Η χθεσινή εκδήλωση προς τιμήν του Κώστα Σημίτη συγκέντρωσε το ενδιαφέρον του πολιτικού κόσμου, όπως φάνηκε από την προσέλευση στελεχών από όλο το κοινοβουλευτικό φάσμα, παρά το γεγονός ότι την ίδια ώρα πραγματοποιήθηκε με μεγάλη επιτυχία εκδήλωση στη μνήμη της αξέχαστης Μαριέττας Γιαννάκου.
Κατ’ αρχάς, είναι σημαντικό ότι ένας πρώην πρωθυπουργός τιμάται εν ζωή και κορυφαία πρόσωπα από αντίπαλες παρατάξεις μπορούν να συνομιλούν και να συμμετέχουν στις εκδηλώσεις, πολιτικός πολιτισμός αποκαλείται σε όλο τον δυτικό κόσμο.
Μακάρι η τοξικότητα του πρόσφατου παρελθόντος και τα διχαστικά παραληρήματα να μπουν οριστικά στο περιθώριο της πολιτικής ζωής, ενώ τα «τρολ» που δηλητηριάζουν τη δημόσια σφαίρα να απομονωθούν ή, αν έχουν διαπράξει ποινικά αδικήματα, να βρεθούν ενώπιον της Δικαιοσύνης.
Ομως το ερώτημα παραμένει για τον κ. Σημίτη. Ηταν καλός πρωθυπουργός; Αφήνοντας στην άκρη αγιογραφίες ή δαιμονοποιήσεις, μπορούμε να παρατηρήσουμε πως η βασική παρακαταθήκη του κ. Σημίτη ήταν ότι επί των ημερών του η Ελλάδα εισήχθη στη ζώνη του ευρώ και υλοποιήθηκαν εμβληματικά έργα όπως η γέφυρα Ρίου-Αντιρρίου, το μετρό, το Αεροδρόμιο «Ελευθέριος Βενιζέλος» και οι υποδομές για τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Η εισαγωγή του ευρώ ήταν μία κίνηση μεγάλης εμβέλειας, αν και επιτεύχθηκε μέσα από διαδικασίες στατιστικής σύγκλισης και όχι πραγματικής. Τα προβλήματα χρέους και ανταγωνιστικότητας κρύφθηκαν κάτω από το χαλί και επανεμφανίσθηκαν σωρευτικά κατά τη δραματική περίοδο των Μνημονίων.
Από την άλλη πλευρά, η διακυβέρνηση Σημίτη στιγματίσθηκε από την εκτεταμένη διαφθορά, έργα και προμήθειες του Δημοσίου υλοποιήθηκαν με «χρυσά συμβόλαια», ενώ σε μεγάλο βαθμό η διαπλοκή οικονομικών συμφερόντων «θεσμοθετήθηκε» μέσα από νομοθετικές πρωτοβουλίες.
Οι εθνικοί προμηθευτές γιγαντώθηκαν με τις περιβόητες «προγραμματικές συμβάσεις», χωρίς να ενισχύσουν τελικώς την παραγωγική διαδικασία στο βαθμό που ωφελήθηκαν από τα συμβόλαια που κέρδιζαν. Τα ολυμπιακά έργα, που σήμερα χάσκουν εγκαταλελειμμένα, δημιουργούν την εύλογη απορία γιατί τότε είχαν επιλεγεί βαριές κατασκευές αντί για «προκάτ», πολλαπλασιάζοντας το κόστος για το Δημόσιο και κατ’ επέκταση για τους φορολογουμένους.
Ο εκσυγχρονισμός του Σημίτη ήταν καλός στη θεωρία, αλλά στην πράξη πολλές φορές μετατρεπόταν σε μηχανισμό παραγωγής αδιαφάνειας. Ο ίδιος θα πρέπει να χρεώνει στη διακυβέρνησή του πως επέτρεψε να εξελιχθούν μεγάλα οικονομικά σκάνδαλα από πολιτικά πρόσωπα που βρίσκονταν στον στενό κύκλο εξουσίας. Η «ΔΕΚΟποίηση» του Δημοσίου δημιούργησε μικρές εστίες διαφθοράς, δεν είναι τυχαίο που ένας κορυφαίος υπουργός της περιόδου Σημίτη, ο μεταρρυθμιστής Αλέκος Παπαδόπουλος, το 2002 μιλούσε για τα πιράνχας που κατατρώγουν τους πόρους του ΕΣΥ και λίγο διάστημα αργότερα απομακρύνθηκε από την κυβέρνηση.
Στα εθνικά θέματα, η ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ενωση αποτιμάται απολύτως θετικά, όμως οι χειρισμοί στην κρίση των Ιμίων θα βαραίνουν πάντα την περίοδο αυτή.
Η ιστορία θα βγάλει την τελική της ετυμηγορία για τον Κώστα Σημίτη. Το βέβαιο είναι ότι όλοι οι πρωθυπουργοί θέλουν να προσφέρουν, όμως εύκολα πέφτουν στην παγίδα του «γυάλινου κόσμου» που κατασκευάζουν αυλικοί και στελέχη του περιβάλλοντος, με αποτέλεσμα να χάνουν την αίσθηση της πραγματικότητας. Δεν είναι τυχαίο, επίσης, ότι η πτώση Σημίτη ξεκίνησε αμέσως την ακύρωση της μεταρρύθμισης Γιαννίτση για το Ασφαλιστικό, που πολεμήθηκε άγρια από τους «πράσινους» εργατοπατέρες, και τη δραματική πτώση του Χρηματιστηρίου, όταν ακόμα παρέμεναν στους δρόμους ξεφτισμένες αφίσες που διαβεβαίωναν ότι το ΠΑΣΟΚ ήταν το «κόμμα της Σοφοκλέους».