Οι αγρότες χθες διαδήλωσαν έξω από τη Βουλή με τα τρακτέρ διεκδικώντας φθηνότερο ρεύμα και καλύτερες τιμές για τα προϊόντα τους.
Λίγες ώρες νωρίτερα, η Τράπεζα της Ελλάδος ανακοίνωνε τα στοιχεία για τα έσοδα του τουρισμού το 2023, που εκτινάχθηκαν στα 20,4 δισεκατομμύρια ευρώ, ξεπερνώντας κατά 12% το ρεκόρ του 2019. Μόνο τον Δεκέμβριο η τουριστική κίνηση ήταν αυξημένη κατά 40% σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα του 2022, ενώ οι κρατήσεις φέτος είναι υψηλότερες κατά 20%. Ολα δείχνουν ότι, εάν δεν υπάρξουν διεθνή απρόοπτα, τα έσοδα από τον τουρισμό μπορεί φέτος να υπερβούν τα 22 δισεκατομμύρια. Η Ελλάδα είναι «hot» προορισμός και η εικόνα της χώρας έχει βελτιωθεί με τα έργα υποδομής στην Αθήνα αλλά και τις ανταγωνιστικές ακόμα τιμές σε σύγκριση με τη Δυτική Ευρώπη.
Από τη μία πλευρά, ο αγροτικός τομέας παραμένει στάσιμος και, από την άλλη, ο τουρισμός καλπάζει, κάτι πρέπει να γίνει για να υπάρξει σύμπραξη των δυνάμεων. Οι 25 εκατομμύρια επισκέπτες είναι μία μεγάλη αγορά και δεν είναι δυνατόν οι τουρίστες να γεύονται τη μεσογειακή κουζίνα με προϊόντα από την Αφρική, την Τουρκία ή την Κεντρική Ευρώπη.
Δρόμος χωρίς γυρισμό…
Στην Ολλανδία, η μέση στρεμματική απόδοση για τον αγρότη είναι 1.700 ευρώ, στην Ελλάδα μόλις που προσεγγίζει τα 200 ευρώ, η διαφορά χαώδης και δεν πρόκειται ποτέ να γεφυρωθεί εάν δεν υπάρξει μία στρατηγική που θα υπερβαίνει βραχυπρόθεσμα μπαλώματα, θα συνδέει τον πρωτογενή τομέα με τον τουριστικό κλάδο και θα θέτει στο περιθώριο και τις νοοτροπίες αγροτών που επιμένουν στον κατακερματισμένο κλήρο, απορρίπτοντας συνεργατικά σχήματα που δίνουν οικονομία κλίμακας και καλύτερες τιμές.
Σχηματικά θα μπορούσαν να συγχωνευθούν τα υπουργεία Τουρισμού και Αγροτικής Ανάπτυξης, τόσο σημαντική είναι η ανάγκη σύνδεσης δύο τομέων που δημιουργούν πλούτο και έσοδα, αλλά δεν αναπτύσσονται ταυτόχρονα. Εάν μάλιστα στην εξίσωση προσθέσουμε τον πολιτισμό, όπου επίσης έχουν γίνει τεράστια βήματα προόδου από την υπουργό, Λίνα Μενδώνη, η οποία γνωρίζει τα οφέλη που προσδίδει στις τοπικές κοινωνίες ένα μουσείο ή ο αρχαιολογικός χώρος, η ανάπτυξη στην περιφέρεια θα είχε πολλαπλασιαστική δυναμική.
Κάθε χρόνο έχουμε εκατομμύρια «πελάτες» που αγοράζουν ελληνικό τουρισμό, αλλά αγνοούν τα εγχώρια προϊόντα. Δεν θα λυθεί το αγροτικό ζήτημα μόνο από την τουριστική κίνηση, όμως χάνεται προστιθεμένη αξία για τα ελληνικά προϊόντα, όταν δεν υπάρχει ουσιαστική προβολή και προώθησή τους μέσω και των επισκεπτών.
Η ανάπτυξη του πρωτογενούς τομέα απαιτεί επιτελική δράση και σχεδιασμό. Το έχουν πετύχει χώρες με δυσμενέστερες κλιματολογικές συνθήκες, όπως το Ισραήλ και η Ολλανδία, απαιτείται δράση για να καμφθούν νοοτροπίες δεκαετιών, που θέλουν τον αγρότη στο «χωραφάκι του» να διεκδικεί κάθε Ιανουάριο «όλα τα κιλά, όλα τα λεφτά», όταν μπορεί να ενώσει δυνάμεις και να πουλήσει τα προϊόντα του σε καλές τιμές τόσο στην εγχώρια αγορά όσο και στο εξωτερικό.
Για αυτά τα ζητήματα πρέπει να υπάρχει το επιτελικό κράτος, ο τουρισμός καλπάζει και είναι λάθος για τις προοπτικές της υπαίθρου τα ελληνικά προϊόντα να παραμένουν άγνωστα και υποτιμημένα στα εκατομμύρια των ξένων επισκεπτών.