Μετά την αποτυχημένη διαπραγμάτευση οι «μενουμευρώπηδες», όπως τους έλεγε ο ΣΥΡΙΖΑ, ήταν εκείνοι που το πλήρωσαν. Εχοντας πάει στη διαπραγμάτευση με το κεφάλι ψηλά αλλά επιστρέφοντας με έρπη, ο Αλέξης Τσίπρας, σαν κάτι ψευτονταήδες που αφού τις φάνε στον δρόμο επιστρέφουν σπίτι για να δείρουν την οικογένειά τους, αποφάσισε ότι είναι υπεύθυνοι για την ταπείνωσή του. Το πλήρωσαν σιωπηλά χωρίς ποτέ να προσπαθήσουν να εξαργυρώσουν τη συμμετοχή τους στο «Μένουμε Ευρώπη». Μέχρι την περασμένη εβδομάδα, όταν ο Ευάγγελος Βενιζέλος, ο Νίκος Αλιβιζάτος και κάποιοι άλλοι πανεπιστημιακοί, με μία εκδήλωση που ονομαζόταν «Μένουμε Ευρώπη;», έγιναν αυτόκλητοι συνεχιστές και θεματοφύλακες του κινήματος και κριτές της κυβέρνησης. Στο κατά πόσον η Ελλάδα μπορεί να λέγεται Ευρώπη μετά το σκάνδαλο των υποκλοπών.
Κατά πρώτον, Ευρωπαίος δεν γίνεσαι επειδή έτσι εσύ κρίνεις αλλά επειδή το κρίνουν οι άλλοι. Ο ευρωπαϊκός χαρακτήρας της Ελλάδας κρίνεται με την κάθε επίσκεψη του Κυριάκου Μητσοτάκη στο εξωτερικό. Οχι από κάποιους με αντιπολιτευτικές ατζέντες στο εσωτερικό ή κάποιον αριστερό αρθρογράφο που θα γράψει στο εξωτερικό για τον θάνατο στον Εβρο της μικρής Μαρίας, που δεν υπήρξε ποτέ.
Οσο για τις πολιτικές φιλοδοξίες των ομιλητών είναι άδικο ο Ευάγγελος Βενιζέλος να παρουσιάζεται σαν υποψήφιος συνεργάτης του ΣΥΡΙΖΑ. Ακόμα και στην πολιτική που ο κανόνας είναι «ποτέ μη λες ποτέ», μια συνεργασία ΣΥΡΙΖΑ – Βενιζέλου θα ήταν καταστροφική και για τους δύο. Ιδιαίτερα για τον Ε. Βενιζέλο, όταν το παράδειγμα του Φώτη Κουβέλη, που από αρχηγός κόμματος κατέληξε υφυπουργός Εθνικής Αμυνας με υπουργό τον Πάνο Καμμένο, είναι πρόσφατο.
Αντίθετα, στο ΠΑΣΟΚ ο Βενιζέλος θα έβρισκε αμέσως ρόλο. Η ευγλωττία δεν είναι ακριβώς το ισχυρό σημείο του Νίκου Ανδρουλάκη και ο Βενιζέλος θα έδινε τον λόγο που λείπει. Το θέμα δεν είναι ποιος θα είναι ο ρόλος του Βενιζέλου, αλλά του Ανδρουλάκη. «Το ίδιο ήταν το πρόβλημα και με τη Φώφη», μου έλεγε ένα στέλεχος του ΠΑΣΟΚ. «Ηξερε ότι θα κάνει μια εκδήλωση, ο Βενιζέλος θα έρθει μία ώρα πιο πριν, θα κάνει μια δήλωση στους δημοσιογράφους και θα την έχει καπελώσει».
Η υποκρισία του ΣΥΡΙΖΑ
Την προηγούμενη εβδομάδα συνελήφθη από την αστυνομία ο Φιλίστωρ Δεστεμπασίδης. Γνωστός στο παρελθόν σαν κουκουλοφόρος μάρτυρας κατηγορίας στην υπόθεση Novartis, με το ψευδώνυμο «Μάξιμος Σαράφης», ο Δεστεμπασίδης κατηγορείται για την εξαπάτηση εταιριών στις οποίες υποσχόταν ότι έναντι αμοιβής θα εξασφαλίσει τραπεζικά δάνεια από τράπεζες των εμιράτων. Η λεία της ανύπαρκτης εταιρίας του Δεστεμπασίδη και των τεσσάρων συνεργών του υπολογίζεται σε 800 χιλ. ευρώ.
