Στο νομικό κομμάτι όλες οι μέχρι στιγμής αποφάσεις έχουν δικαιώσει την πολιτική που ακολούθησε η κυβέρνηση για την αντιμετώπιση της πανδημίας, με κοινό γνώμονα πάντοτε την προστασία της δημόσιας υγείας. Υπάρχουν άλλωστε προηγούμενες αποφάσεις του ΣτΕ που ξεκάθαρα τονίζουν πως δεν αντίκειται στο Σύνταγμα και το Διεθνές Δίκαιο η υποχρέωση εμβολιασμού των εργαζομένων σε δομές υγείας. Αυτό ποτέ δεν άλλαξε. Το μόνο που άλλαξε από την τελευταία απόφαση του ανωτάτου δικαστηρίου είναι ότι βάζει «φρένο» στις παρατάσεις της αναστολής εργασίας των ανεμβολίαστων υγειονομικών και συγκεκριμένα στην τρίτη παράταση που είχε δώσει το υπουργείο Υγείας ως το τέλος του έτους. Εδώ ξεκινά το ηθικό κομμάτι.
Ινάσιο Λούλα, ο «πρεσβευτής» του Καλού
Τα ερωτήματα παραμένουν ίδια από την αρχή της πανδημίας μέχρι σήμερα που βρίσκεται σε φάση ύφεσης -δεν έχει εξαφανιστεί ο Covid, μην ξεχνιόμαστε- και είναι συνοπτικά τα εξής: Πώς είναι δυνατόν γιατροί και νοσηλευτές που έχουν ορκιστεί να υπηρετούν την επιστήμη της ιατρικής να αρνούνται τα επιτεύγματά της; Πώς είναι δυνατόν υγειονομικοί να αρνούνται τον εμβολιασμό τους θεωρώντας ότι μπορεί να κινδυνεύσει η υγεία τους ή να αλλοιωθεί το DNA τους;.. Πώς είναι δυνατόν εκείνοι που έχουν ως ύψιστο καθήκον την προστασία των ασθενών τους, να πηγαίνουν «απροστάτευτοι» σε δωμάτια νοσηλείας και σε ΜΕΘ; Είναι σαν να υποστηρίζει κάποιος πως δεν χρειάζεται να απολυμάνει τα χέρια του πριν μπει στο χειρουργείο.
Υπάρχει όμως και κάτι άλλο. Πώς θα νιώσουν άραγε οι συνάδελφοί τους που εργάστηκαν στην πρώτη γραμμή του πολέμου κάνοντας διπλοβάρδιες και συνεχείς εφημερίες; Πώς θα τους αντικρίσουν; Τα αυστηρότατα πρωτόκολλα επιστροφής των ανεμβολίαστων υγειονομικών είναι το λιγότερο που μπορεί να κάνει το υπουργείο Υγείας και θα το κάνει, αυτό είναι σίγουρο, διότι οι αποφάσεις των δικαστηρίων οφείλουν να γίνονται σεβαστές. Ομως, δεν μπορείς παρά να σκεφτείς ότι είναι κρίμα το γράμμα του νόμου να υπερκεράζει το πνεύμα του.