ΜΙΑ ΣΠΟΥΔΑΙΑ στιγμή παραμένει χαραγμένη ως ανάμνηση. Πέρα από αυτήν τη διάσταση, η σημασία της εξαρτάται από τις επιπτώσεις και πιθανές συνέπειές της σε διάφορα επίπεδα. Από την επίσκεψη του Κωνσταντίνου Τσαλδάρη στον Χάρι Τρούμαν το 1946 μέχρι σήμερα, κάθε συνάντηση ενός πρωθυπουργού της Ελλάδας με τον πρόεδρο των ΗΠΑ αποτέλεσε σημαντική στιγμή στις ελληνοαμερικανικές σχέσεις για διαφορετικούς λόγους σε κάθε συγκυρία. Το διήμερο 16-17 Μαΐου υπήρξε σταθμός λόγω ενός συνδυασμού παραγόντων: Των νέων διεθνών δεδομένων, της υποδειγματικής παρουσίας του Ελληνα πρωθυπουργού και του εξ ορισμού πανηγυρικού χαρακτήρα της συνεδρίασης της Ολομέλειας του Κογκρέσου (Βουλής των Αντιπροσώπων και Γερουσίας) για την επέτειο της Ελληνικής Επανάστασης. Οπως αναφερόταν στην πρόσκληση της Νάνσι Πελόζι, η εξαιρετική εκδήλωση -που επιφυλάσσεται σε λίγους αρχηγούς κρατών ή κυβερνήσεων- έγινε με αφορμή τον εορτασμό της επετείου για τα 200 χρόνια της Ελληνικής Ανεξαρτησίας, έναν εορτασμό που πραγματοποιήθηκε με καθυστέρηση λόγω της πανδημίας.
Η ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΙΚΗ ομιλία Μητσοτάκη στην Ολομέλεια του Κογκρέσου κράτησε μια ισορροπία ανάμεσα στις γενικές, αξιακές και ιστορικές διαστάσεις που ανέμενε το ακροατήριο εν όψει της επετείου και τις ειδικές θέσεις και ανησυχίες του Ελληνισμού. Οι αναφορές στα Ελληνοτουρκικά (τον αναθεωρητισμό της γείτονος, τις υπερπτήσεις, τους κινδύνους για την ειρήνη) αλλά και την Κύπρο ήταν σαφείς, ενσωματωμένες όμως υποδειγματικά σε ένα αριστοτεχνικό ιστορικό – αξιακό αφήγημα.
ΣΕ ΜΙΑ ΣΥΓΚΥΡΙΑ που η αμερικανική εκτελεστική εξουσία πιέζει τη νομοθετική επιχειρηματολογώντας ότι η Τουρκία είναι απαραίτητη στο ΝΑΤΟ, η ελληνική στάση όφειλε να είναι σαφής ως προς τα ελληνικά συμφέροντα αλλά και συνεπής στη θέση της Ελλάδας ως μιας φιλελεύθερης και αξιόπιστης συμμάχου. Οι συζητήσεις Μητσοτάκη – Μπάιντεν επικεντρώθηκαν στη διμερή αμυντική συνεργασία, στις κοινές δημοκρατικές αξίες, στην κοινή δέσμευση να επεκταθούν περαιτέρω το διμερές εμπόριο και οι τόσο απαραίτητες επενδύσεις, ενώ συζητήθηκαν και οι εξελίξεις στην Ουκρανία και την Ανατολική Μεσόγειο.
1.000 μέρες βαρβαρότητας
Η ΕΝΑΡΞΗ προεργασίας για τα F-35 σε ορίζοντα τουλάχιστον εξαετίας είναι πολύ σημαντική. Βέβαια, η πιθανή επαναφορά του ζητήματος για την αγορά από την Τουρκία 40 νέων και τον εκσυγχρονισμό 80 υπαρχόντων F-16 θα καταστεί ευχερέστερη εάν θεωρηθεί ότι η Ελλάδα έχει πλέον αναβαθμιστεί σε σχέση με τα τουρκικά δεδομένα. Αλλωστε, οι ενδιάμεσες εκλογές στη Βουλή και τη Γερουσία στις 8 Νοεμβρίου θα προκαλέσουν κάποιες αλλαγές στη σύνθεση των δύο σωμάτων: Τα 435 μέλη της Βουλής και 35 από τα 100 μέλη της Γερουσίας θα πρέπει να επανεκλεγούν.
ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΟ, τα κοινά ενδιαφέροντα είναι προφανή αλλά υπάρχουν και τα αδιευκρίνιστα σημεία. Οι ΗΠΑ ενδιαφέρονται για τη μετατροπή της Ελλάδας σε πύλη εισόδου για τη μεταφορά υγροποιημένου φυσικού αερίου και τον ρόλο των πλωτών δεξαμενών στην ενεργειακή απεξάρτηση από τη Ρωσία. Ομως, για τον αγωγό EastMed η αμερικανική πλευρά παραμένει επιφυλακτική και είναι η ευρωπαϊκή διάσταση που θα κρίνει τις εξελίξεις.
Το αύριο παραμένει γεμάτο προκλήσεις. Η ισορροπία ισχύος μεταξύ Ελλάδας – Τουρκίας πρέπει να διορθωθεί περαιτέρω, ενώ, παράλληλα, οι Ελληνες θα πρέπει σε κάθε βήμα να αντιμετωπίζουμε την Τουρκία χωρίς να καθορίζουμε τη συνολική πολιτική μας από αυτήν. Ο δρόμος είναι μακρύς. Με αφορμή την επέτειο των 200 ετών και τον εορτασμό που αναβλήθηκε λόγω πανδημίας, το διήμερο ήταν μια σπουδαία ευκαιρία τόσο για επιβεβαίωση των εξαιρετικών σχέσεων όσο και για συνομιλίες. Η ευκαιρία αξιοποιήθηκε αριστοτεχνικά. Τα υπόλοιπα, αναφορικά με την περαιτέρω προώθηση των εθνικών συμφερόντων, θα τα συζητήσουμε τους επόμενους μήνες.
* Ο Κώστας Α. Λάβδας έχει διατελέσει, μεταξύ άλλων, Senior Research Fellow στη «London School of Economics» και κάτοχος της Εδρας Ελληνικών και Ευρωπαϊκών Σπουδών «Κωνσταντίνος Καραμανλής» στη «Fletcher School of Law and Diplomacy» του Πανεπιστημίου Tufts στις ΗΠΑ.