Η δίκη του Λονδίνου αφορούσε ένα σχετικά μικρό κομμάτι αυτής της οφειλής (78 εκατ. δολάρια μαζί με τους τόκους) από δύο δάνεια που συνήψε η Εθνική Τράπεζα της Κούβας (ΒΝC) το 1984, επί Φιντέλ Κάστρο, με τη γαλλική Credit Lyonnais και την ιταλική Istituto Bancario Italiano. H Aβάνα δεν κατάφερε να τα εξυπηρετήσει και το fund-«γύπας» τα αγόρασε, αποτυγχάνοντας να φτάσει σε εξωδικαστικό συμβιβασμό το 2018. Η Κούβα αμφισβητεί τη νομιμότητα της εξαγοράς λόγω δωροδοκίας, ενώ από το 1997 είχε την πρόνοια να μετατρέψει την ΒΝC σε εμπορική τράπεζα, μεταφέροντας τις λειτουργίες της κεντρικής τράπεζας στη νέα Βanco Central de Cuba.
Στόχος του Μασκ: Τα εργασιακά δικαιώματα
Παρά την αυστηρότητά τους σε τέτοια θέματα, οι Λονδρέζοι δικαστές έκριναν σολομώντεια: αναγνώρισαν μεν ως νόμιμη την απαίτηση του κερδοσκοπικού fund σε βάρος της BNC, δεχόμενοι, όμως, ταυτόχρονα ότι αυτή δεν εκπροσωπεί πια το κουβανέζικο κράτος, που δεν κινδυνεύει από κατασχέσεις περιουσιακών στοιχείων στο εξωτερικό (ιδίως πετρελαιοφόρων).
Η Αβάνα δικαίως πανηγύρισε την απρόσμενη νίκη στην… έδρα του αντιπάλου με πρωτοσέλιδα στην εφημερίδα «Granma» και τον πρόεδρο, Μιγκέλ Ντίαζ-Κανέλ, να διακηρύσσει την «ήττα των εχθρών του έθνους». Η Κούβα, άλλωστε, δεν είναι διεθνής μπαταχτσής και τα βρίσκει με τους θεσμικούς δανειστές της Δύσης (Λέσχη Παρισιού και Λέσχη Λονδίνου), οι οποίοι μάλιστα της έκαναν διευκολύνσεις την περίοδο της πανδημίας. Κερατιάτικα, όμως, σε «γύπες» αρνείται να πληρώσει και θα αρνείται ως το τέλος. Παρ’ όλα αυτά, ο CEO του CRF, Ντέιβιντ Τσάρτερς, μίλησε για… «καθολική νίκη», από τη στιγμή που το fund του αναγνωρίστηκε ως δικαιούχος της οφειλής και απορρίφθηκε η κατηγορία της δωροδοκίας. Δήλωσε, μάλιστα, πρόθυμος να τα βρει σε ορίζοντα πενταετίας με την Κούβα, αναγνωρίζοντας «τις δυσκολίες που περνάει». Καλοσύνη του.