτή δίνει ανάσες στην αγορά, η εισροή «συναλλάγματος» τονώνει τη ζήτηση συνολικά, καθώς ο τουρισμός συνδέεται με την αγροτική οικονομία, τον πολιτισμό και τις μεταφορές.
Παράλληλα, το Ταμείο Ανάκαμψης τρέχει με εντυπωσιακούς ρυθμούς δημιουργώντας νέους επενδυτικούς θύλακες. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει αλλάξει το «brand» της ελληνικής οικονομίας, μεγάλοι πολυεθνικοί όμιλοι σπεύδουν να τοποθετηθούν στην εγχώρια αγορά, διαπιστώνοντας ότι υπάρχουν ευκαιρίες λόγω της μακρόχρονης πτώσης τιμών και αξιών κατά την περίοδο των Μνημονίων.
Μέσα στο 2021 οι ελληνικές επιχειρήσεις προσέλκυσαν πάνω από 12 δισεκατομμύρια ευρώ από τις διαδικασίες εξαγορών και συγχωνεύσεων, ή και τις αυξήσεις μετοχικών κεφαλαίων ενώ, σύμφωνα με μελέτη της PwC Hellas, ισχυρό είναι το επενδυτικό ενδιαφέρον και φέτος. Εάν σε αυτά τα στοιχεία συμπεριλάβουμε την έκρηξη της οικοδομικής δραστηριότητας, την επανεκκίνηση των μεγάλων έργων, την προώθηση σημαντικών ενεργειακών projects και τον ισχυρό επιχειρηματικό ανταγωνισμό που παρατηρείται στους διαγωνισμούς για αποκρατικοποιήσεις, προκύπτει το συμπέρασμα ότι η Ελλάδα έχει μπει για τα καλά στο διεθνή επενδυτικό χάρτη με πολλαπλασιαστικά οφέλη στην αγορά απασχόλησης. Δεν είναι τυχαίο ότι από την περίοδο της υψηλής ανεργίας έχουμε περάσει στην έλλειψη προσωπικού στον τουριστικό κλάδο και στην πίεση για υψηλότερες αποδοχές.
Σύγχυση ταυτοτήτων, απώλεια ισορροπίας
Από την άλλη πλευρά, η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας αντιμετωπίζει έναν σοβαρό αντίπαλο. Η ακρίβεια σαρώνει την αγορά, ο διψήφιος πλέον πληθωρισμός κατατρώγει το διαθέσιμο εισόδημα, περιορίζει τη ζήτηση και υπονομεύει την αναπτυξιακή προσπάθεια. Οι επιχειρήσεις βρίσκονται διαρκώς αντιμέτωπες με αυξήσεις τιμών στις πρώτες ύλες, το ίδιο συμβαίνει με την πρωτογενή παραγωγή, ενώ όλες οι επιβαρύνσεις αργά ή συνήθως γρήγορα μετακυλίονται στις τελικές τιμές των καταναλωτών.
Ο πληθωρισμός, αν και έχει εισαγόμενα αίτια, χτυπά την καρδιά της εγχώριας παραγωγής. Εύκολες λύσεις δεν υπάρχουν, ωστόσο η αγορά δεν έχει χαρτογραφηθεί επαρκώς, με αποτέλεσμα να γίνονται παιχνίδια αισχροκέρδειας και αρκετοί με πρόσχημα την ενεργειακή κρίση να ανεβάζουν κατά το δοκούν τις τιμές.
Ταυτόχρονα, η κυβέρνηση οφείλει να εξετάσει τον επόμενο γύρο παρεμβάσεών της στη φορολογία και αυτή τη φορά στην έμμεση. Η Ελλάδα έχει τους υψηλότερους συντελεστές ΦΠΑ και ειδικών φόρων, άλλη μία κληρονομιά της περιόδου Σύριζα-ΑΝΕΛ, όταν αυξήθηκαν υπέρμετρα όλοι οι έμμεσοι φόροι. Πρέπει να υπάρξει ένα πλάνο αποκλιμάκωσής τους κατά την επόμενη κυβερνητική περίοδο, ώστε η οικονομία να γίνει πιο ελκυστική και οι επιχειρήσεις ανταγωνιστικότερες.
Το μοναδικό αντίδοτο στον πληθωρισμό είναι η τόνωση της εγχώριας παραγωγής. Μόνο εάν περιορίσουμε τις εισαγωγές και αξιοποιήσουμε τις παραγωγικές μας δυνατότητες θα μειώσουμε την εξάρτηση από ακριβές πρώτες ύλες, με πρώτη την ενέργεια. Είναι σαφές ότι σε έναν κόσμο που πλέον κρύβει πολλούς κινδύνους, πρέπει να στρέψουμε το ενδιαφέρον μας στο πώς θα ενισχύσουμε τις άμυνες της οικονομίας. Μπορεί έως τώρα το βασικό ζητούμενο να ήταν «δουλειές, δουλειές, δουλειές», αλλά τώρα πρώτη προτεραιότητα είναι «παραγωγή, παραγωγή, παραγωγή». Για να υπάρχουν και νέες δουλειές.