Δρόμος χωρίς γυρισμό…
Το θέμα για τον ΣΥΡΙΖΑ είναι πώς μπορούν να εμφανίζονται σαν κήνσορες κατηγορώντας την κυβέρνηση για υποκλοπές πολιτικών προσώπων, όταν οι ίδιοι προσπάθησαν να εξοντώσουν τους πολιτικούς τους αντιπάλους χρησιμοποιώντας τόσο διαβλητά πρόσωπα. Από τη στιγμή που αποφασιστεί να εξεταστεί ένας κουκουλοφόρος μάρτυρας, οι κατηγορούμενοι δεν πρέπει να μπορούν να αμφισβητήσουν την αξιοπιστία του. Κάτι που δεν ίσχυε ακριβώς για τον Δεστεμπασίδη.
Ηταν όμως προβλεπόμενο. Στην υπόθεση της Novartis ο ΣΥΡΙΖΑ έψαχνε για ανθρώπους που, επειδή ήταν έκθετοι, θα μπορούσε να βασίζεται στις μαρτυρίες τους. Γιατί εκτός από τον Σαράφη και την Κελέση, υπήρξε και ο Αναστασίου, που είχε πει ότι πιέζεται να κατονομάσει πολιτικά πρόσωπα. Είναι ύψιστη υποκρισία από τον ΣΥΡΙΖΑ να σκίζει τα ιμάτια ακόμα και για νόμιμες παρακολουθήσεις και να είχε βασίζει την πολιτική του επιβίωση σε μαρτυρίες «σαράφηδων».
ΜΙΑ ΚΑΛΗ ΙΔΕΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΥΠ
Το θέμα με τη δημοσιοποίηση ονομάτων για νόμιμες παρακολουθήσεις είναι ότι ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα, τα πρόσωπα που παρακολουθούντο θα βρεθούν ένοχα. Αν δικαίως υπήρξαν υποψίες, δικαιωματικά. Αν οι υποψίες δεν επιβεβαιώθηκαν, και πάλι θα είναι ένοχοι, αφού από το «όλοι είναι αθώοι μέχρι να επιβεβαιωθεί η ενοχή τους», δημοφιλέστερο είναι το «όπου υπάρχει καπνός υπάρχει και φωτιά». Από τη στιγμή που ο Αλέξης Τσίπρας είχε πάρει από την ΑΔΑΕ τον φάκελο με τα ονόματα που η ΕΥΠ νόμιμα παρακολουθούσε και ήταν βέβαιο ότι θα τα δημοσιοποιήσει, έξι Ελληνες πολίτες ήταν βέβαιο ότι θα διασυρθούν. Και ο μόνος τρόπος να αποκατασταθεί η υπόληψή τους είναι να δημοσιοποιηθεί ο λόγος για τον οποίο εγκρίθηκαν οι παρακολουθήσεις.
Στην περίπτωση πάντως των πέντε στρατιωτικών είναι αδύνατον να μην έρθει στο μυαλό το Tinker, tailor, soldier, spy (and beggar), το αγγλικό παιδικό τραγουδάκι που είναι και τίτλος ενός από τα γνωστότερα βιβλία του Λε Καρέ. Δεν υπάρχουν φυσικά ομοιότητες με την ελληνική υπόθεση, αλλά ειδικά στην τηλεοπτική του μορφή, με τον Αλεκ Γκίνες να παίζει τον Σμάιλι, είναι από τα αριστουργήματα του κινηματογράφου του Ψυχρού Πολέμου και της περιγραφής των βρετανικών μυστικών υπηρεσιών, που μετά το σκάνδαλο των «πέντε του Κέμπριτζ» διαλύθηκαν για να ανασυσταθούν. Μια καλή ιδέα και για την ΕΥΠ…